Της Δήμητρας Αργυρού,
Το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 του Συντάγματος και ορίζει ότι ο καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, περιλαμβάνει και το δικονομικό δικαίωμα της αποδείξεως.
Οι διατάξεις για τη διαδικασία της αποδείξεως ευρίσκονται στα άρθρα 335 με 465 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Μέσα αποδείξεως, κατά το άρθρο 339 του ΚΠολΔ, είναι τα εξής: η ομολογία, οι μάρτυρες, τα δικαστικά τεκμήρια, η αυτοψία, η πραγματογνωμοσύνη και η εξέταση των διαδίκων, τα έγγραφα και οι ένορκες βεβαιώσεις. Πρέπει να σημειωθεί πως από τα προαναφερθέντα αποδεικτικά μέσα, ορισμένα επιτρέπεται να χρησιμοποιηθούν ελεύθερα σε κάθε δίκη, ενώ άλλα δεν επιτρέπονται καθόλου ή χρησιμοποιούνται με ορισμένους περιορισμούς (π.χ. άρθρο 393 ΚΠολΔ). Τα αποδεικτικά μέσα από την προσαγωγή τους στο δικαστήριο γίνονται κοινά (άρθρο 346 ΚΠολΔ), μπορεί να πραγματοποιηθεί χρήση και να ληφθούν υπόψιν από το δικαστήριο και για την απόδειξη των ισχυρισμών του άλλου διαδίκου.
Επιπροσθέτως, δεν επιτρέπεται η χρήση παράνομων αποκτηθέντων μέσων, σύμφωνα και με τις διατάξεις του άρθρου 19 παρ.3 του Συντάγματος: «Απαγορεύεται η χρήση αποδεικτικών μέσων που έχουν αποκτηθεί κατά παράβαση του άρθρου αυτού και των άρθρων 9 και 9Α.». Ειδικότερα, στα επιμέρους άρθρα διασφαλίζεται η προστασία της κατοικίας, της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του καθενός (άρθρο 9 Συντάγματος) και η προστασία των προσωπικών δεδομένων (άρθρο 9Α Συντάγματος). Σε περίπτωση που χρησιμοποιηθούν τα παράνομα αποδεικτικά μέσα θεωρούνται απαράδεκτα και δεν λαμβάνονται υπόψη. Αντίθετα, εάν απλά δεν πληρούν τους όρους του νόμου, χωρίς αυτό να τα καθιστά παράνομα, μπορούν να συνεκτιμηθούν ελεύθερα από το δικαστήριο (άρθρο 339 ΚΠολΔ).
Τα έγγραφα, περαιτέρω, περιλαμβάνονται στην κατηγορία των υπομνημάτων (ανθρώπινα έργα για τη διατήρηση παρελθόντων γεγονότων). Αυτά διακρίνονται σε επιμέρους κατηγορίες. Αναλυτικότερα, έχουμε έγγραφα:
α) Για απόδειξη νομικών γεγονότων (π.χ. απόδειξη για εξόφληση χρέους) είτε για σύσταση δικαιοπραξίας (π.χ. σύμβαση για σύσταση κυριότητας επί ακινήτου).
β) Δημόσια (έγγραφα καταρτισμένα από υλικά, λειτουργικά και τοπικά, επικυρωμένα από αρμόδιο δημόσιο υπάλληλο, σύμφωνα και με τις νόμιμες διατυπώσεις —άρθρο 438 ΚΠολΔ—) και ιδιωτικά έγγραφα (καταρτισμένα από ιδιώτες με ιδιόχειρη ή ηλεκτρονική υπογραφή —άρθρο 442-ΚΠολΔ, π.χ. τα βιβλία που διατηρούν οι έμποροι, δικηγόροι κτλ.). Ως ιδιωτικά έγγραφα θεωρούνται και οι φωτογραφικές, ή κινηματογραφικές αναπαραστάσεις, οι φωνητικές εγγραφές, όπως και κάθε άλλη μηχανική απεικόνιση (άρθρο 444 ΚΠολΔ).
γ) Πρωτότυπα και αντίγραφα (όσα έγγραφα συντάχθηκαν κατά απομίμηση του πρωτοτύπου, αλλά μπορούν να επικυρωθούν από αρμόδιο υπάλληλο, ο οποίος θα βεβαιώνει την ακρίβεια της αντιγραφής).
Τα έγγραφα δεν θα πρέπει να είναι τεμαχισμένα, τρυπημένα, ή διαγραμμένα, δεν πρέπει να έχουν ξυσίματα, εξαλείψεις και απαιτείται να είναι ευανάγνωστα. Διαφορετικά, θα τεκμαίρεται ότι έχουν γίνει για σκοπό εκμηδενίσεως της αποδεικτικής τους αξίας, μέχρι αποδείξεως του αντιθέτου (άρθρο 433 ΚΠολΔ). Ακόμη, εάν κάποιος δεν διαθέτει ουσιώδες για τη δίκη έγγραφο, μπορεί να το ζητήσει από τον αντίδικο ή κάποιον τρίτο, εφόσον το κατέχει ο τελευταίος. Μάλιστα, εάν ο κάτοχος του εγγράφου αρνείται αδικαιολόγητα και δεν συντρέχει σπουδαίος λόγος, μπορεί να υποχρεωθεί ως προς την επίδοσή/επίδειξή του με δικαστική απόφαση, είτε με παρεμπίπτουσα αγωγή, αν πρόκειται για τρίτον.
