Της Λουκίας Αστερίου,
Ένα συνεχές αγκάθι στην προσπάθεια διατήρησης μιας κοινής χριστιανοσύνης αποτελεί το ζήτημα των αιρέσεων. Ήδη από τα πρώτα χρόνια του συμβατικά ονομαζόμενου «Μεσαίωνα» οι αιρέσεις απειλούσαν την κοινωνική συνοχή και ευρυθμία. Από τον 4ο-5ο αιώνα, δηλαδή, παρατηρείται η εμφάνιση του μανιχαϊσμού στη Δύση, του πρισκιλλιανισμού στη σημερινή Ισπανία και του αρειανισμού σε ένα μεγάλο μέρος του χάρτη της Ευρώπης και της Μεσογείου, αφού τον ασπάζονταν πολλοί βάρβαροι επιδρομείς. Οι πρώτες οικουμενικές σύνοδοι, που διεξάγονται εκείνη ακριβώς την περίοδο, έχουν ως στόχο την επιβολή μιας ενιαίας χριστιανοσύνης και όμως, αυτές δεν παύουν να εμφανίζονται σε όλες τις φάσεις του Μεσαίωνα.
Επί της καρολίγγειας δυναστείας, το ζήτημα των αιρέσεων είχε κάπως κοπάσει, αφού θρησκευτικοί πόλεμοι εναντίον αλλοθρήσκων κατάφεραν να κρατήσουν τις θεολογικές διαμάχες σε χαμηλά επίπεδα. Το πρόβλημα άρχισε να εντείνεται τον 11ο αιώνα, όταν οι αιρέσεις έγιναν και λαϊκές. Πλέον, άτομα από όλες τις κοινωνικές τάξεις άρχισαν να ασπάζονται διαφορετικές εκδοχές του χριστιανισμού, που παρέκκλιναν από την κοινή επιβολή. Στα τέλη του 12ου αιώνα, οι αιρέσεις αυτές εκδιώκονται στη Δύση με τη μορφή σταυροφοριών (βλ. παράδειγμα σταυροφορία εναντίον των Kαθαρών-Αλβιγηνών), αφού όλο και περισσότεροι τις ασπάζονται. Από τον 13ο αιώνα, η εκκλησία φέρει στο προσκήνιο τα επαιτικά τάγματα, τα οποία μέσω της ρητορικής και των κηρυγμάτων τους προσπαθούν να προσηλυτίσουν τον λαό, σχέδιο που, τελικά, ναυαγεί, αφού νέες αιρέσεις κάνουν την εμφάνισή τους τον 14ο αιώνα.
Σε αυτό το πλαίσιο, λοιπόν, τον 12ο αιώνα δημιουργείται στη βόρεια Ευρώπη και τις Κάτω Χώρες η θρησκευτική ομάδα των Βεγινών. Η χρήση του όρου “beguine” άρχισε να καθιερώνεται από το 1230, ενώ υποστηρίζεται ότι ως όρος προήλθε υποτιμητικά από το begg (στην κυριολεξία, μουρμουρίζω) και εξαπλώθηκε, στη συνέχεια, στις Κάτω Χώρες, τη Γερμανία και τη βόρεια Γαλλία. Χαρακτηριστικό αυτής της θρησκευτικής ομάδας ήταν ότι λειτουργούσε αυτόνομα και ανεξάρτητα, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζε στο ότι δεν επικαλούνταν κάποιον συγκεκριμένο ιδρυτή, αλλά ούτε είχε καθορισμένες γραπτές βάσεις, πάνω στις οποίες στηριζόταν. Αυτό που ξεχώριζε τις Βεγίνες από τις μέχρι τότε μοναστικές αδελφότητες ήταν το γεγονός ότι οι ίδιες ήταν αυτοσυντηρούμενες. Πιο συγκεκριμένα, ακριβώς επειδή είχαν διαμορφωθεί με αυτόν τον τρόπο, δεν υπάγονταν σε καμία εξουσία, σε κάποια ηγουμένη, δηλαδή, και εκείνη, με τη σειρά της, δεν υπαγόταν σε κάποιον τοπικό επίσκοπο. Επίσης, οι ίδιες κατοικούσαν συνήθως εντός των ορίων των πόλεων ή στα περίχωρά τους. Οι Βεγίνες που εγκλείονταν σε μοναστήρια ορκίζονταν αγαμία, αλλά μέχρι το 1312 δινόταν η δυνατότητα να ζουν σε δικά τους σπίτια.
