Της Γεωργίας Αλεξοπούλου,
Ο Ρόμπερτ Σούμαν γεννήθηκε στις 8 Ιουνίου 1810, στο Κρατίδιο της Σαξωνίας, και συγκεκριμένα στην πόλη Τσβίκαου. Έζησε και μεγάλωσε σε περιβάλλον με καλλιεργημένους ανθρώπους, με αποτέλεσμα να έρθει από πολύ μικρός σε επαφή με τη μουσική. Ο πατέρας του, Άουγκουστ Σούμαν, μυθιστοριογράφος και πωλητής βιβλίων, θέλοντας να αποκτήσει ο γιος του μια αξιόλογη μουσική εκπαίδευση, προσπάθησε —αν και αποτυχημένα— να του παρέχει μαθήματα με τον σημαντικό συνθέτη Καρλ Μαρία φον Βέμπερ. Μετά από αυτό, ο Σούμαν, αν και λάτρης της μουσικής, αποφάσισε να στραφεί προς τη λογοτεχνία. Ήταν πρόεδρος μιας φιλολογικής εταιρείας και, στη συνέχεια, προσπάθησε να γράψει μυθιστορήματα, ποίηση και διάφορες τραγωδίες. Βέβαια, το ενδιαφέρον του για τη μουσική ποτέ δεν σταμάτησε· τουναντίον, προσπαθούσε συνεχώς τόσο να διευρύνει τις γνώσεις του όσο και να ανακαλύπτει καινούρια πράγματα στον τομέα της μουσικής.
Μια χρονιά που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη της καριέρας του ήταν το 1828. Το 1828, αφού τελείωσε το σχολείο, όντας 18 ετών, αποφάσισε να εγκατασταθεί στη Λειψία, για να σπουδάσει Νομική, πράγμα το οποίο επιθυμούσε πολύ η μητέρα του. Στην πόλη εκείνη που, τον Μάιο του 1723, μετακόμισε και εργάστηκε ως Κάντορας ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Εκείνη την εποχή, άρχισε να παίρνει μαθήματα πιάνου από τον διάσημο δάσκαλο Φρίντριχ Βικ και τότε ξεκίνησε να συνθέτει μόνος του τα πρώτα του έργα για πιάνο. Είχε σπουδαίες δεξιότητες ως πιανίστας. Θα μπορούσε να πει κανείς πως θα ήταν ο τέλειος πιανίστας.
Και ενώ όλα έβαιναν καλώς, το 1830 πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τις σπουδές του και να ασχοληθεί ολότελα με τη μουσική. Το 1834, ίδρυσε το περιοδικό Neue Zeitschrift für Musik, με σκοπό να βοηθήσει νέους συνθέτες να εξελιχθούν. Ο Ρόμπερτ, όμως, πέρα από την ανιδιοτελή αγάπη που έτρεφε για τη μουσική, αγαπούσε πολύ και την Κάρλα Βικ, την κόρη του δασκάλου που του παρέδιδε μαθήματα πιάνου. Το 1838, όντας σίγουρος για τα συναισθήματά του, πήρε την απόφαση να ζητήσει από τον πατέρα της την Κάρλα σε γάμο, όμως εκείνος αρνήθηκε. Το ζευγάρι δεν πτοήθηκε και κατάφερε να παντρευτεί το 1840. Τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Σούμαν διαγνώστηκε με κατάθλιψη, με αίτιο το γεγονός πως θεωρούσε ότι η γυναίκα του ήταν πιο πετυχημένη από αυτόν.
Το 1850 η τύχη του αλλάζει και του ανατίθεται η θέση του δημοτικού διευθυντή μουσικής στο Ντίσελντορφ. Τα πρώτα χρόνια της καριέρας του ως διευθυντής κυλούσαν ομαλά, αλλά, λόγω της ασταθούς και περίεργης συμπεριφοράς του, τον απέλυσαν. Ο Ρόμπερτ έπεσε ξανά σε κατάθλιψη. Τον Φεβρουάριο του 1854 αποφάσισε να δώσει τέλος στη ζωή του, πέφτοντας από τη γέφυρα ενός ποταμού, αλλά στάθηκε τυχερός, αφού τον έσωσαν κάποιοι ψαράδες που περνούσαν τυχαία από εκεί.
Ο Ρόμπερτ Σούμαν πέθανε στις 29 Ιουλίου 1856. Καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής του ασχολήθηκε με τη σύνθεση έργων για πιάνο και ορχήστρα, αλλά ασχολήθηκε και με την ποίηση και σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην καριέρα του. Μέχρι και σήμερα θεωρείται ένας από του σημαντικότερους συνθέτες της ρομαντικής περιόδου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ρόμπερτ Σούμαν, el.wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ
- «Ρόμπερτ Σούμαν: Ο διαταραγμένος Ρομαντικός», kathimerini.gr , διαθέσιμο εδώ