Στην τωρινή εποχή της τεχνολογίας, η αυξανόμενη υλοποίηση των συναλλαγών με ηλεκτρονικά μέσα έχει οδηγήσει στη συσσώρευση ηλεκτρονικού υλικού που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως αποδεικτικό μέσο. Ωστόσο, υπάρχουν αμφιβολίες και διχογνωμία στην ελληνική νομολογία και θεωρία ως προς το τι μπορεί να οριστεί ως «ηλεκτρονικό έγγραφο», αλλά και την αποδεικτική ισχύ που αυτό θα διαθέτει. Κατά μία άποψη, το ηλεκτρονικό υλικό που βρίσκεται αποθηκευμένο ως δεδομένο σε υπολογιστή (π.χ. στον σκληρό του δίσκο) δεν θεωρείται έγγραφο διότι βρίσκεται στη γλώσσα του Η/Υ και κάτι τέτοιο θα αλλοίωνε την «παραδοσιακή» έννοια του εγγράφου, όπως την γνωρίζουμε έως σήμερα.
Παρόλα αυτά, η πληθώρα ηλεκτρονικού υλικού δεν αφήνει περιθώρια, παρά να συνεκτιμήσουμε και τα ηλεκτρονικά έγγραφα. Το ηλεκτρονικό έγγραφο, ωστόσο, δεν θα πρέπει να εκτυπωθεί, αλλά να διατηρηθεί στον υπολογιστή για να θεωρηθεί ως πρωτότυπο. Εφόσον εκτυπωθεί, θα πρόκειται για απλό αντίγραφο. Για να προσκομίσουμε ένα γνήσιο αντίγραφό του και όχι μια απλή φωτοτυπία, θα πρέπει να το επικυρώσουμε, όπως προαναφέραμε, σύμφωνα με το άρθρο 453 ΚΠολΔ. Σε αυτό το σημείο, κρίνεται αναγκαίο να κάνουμε αναφορά στην υπ’ αριθμόν 1327/2001 διαταγή πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Σύμφωνα με αυτήν, απαιτείται προσκομιδή επικυρωμένων, από πληρεξούσιο δικηγόρο, αντιγράφων των μηνυμάτων των συμβαλλομένων, που εμπεριέχονται στον σκληρό δίσκο ηλεκτρονικού υπολογιστή. Την άποψη ότι το εκτυπωμένο ηλεκτρονικό έγγραφο θεωρείται αντίγραφο, εκτός αν επικυρωθεί, ασπάζεται και ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αριθμόν 1628/2003 απόφασή του.
Αξιοσημείωτη είναι η υπ΄αριθμ’ 16/2020 ΕιρΘεσ απόφαση ασφαλιστικών μέτρων, η οποία υιοθετεί μια διαφορετική άποψη. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι η εκτύπωση της ηλεκτρονικής δήλωσης μίσθωσης από τον διαδικτυακό τόπο της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ), συνιστά πρωτότυπο ηλεκτρονικό έγγραφο, καθώς προέρχεται από μηχανική απεικόνιση υπολογιστή και επομένως δεν χρήζει επικυρώσεως.
Τέλος, η ύπαρξη του άρθρου 444 αρ.3 ΚΠολΔ λειτούργησε ως λύση για την έλλειψη ιδιόχειρης υπογραφής επί ηλεκτρονικών εγγράφων προς απόδειξη ηλεκτρονικού υλικού. Σήμερα, βέβαια, χρησιμοποιείται ευρέως και η γνωστή «ασφαλής προηγμένη ηλεκτρονική υπογραφή». Η Οδηγία 93/1993/ΕΚ και το αντίστοιχο άρθρο 3 του Π.Δ 151/2003 ορίζουν ότι η ηλεκτρονική υπογραφή βασίζεται σε αναγνωρισμένο πιστοποιητικό και επέχει θέση ιδιόχειρης υπογραφής. Εξισώνονται, δηλαδή, τα ηλεκτρονικά έγγραφα με ιδιωτικά έγγραφα με ιδιόχειρη υπογραφή κατά το άρθρο 443 ΚΠολΔ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ν. Κ. Κλαμαρής- Σ. Ν. Κουσούλης – Σ. Σ. Πανταζόπουλος, Πολιτική Δικονομία, Γ’ έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2016
- Η έννοια του πρωτότυπου ηλεκτρονικού εγγράφου επ’ αφορμής έκδοσης της υπ’ αριθμ’ 16/2020 Απόφασης του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, διαθέσιμο εδώ