Ξεδιπλώνοντας την ιστορία των Βεγινών, αυτό που πρέπει, αρχικά, να γίνει ξεκάθαρο είναι ότι αποτελούνταν μόνο από γυναίκες, οι οποίες για διάφορους λόγους, που θα αναλυθούν παρακάτω, συσπειρώνονται και δημιουργούν μία θρησκευτική κίνηση μέσα στις ίδιες τις μεσαιωνικές πόλεις. Πρόκειται για γυναίκες λαϊκές. Προκειμένου να εξασφαλίσουν τα αναγκαία, για να παραμείνουν στην κοινότητά τους, δραστηριοποιούνται οικονομικά, ενώ η φροντίδα των οικονομικά και κοινωνικά μειονεκτούντων αποτελούσε βασική τους προτεραιότητα. Οι ίδιες απέφυγαν να συγκροτήσουν κάποιον ενιαίο κανόνα, καθώς και να ενταχθούν σε κάποια θρησκευτική τάξη. Το γεγονός ότι οι ίδιες επιλέγουν να ζήσουν στις πόλεις ή στα περίχωρα αυτών και, ταυτόχρονα, να αφοσιωθούν πνευματικά και να αποστραφούν τους εγκόσμιους αντιπερισπασμούς εντείνει το ενδιαφέρον μας για την κοινότητά τους. Ζούσαν μια ερημική ζωή με περισυλλογή, φιλανθρωπία και ευλάβεια. Εξάλλου, με αυτόν τον τρόπο δικαιολογείται και η ρήση του Καισαρίου του Heisterbach ότι αυτή η θρησκευτική ομάδα είναι γοητευτική. Από τον 13ο αιώνα, οι κοινότητες των Βεγινών εξελίσσονται σε μοναστήρια.
Ο τρόπος που αναπτύχθηκαν προκάλεσε το ενδιαφέρον των εκκλησιαστικών προσώπων, τα οποία στέκονταν αμήχανα στα νέα δεδομένα που έφεραν. Οι περιγραφές τους είναι μπερδεμένες και, συχνά, μπορεί να διαπιστώσει κανείς μια προκλητική διάθεση στη γραφή τους. Οι Βεγίνες, βασισμένες στις βιβλικές διδαχές του Ιησού, προσπάθησαν να μιμηθούν τον τρόπο ζωής Του και των Αποστόλων. Η διαβίωση μέσα σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, οι προσευχές και οι επικλήσεις στο θείο, σε συνδυασμό με τραγούδια και επιφωνήματα, τις έκανε να νιώθουν περισσότερο «φωτισμένες». Η προσπάθεια ένωσης με το θείο ερχόταν μέσα από μυστικιστικές πρακτικές, που ανέπτυξαν στο πλαίσιο ενός πνευματικού γάμου, στον οποίο οι ψυχές των Βεγινών θα νυμφεύονταν τον Υιό του Θεού, τον Χριστό.
