Του Μάριου-Πέτρου Δελατόλα,
Η χώρα μας, αφού ηττήθηκε στο μέτωπο της Μικράς Ασίας, υπογράφοντας τη Συνθήκη της Λοζάνης, παραιτήθηκε και νομικά από τη Μεγάλη Ιδέα, τον κινητήριο μοχλό πολιτικής –αλλά και εργαλειοποίησης πολιτικών στόχων– για 80 περίπου χρόνια. Η Μεγάλη Ιδέα επηρέαζε την ελληνική πολιτική σκηνή μετά την απελευθέρωση, ενώ σαν σιωπηρός εθνικός πόθος άρχιζε να εκφράζεται μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, το 1453. Ωστόσο, μετά το 1922, η χώρα μας διαχρονικά έχει υπάρξει μια δύναμη συντήρησης του status quo στην περιοχή, δίχως καμία αίσθηση προκλητικότητας και αναθεωρητισμού.
Μετά, λοιπόν, το ταξίδι του Έλληνα πρωθυπουργού στην πρωτεύουσα των Η.Π.Α, η Τουρκία οξύνει συνεχώς τις σχέσεις των δύο χωρών. Είναι ευρέως γνωστό πως η επιθετική ρητορική από πλευράς της τουρκικής πολιτικής ηγεσίας αποδίδει ποσοστιαίες μονάδες στις δημοσκοπήσεις στο εσωτερικό και, συνεπώς, αποτελεί ένα «αξιόπιστο» εργαλείο επανεκλογής για τους Τούρκους πολιτικούς. Η τωρινή κατάσταση, παρόλο που δεν αποτελεί παρθενογένεση, παρουσιάζει κάποιες διαφορές με τα προηγούμενα χρόνια.
Το πρόβλημα ξεκινάει από τη στιγμή που παρατηρείται μια σταδιακή διακοπή επικοινωνίας μεταξύ των δύο κρατών. Στο άμεσο παρελθόν και, ειδικότερα, στην κρίση του 2020, το διαφιλονικούμενο ήταν τα ύδατα της Ανατολικής Μεσογείου, τα οποία η Τουρκία κατά παράβαση της διεθνούς συνθήκης για το Δίκαιο της θάλασσας του 1982, επιχείρησε να αξιοποιήσει. Σε αυτό το σημείο, θα αναλύσουμε και θα αποδομήσουμε τα επιχειρήματα της τουρκικής πλευράς. Αρχικά, κύριο πολιτικό και νομικό επιχείρημα της τουρκικής ρητορικής είναι πως η χώρα δεν έχει προσχωρήσει στη σύμβαση του 1982 για το Δίκαιο της θάλασσας. Το παραπάνω νομικό επιχείρημα δεν πρέπει να εξεταστεί από κάποιον επιπόλαια. Δεν θα υπήρχε κανένα απολύτως νομικό πρόβλημα, εάν τα άρθρα της σύμβασης που επικαλείται η Τουρκία ήταν αποκλειστικά συμβατικού δικαίου. Σε συμβατικού δικαίου άρθρα για να έχει ένα κράτος νομική υποχρέωση προς αυτά, οφείλει είτε να έχει υπογράψει μια σύμβαση είτε να προσχωρήσει μεταγενέστερα σε αυτήν. Τα συγκεκριμένα, όμως, άρθρα που αφορούν την υφαλοκρηπίδα και την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (αρ. 74 και αρ. 83) αποτελούν διατάξεις εθιμικού δικαίου. Πολύ συνοπτικά να αναφέρουμε πως για να δημιουργηθεί μια διάταξη εθιμικού δικαίου, πρέπει να υπάρχει επαναλαμβανόμενη πρακτική μιας κατάστασης από την ποιοτική πλειοψηφία των κρατών, καθώς και η πεποίθηση δικαίου, όταν προβαίνει ένα κράτος σε τέτοια ενέργεια, δηλαδή το λεγόμενο opinio juris.
