Του Σωτήρη Κολέλη,
Η ανάγκη θέσπισης ταχειών, πλην τελέσφορων, διαδικασιών για την επίλυση διαφορών διασυνοριακού χαρακτήρα παρουσιάστηκε από πολύ νωρίς και με ένταση εντός της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Τωόντι, μέχρι το 2006, ο δανειστής αναγκαζόταν να αξιώσει τις χρηματικές του απαιτήσεις προσφεύγοντας στα δικαστήρια του τόπου κατοικίας ή έδρας του οφειλέτη ή του τόπου εκπλήρωσης της οφειλής, ενώ, ανάλογα με την εκάστοτε εφαρμοζόμενη δωσιδικία, εφαρμοζόταν και το προσήκον εθνικό δίκαιο. Η διαδικασία τούτη, ωστόσο, ήταν για τον δανειστή εξαιρετικά πολύπλοκη, δαπανηρή και χρονοβόρα, χωρίς, μάλιστα, τα αποτελέσματά της ως προς την ικανοποίησή της να είναι βέβαια. Προς αυτήν την κατεύθυνση, ο Κανονισμός (ΕΚ) 1896/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης Δεκεμβρίου 2006 προέβλεψε την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής σε διασυνοριακές διαφορές και καθόρισε τις προϋποθέσεις για την έκδοση και την εκτέλεσή της, τα μέσα προστασίας του οφειλέτη.
Ο σκοπός του προκείμενου Κανονισμού (άρθρο 1 παρ. 1) συνίσταται από το ένα μέρος στην απλούστευση, επιτάχυνση και μείωση των εξόδων εκδίκασης διαφορών για διασυνοριακές υποθέσεις, όσον αφορά μη αμφισβητούμενες χρηματικές αξιώσεις με τη θέσπιση διαδικασίας ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής (στοιχ. α΄), και αφετέρου στην εξασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των ευρωπαϊκών διαταγών πληρωμής σε όλα τα κράτη μέλη, πράγμα που επιτυγχάνεται με τη θέσπιση κανόνων, η τήρηση των οποίων καθιστά περιττές τυχόν ενδιάμεσες διαδικασίες κήρυξης εκτελεστότητας στο κράτος υποδοχής του τίτλου (στοιχ. β΄). Τούτο το τελευταίο συμβαίνει και με το άρθρο 905 ΚΠολΔ στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο για εθνικούς τίτλους (π.χ. δικαστικές αποφάσεις, διαταγές πληρωμής, συμβολαιογραφικά έγγραφα, κλπ.) που προέρχονται από κράτη μη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αντιθέτως, για εθνικούς τίτλους προερχόμενους από κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης τυγχάνει πλέον εφαρμογής ο Κανονισμός 1215/2012 (άρθρο 39). Ο Κανονισμός 1896/2006, όμως, αφορά έναν εκ γενετής ευρωπαϊκό —όχι εθνικό— εκτελεστό τίτλο, ήτοι την ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής.
Η διαδικασία της ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής δεν καταστρώνεται στον Κανονισμό ως διαδικασία διαγνωστική της αξιώσεως του αιτούντος διάγνωσης, δηλαδή ως προς την ύπαρξη της ασκούμενης αξιώσεως. Και τούτο, διότι, κατά την φάση της έκδοσης της διαταγής, δεν λαμβάνει χώρα καμία απολύτως διάγνωση της αξιώσεως —ούτε καν ημιτελής, όπως συμβαίνει λ.χ. στο ελληνικό δικονομικό σύστημα των άρθρων 623 επ. ΚΠολΔ. Αυτό που επί της ουσίας πραγματοποιείται είναι απλώς ένας οπτικός έλεγχος της υποβαλλόμενης αίτησης. Βασικός σκοπός της διαδικασίας είναι η διάγνωση της φύσης της αξιώσεως ως αμφισβητούμενης ή μη, να λειτουργήσει, δηλαδή, απλώς ως διαδικασία αποχωρισμού των μη αμφισβητούμενων εκ μέρους του οφειλέτη από τις πράγματι αμφισβητούμενες χρηματικές απαιτήσεις. Έτσι, αν τελικά ο οφειλέτης δεν εναντιωθεί στη διαταγή, τότε αποδεικνύεται ότι η απαίτηση είναι μη αμφισβητούμενη, οπότε ενδείκνυται η άμεση έκδοση εκτελεστού τίτλου και η ευρωπαϊκή διαταγή κηρύσσεται εκτελεστή. Εάν, όμως, ο οφειλέτης αντιταχθεί σ’ αυτή, με Δήλωση Αντιρρήσεων κατ’ άρθρα 16-18 του Κανονισμού, τότε αποδεικνύεται ότι η απαίτηση —αντίθετα απ’ ότι είχε υπολογίσει ο αιτών— είναι αμφισβητούμενη, οπότε πρέπει, σύμφωνα με τον Κανονισμό, να καταχθεί αυτομάτως σε κατ’ αντιδικία διαγνωστική δίκη ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου.