Διάφορες θέσεις από την επιστημονική κοινότητα έχουν υποστηριχθεί ως προς τους λόγους δημιουργίας της θρησκευτικής κίνησης των Βεγινών. Κάποιοι συσχετίζουν την εμφάνισή τους με τις ευρύτερες οικονομικές, κοινωνικές και θρησκευτικές συνθήκες που επικρατούσαν την περίοδο εκείνη στη βόρεια Ευρώπη. Έτσι, δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν ότι η δημιουργία της θρησκευτικής ομάδας των Βεγινών ήταν απόρροια της νέας δημογραφικής κατάστασης, που δημιουργήθηκε από τους θρησκευτικούς πολέμους στην Ανατολή. Ένα μεγάλο μέρος του ανδρικού πληθυσμού πήρε μέρος στις σταυροφορικές εκστρατείες, αποχωρώντας από τον ευρωπαϊκό χώρο και αυτό είχε ως συνέπεια μία πιο δυναμική παρουσία της γυναίκας στον δημόσιο χώρο. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτή τη θέση, όλο και περισσότερες γυναίκες έπαιζαν έναν πιο σημαντικό ρόλο και το βάρος της οικονομικής δραστηριότητας έπεσε πάνω τους. Αυτό, με τη σειρά του, προκάλεσε ένα ντόμινο αλλαγών.
Η οικονομική ανεξαρτησία έφερε, με τη σειρά της, τη θρησκευτική. Γυναίκες των χαμηλών οικονομικά τάξεων, που δεν μπορούσαν να πληρώσουν το αντίτιμο για την είσοδο στη μοναστική ζωή, τώρα απαιτούν πρόσβαση. Έτσι, λοιπόν, η εμφάνιση των Βεγινών ήταν αποτέλεσμα αυτού του αιτήματος. Από την άλλη, διαφορετικές τοποθετήσεις έρχονται σε αντίθεση με παλαιότερες απόψεις, που υποστήριζαν ότι οι σταυροφορίες προκάλεσαν το πρόβλημα των πολλών άγαμων γυναικών. Με την πάροδο του χρόνου, όλο και περισσότερες γυναίκες αποστρέφονταν τον έγγαμο βίο και δημιουργήθηκε αυτή η λαϊκή θρησκευτική ομάδα, προκειμένου να «νομιμοποιηθεί» αυτή η επιλογή τους. Όσες εντάσσονταν στις Βεγίνες ενθάρρυναν και άλλες γυναίκες να αποφύγουν τις συζυγικές σχέσεις.
Καταλήγοντας, το ενδιαφέρον για τις Βεγίνες έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι αποτέλεσαν μια πρώιμη προσπάθεια των γυναικών να αποκτήσουν πρόσβαση σε μία αφιερωμένη θρησκευτική ζωή ανεξαρτήτως της κοινωνικής προέλευσής τους, αντιτάχθηκαν στους περιορισμούς που η εκκλησία έθετε στην πίστη, αλλά και συσπειρωμένες κατάφεραν να ζήσουν ανεξάρτητες. Παρά τις αντίθετες θέσεις λαϊκών και θρησκευτικών προσώπων, η θρησκευτική ομάδα των Βεγινών κατάφερε να φέρει στο προσκήνιο έναν τρόπο ζωής διαφορετικό από τους έως τότε κρατούντες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Britannica, Beguines. Διαθέσιμο εδώ
- Le Goff, Jacques (1991), Ο Πολιτισμός της μεσαιωνικής Δύσης, μτφρ: Ρίκα Μπενβενίστε, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Βάνιας
- Neel, Carol (1989), “The origins of the Beguines”, Signs 14/2, σελ. 321-341
- Nicholas, David (2013), Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου, μτφρ: Μαριάννα Τζιαντζή, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης
- Nugent, Taylor (2017), Womanly Worshippers: Beguine Spirituality and Methodology in Medieval Europe, Academia.edu. Διαθέσιμο εδώ
- Walter, Simons (2009), “On the margins of religious life: hermits and recluses, penitents and tertiaries, beguines and beghards”, στο: Miri, Rubin & Walter, Simons (επιμ.), The Cambridge History of Christianity, τ. 4, Cambdridge, σελ. 311-323
- Suydam, Mary (2002), “Cities of Ladies: Beguine Communities in the Medieval Low Countries, 1200-1565 (review)”, The Catholic Historical Review 88/4, σελ. 764-765