Η ανάλυση γίνεται, διότι, εκτός και αν υπάρχουν σαφείς συνταγματικοί κανόνες στο Σύνταγμα μιας χώρας που να το απαγορεύουν, οι διατάξεις εθιμικού δικαίου (τις διαπιστώνει το Διεθνές Δικαστήριο) ισχύουν για όλα τα κράτη, ανεξαρτήτως υπογραφής ή προσχώρησης σε οποιοδήποτε νομικό κείμενο, με άλλα λόγια ισχύουν erga omnes και όχι inter partes, όπως εκείνες του συμβατικού. Με τα παραπάνω, καταδεικνύεται η νομική ένδεια των επιχειρημάτων της Τουρκίας, αναφορικά με τα υποτιθέμενα κυριαρχικά της δικαιώματα στην Ανατολική Μεσόγειο. Αφού, λοιπόν, η Ελλάδα προχώρησε, με σωστή και καίρια νομική στρατηγική, σε μερική οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών με την Αίγυπτο, σε απάντηση στο προδήλως παράνομο τουρκολιβυκό μνημόνιο, η τουρκική πλευρά αντιλήφθηκε πως ξεμένει από επιλογές.
Σε μια γρήγορη χρονική μεταφορά στο παρόν, το διαφιλονικούμενο ζήτημα είναι πολύ πιο σοβαρό και διαφορετικό, καθώς μιλάμε πλέον για κυριαρχία. Η ρητορική και οι αξιώσεις της Τουρκίας περί αποστρατιωτικοποίησης των νησιών δεν είναι κάτι καινούριο. Παρατηρούνται τέτοιου είδους δηλώσεις ήδη από το 1974. Αρχικά, η Τουρκία, ως αναθεωρητική δύναμη, δεν έχει μπορέσει να αποδεχτεί το status quo, έτσι όπως αυτό έχει δημιουργηθεί μετά τη Συνθήκη της Λοζάνης του 1923 και τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947. Με βάση, λοιπόν, το γράμμα της Συνθήκης της Λοζάνης (άρθρα 12 και 13) αναγνωρίστηκε απαρέγκλιτα η ελληνική κυριαρχία στα νησιά Χίο, Σάμο, Ικαρία, Μυτιλήνη, Λήμνο και Σαμοθράκη. Με τη σύμβαση της Λοζάνης για τα Στενά και, συγκεκριμένα, με το άρθρο 4, επιβαλλόταν καθεστώς πλήρους αποστρατιωτικοποίησης για τη Λήμνο, τη Σαμοθράκη και τις Λαγούσες. Για τα υπόλοιπα 4, προβλεπόταν καθεστώς μερικής αποστρατιωτικοποίησης. Τα παραπάνω είναι τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί η τουρκική πλευρά.
Ξεκινώντας την αποδόμηση των άνωθεν θέσεων, το πρώτο πράγμα που πρέπει να αναφέρουμε είναι πως με τη Σύμβαση του Μοντρέ για το καθεστώς των Στενών το 1936, καταργήθηκε πλήρως η σύμβαση της Λοζάνης «περί του καθεστώτος των Στενών», που συνοδεύει τη Συνθήκη της Λοζάνης. Συνεπώς, το πρώτο επιχείρημα στερείται νομικής λογικής και είναι νομικά έωλο, με απώτερο σκοπό να καλύψει προσχηματικά μια πολιτική ιμπεριαλιστική διεκδίκηση.
Για τα υπόλοιπα νησιά, η χώρα μας από το 1974 και μετά προβάλει πολύ σωστά τα ακόλουθα επιχειρήματα, με σκοπό να δικαιολογήσει τη στρατιωτικοποίησή τους. Πρώτον, υπάρχει το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας. Με βάση τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, στο άρθρο 2 παράγραφος 4, καταδεικνύεται πως τόσο η επίθεση όσο και η απειλή επίθεσης συνιστούν έκνομες ενέργειες. Εδώ, πρέπει να αναφέρουμε πως το δικαίωμα της νόμιμης άμυνας έχει ισχύ αναγκαστικού δικαίου (jus cogens) έναντι όλων των άλλων διεθνών κανόνων. Δεύτερον, ισχύει ο όρος του rebus sic stantibus, δηλαδή της ριζικής αλλαγής των περιστάσεων.