Πρώτο γνώρισμα της καθιερούμενης ενιαίας διαδικασίας αποτελεί ο δυνητικός χαρακτήρας της. Κατά τη ρύθμιση του άρθρου 1 παρ. 2, ο φορέας χρηματικής αξίωσης που εμπίπτει στο πεδίο ισχύος του Κανονισμού δύναται —πλην όμως δεν υποχρεούται— να κάνει χρήση της ως άνω διαδικασίας. Αντ’ αυτής, μπορεί να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξιώσεως κατά την έννοια του άρθρου 4, δηλαδή υπαγόμενης στον προκείμενο Κανονισμό, κάνοντας χρήση άλλης διαδικασίας προβλεπόμενης από το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους ή από το κοινοτικό δίκαιο. Κατ’ ουσίαν, ο Κανονισμός 1896/2006 εισάγει μία πρόσθετη δυνατότητα στον δανειστή, χωρίς να αποκλείει τη διαδικαστική οδό έκδοσης εθνικής διαταγής πληρωμής.
Δεύτερο ουσιώδες γνώρισμα της διαδικασίας είναι η μέγιστη δυνατή τυποποίησή της, υπό την έννοια ότι βασίζεται στη χρήση τυποποιημένων εντύπων, τα οποία περιλαμβάνονται στα Παραρτήματα, μετά την τελευταία διάταξη του Κανονισμού για την επικοινωνία δικαστηρίου, αιτούντος και καθ’ ου. Τα έντυπα και τα δεδομένα που απαιτείται να συμπληρωθούν σ’ αυτά —συνήθως με επιλογή του εκάστοτε κατάλληλου κωδικού αριθμού— είναι πανομοιότυπα σε όλες τις γλωσσικές εκδοχές τους, διασφαλίζοντας την επιτάχυνση μιας κατά τα άλλα απλής διαδικασίας και περιορίζοντας δυνητικά τα σφάλματα που δύνανται να παρεισφρήσουν (π.χ. κατάθεση ελλιπών δικογράφων).
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 1 εδ. α΄, ο Κανονισμός «εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, ανεξάρτητα από το είδος του δικαστηρίου». Ειδικό ενδιαφέρον παρουσιάζει, εν προκειμένω, η εξαίρεση του στοιχ. δ΄ της παρ. 2, κατά την οποία ο Κανονισμός δεν εφαρμόζεται σε αξιώσεις που απορρέουν από εξωσυμβατικές ενοχές. Ως τέτοιες θα πρέπει να θεωρηθούν οι αξιώσεις που δεν θεμελιώνονται σε σύμβαση μεταξύ οφειλέτη και δανειστή, αλλά έχουν ως άμεσο νόμιμο παραγωγικό λόγο τον νόμο, όπως είναι λ.χ. οι αξιώσεις αποζημιώσεως από αδικοπραξία.