Το πνεύμα της Συνθήκης της Λοζάνης ήταν να διατηρηθεί η σταθερότητα και η ειρήνη στην περιοχή. Η Τουρκία, αρχικά με την εισβολή και κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας και, εν συνεχεία, με την αναθεωρητική πολιτική που ακολουθεί στο Αιγαίο, που πρόσφατα έχει μετεξελιχθεί σε εθνικιστική υστερία με αφηγήματα περί «Γαλάζιας Πατρίδας» (“Mavi Vatan”), καθώς και με την απειλή πολέμου –casus belli– στο καθόλα νόμιμο δικαίωμα της Ελλάδος για επέκταση της υφαλοκρηπίδας της στα 12 ναυτικά μίλια, τορπιλίζει το πνεύμα της Συνθήκης και αλλάζει ριζικά τις περιστάσεις λόγω αμφισβήτησης του status quo.
Τέλος, υπάρχει και η θεωρία των αντιποίνων. Αν η προπαρασκευή άμυνας από ελληνικής πλευράς συνιστά παράνομη ενέργεια, δηλαδή ακόμα και στο χειρότερο σενάριο που δεν αναγνωρίζονται τα παραπάνω, τότε παύει το έκνομο, διότι είναι αντίποινα για την ανάσχεση της καθόλα παράνομης προπαρασκευής επίθεσης (δημιουργία Στρατιάς Αιγαίου από Τουρκία) που ετοιμάζει, μέσω των απειλών της, η Τουρκία.
Τα παραπάνω συνιστούν νομικές αποδομήσεις που στην πράξη έχουν δευτερεύουσα σημασία. Ο Θουκυδίδης, χιλιάδες χρόνια πριν, μας έχει καταδείξει πως στη σχέση δικαίου και ισχύος θα υπερισχύει πάντα η ισχύς. Στο άναρχο διεθνές σύστημα, τα νομικά/ηθικά επιχειρήματα έχουν αξία, όταν κανένα από τα δύο μέρη δεν είναι ικανό να επιβάλει, μέσω της ισχύoς του, τη θέλησή του στον άλλον. Στο πεδίο αυτό, όπως έχει καταδειχθεί και σε προηγούμενα άρθρα, η Ελλάδα έχει προβεί σε κομβικές ενέργειες. Παρόλα αυτά, ο ελληνικός λαός πρέπει να γνωρίζει πως το ενδεχόμενο ενός θερμού επεισοδίου ή ακόμα και μιας σύγκρουσης δεν είναι απίθανο με τις παρούσες συγκυρίες. Ο Τούρκος ηγέτης, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις στο εσωτερικό της χώρας του, ενδέχεται να χάσει την εξουσία από τη συνασπισμένη αντιπολίτευση. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, με δεδομένη τη δίψα του για εξουσία, χρειάζεται μια εθνική νίκη για να αλλάξει την κατάσταση, την οποία δεν είναι απίθανο να την αναζητήσει και ενάντια στη χώρα μας.
Σαφώς το ενδεχόμενο ενός πολέμου είναι απολύτως απευκταίο από κάθε λογικό και ενσυνείδητο πολίτη, όμως, οφείλουμε να διαφυλάξουμε πάση θυσία την κυριαρχία μας, την επικράτειά μας και τους ανθρώπους μας, αν και όποτε αυτό χρειαστεί. Σε ένα ενδεχόμενο… ραντεβού με την Ιστορία, λοιπόν, η χώρα μας έχει χρέος απέναντι στην ιστορία, στον πολιτισμό και τον λαό της, να επιδείξει σθένος, χαρακτήρα και στρατηγική ευφυία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Τσιριγώτης, Διονύσιος, Νεότερη και Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία Διεθνείς Σχέσεις και Διπλωματία, Αθήνα 2013, Εκδόσεις Ποιότητα.
- Πλατιάς, Αθανάσιος, Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγική στον Θουκυδίδη, Αθήνα 2020, Εκδόσεις Εστία.