Από την εξαίρεση του στοιχ. δ΄ συνάγεται, κατ’ αντιδιαστολή, ότι ο Κανονισμός 1896/2006 εφαρμόζεται κατά βάση σε συμβατικές ενοχές. Ως συμβατικές θα πρέπει να νοηθούν οι αξιώσεις, οι οποίες έχουν ως παραγωγικό τους λόγο μία ελευθέρως αναληφθείσα δέσμευση από τον ένα συμβαλλόμενο έναντι του αντισυμβαλλομένου. Η δικαιολογητική βάση του εν λόγω περιορισμού ερείδεται στην εκτίμηση ότι μόνον αυτές είναι ενδεχόμενο να είναι εξαρχής εκκαθαρισμένες και, περαιτέρω, να τεκμαίρονται ως μη αμφισβητούμενες, εν αντιθέσει με τις εξωσυμβατικές ενοχές. Όσον αφορά τις τελευταίες, αφ’ ης στιγμής δεν έχουν εκ των προτέρων δεδομένο ύψος (αλλά αυτό πρέπει συνήθως να εκτιμηθεί από το δικαστήριο, μετά τη διεξαγωγή αποδεικτικής διαδικασίας), δεν είναι εύλογο να αναμένεται ότι δεν θα αμφισβητηθούν. Ενόψει του δικαιολογικού αυτού λόγου της εξαιρέσεως γίνεται προφανής και ο λόγος του καθιερούμενου αμέσως στη συνέχεια (στοιχ. δ΄ υπό i) περιορισμού της, ήτοι αν αποτελούν αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ των μερών ή υπάρχει αναγνώριση της οφειλής. Αν, επομένως, συντρέχουν οι προϋποθέσεις αυτές, τότε και οι αξιώσεις από εξωσυμβατικές ενοχές μπορεί να είναι εκκαθαρισμένες και να τεκμαίρεται ότι δεν θα αμφισβητηθούν.
Σύμφωνα με τη βασική ρύθμιση του άρθρου 2 παρ. 1 και του άρθρ. 3, οι παραπάνω κατηγορίες διαφορών εμπίπτουν στο πεδίο του Κανονισμού, μόνον εφόσον είναι διασυνοριακές. Με βάση τον ορισμό του άρθρου 3 παρ. 1, διασυνοριακή υπόθεση είναι εκείνη κατά την οποία τουλάχιστον ένας από τους διαδίκους έχει την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή του σε κράτος-μέλος διαφορετικό από το κράτος-μέλος του επιληφθέντος δικαστηρίου. Κατά το αληθές νόημα της διατάξεως, ορισμένη διαφορά είναι διασυνοριακή, εφόσον (α) και τα δύο μέρη έχουν την κατοικία ή τη συνήθη διαμονή τους σε κράτος-μέλος και (β) το επιλαμβανόμενο δικαστήριο ανήκει σε κράτος-μέλος διάφορο από εκείνο στο οποίο βρίσκεται η κατοικία ή η διαμονή του ενός τουλάχιστον εκ των μερών (π.χ. του καθ’ ου). Θα πρέπει, με απλές λέξεις, η αξίωση και η διαδικασία έκδοσης ευρωπαϊκής διαταγής πληρωμής να άπτονται δια των υποκειμένων ή του αντικειμένου τους τουλάχιστον δύο έννομων τάξεων κρατών-μελών, μη αποκλειομένης και της εμπλοκής μη κράτους-μέλους (π.χ. του αιτούντος), αρκεί ότι πάντως αφορά οπωσδήποτε δύο τουλάχιστον κράτη-μέλη. Αντιθέτως, είναι νομικά αδιάφορος ο τόπος όπου ο δανειστής προτίθεται να εκτελέσει τη διαταγή, καθώς τούτο αφορά το μετά την έκδοση της διαταγής στάδιο.
Συμπερασματικά, η ευρωπαϊκή διαταγή πληρωμής στοχεύει στην απλούστευση της διαδικασίας είσπραξης χρηματικών αξιώσεων λειτουργώντας περισσότερο σαν ευρωπαϊκός εκτελεστός τίτλος στην περίπτωση που ο καθ’ ου δεν υποβάλλει αντιρρήσεις. Εντούτοις, απαιτείται για την εξασφάλιση της επιτυχίας της η συνδρομή και της εκάστοτε εθνικής νομοθεσίας, ώστε να αποφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα και να γίνει πραγματικό εργαλείο στα χέρια του σύγχρονου εφαρμοστή του δικαίου για τον χειρισμό διασυνοριακών διαφορών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ευρωπαϊκή Ηλεκτρονική Δικαιοσύνη, διαθέσιμο εδώ
- EUR-Lex, Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διαθέσιμο εδώ
- Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, διαθέσιμο εδώ