Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, με τον Γερμανό Καγκελάριο, Όλαφ Σόλτς, την περασμένη Τρίτη, στις Βρυξέλλες, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, εντάσσεται στην επιδίωξη της σύμπτυξης μιας νέας, ευρείας, αμυντικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών. Το περιεχόμενο της συνάντησης ήταν ποικίλο: περιελάμβανε, κατ’ αρχάς, την ενημέρωση της γερμανικής πλευράς για τις τελευταίες εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά. Εκεί όπου η ένταση οξύνεται εκ νέου, με τις εμπρηστικές δηλώσεις του Ερντογάν και λοιπών πολιτικών παραγόντων της γείτονος.
Η διεθνοποίηση του ζητήματος της τουρκικής προκλητικής και παραβατικής συμπεριφοράς αποτελεί, αυτήν τη στιγμή, βασικό πυλώνα της ελληνικής στρατηγικής. Έγινε σαφές με τις δηλώσεις Μητσοτάκη, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στις ΗΠΑ, και εμπεδώνεται πλέον με την προσπάθεια κοινοποίησης των πολλαπλών διαστάσεων του προβλήματος σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Στόχος, σε πρώτη φάση, η δημιουργία κλίματος αλλαγής στάσης κομβικών παραγόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η μετακίνησή τους από τη λογική των «ίσων αποστάσεων» σε αυτή της εκπλήρωσης της υποχρέωσής τους να στηρίξουν το μέλος της Ε.Ε. και αξιόπιστο σύμμαχό τους.
Περαιτέρω, στο διμερές επίπεδο, η συμφωνία Ελλάδος και Γερμανίας, αναφορικά με τη λεγομένη «κυκλική παράδοση όπλων», θέτει τις δύο πλευρές σε ένα βαθύτερο, αλλά και πιο περίπλοκο επίπεδο συνεργασίας: Η Γερμανία είναι απρόθυμη ως προς την αποστολή βαρέως οπλισμού στην Ουκρανία, προς ενίσχυση της δεύτερης έναντι της ρωσικής εισβολής. Έτσι, όπως έπραξε και με την Τσεχία, προτείνει την αποστολή παλαιών αρμάτων μάχης, ανατολικογερμανικής κατασκευής, τα οποία περιήλθαν στην κατοχή της χώρας μας κατά τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1990 και την κατάρρευση του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Πρόκειται για τεθωρακισμένα παρωχημένης τεχνολογίας και ασύμφορα ως προς τα έξοδα για την απαιτούμενη συντήρησή τους. Ως αντάλλαγμα, προβλέπεται η αντικατάσταση αυτών με νεότερα τεθωρακισμένα οχήματα μάχης, επίσης γερμανικής κατασκευής.
Εκ πρώτης όψεως, θα έσπευδε κάποιος να κάνει λόγο για μια συμφωνία αμοιβαία επωφελή: αφενός, η Γερμανία βρίσκει τρόπο να συμμετάσχει, έστω και εμμέσως, στον περαιτέρω εξοπλισμό της Ουκρανίας, όπως έχει συμφωνηθεί σε επίπεδο δυτικής συμμαχίας. Προφανώς, επίσης, θα έχει και οικονομικά οφέλη από όλη αυτήν τη διαδικασία. Αφετέρου, η Ελλάδα εμφανίζεται αξιόπιστη απέναντι στους συμμάχους της, ούσα πιστή στην κοινή στρατηγική Ευρώπης-ΗΠΑ σε σχέση με το ουκρανικό ζήτημα. Έτσι, μπορεί να επικαλεστεί την προσήλωσή της αυτή ζητώντας στήριξη στα φλέγοντα ζητήματα ενώπιον των οποίων βρίσκεται, με προεξάρχοντα αυτά των ελληνοτουρκικών. Ακόμη, επιτυγχάνει τον εκσυγχρονισμό του εξοπλισμού της, με την παραχώρηση των παλαιών αρμάτων μάχης και την προμήθεια των νέων.
Με μια δεύτερη ανάγνωση, όμως, αντιλαμβάνεται κάποιος ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο ρόδινα: κατ’ αρχάς, εντοπίζεται έλλειμμα ενημέρωσης των πολιτικών δυνάμεων και της κοινής γνώμης για τη συμφωνία αυτή, κάτι το οποίο, εκ των πραγμάτων, προδιαθέτει αρνητικά. Δεύτερον, θα πρέπει να υπάρξει μια δημόσια επιχειρηματολογία εκ μέρους της Κυβέρνησης, προκειμένου να πειστούμε ότι η συγκεκριμένη κίνηση όντως προάγει τα συμφέροντα της χώρας, χωρίς τα «ψιλά γράμματα» να κάνουν την επώδυνη διαφορά. Ποιο θα είναι, συγκεκριμένα, το οικονομικό όφελος για τη χώρα από τη συγκεκριμένη «ανταλλαγή»; Πώς τεκμηριώνεται το αμυντικό – επιχειρησιακό πλεονέκτημα, που, κατά τους θιασώτες της συμφωνίας, αποκτά η χώρα; Θα υπάρξει ένα απολύτως διαφανές σύστημα ως προς τους εξοπλισμούς ή μετά από λίγα χρόνια θα γίνουμε γνώστες φαινομένων διαφθοράς, όπως στο παρελθόν;
Φρεγάτες και αεροσκάφη από τη Γαλλία, αεροσκάφη από τις ΗΠΑ, τώρα τεθωρακισμένα από τη Γερμανία. Άκρως απαραίτητα όλα τους, μακάρι να έχουμε τη δυνατότητα να εξοπλιστούμε ακόμα καλύτερα, καθώς οι κίνδυνοι για τη χώρα μας είναι μεγάλοι και δεν επιτρέπουν εφησυχασμό. Μοιραία, όμως, συνεπάγονται πολλά και μεγάλα deals και η Ελληνική Κυβέρνηση θα πρέπει να αποδείξει ότι οι κίνδυνοι που αυτά συνεπάγονται για το δημόσιο συμφέρον μπορούν να αντιμετωπιστούν αξιόπιστα. Επιπλέον, οφείλει η Κυβέρνηση να εξηγήσει τι ήταν αυτό που προκάλεσε τη διαφοροποίηση από την αρχική στάση της σε ό,τι έχει να κάνει με την εμπλοκή της χώρας στον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Μέχρι πρότινος, η αίσθηση που επικρατούσε ήταν ότι η παροχή πολεμικού υλικού στην ουκρανική πλευρά, θα περιοριζόταν στην ήδη περατωθείσα αποστολή ελαφρού οπλισμού (παλαιών, κατασχεμένων τυφεκίων κ.λπ.). Μάλιστα, ακόμη και κυβερνητικές πηγές έδιναν έμφαση στον συμβολικό χαρακτήρα της παραχώρησης στην Ουκρανία πολεμικού υλικού, που σαφώς δεν θα μπορούσε να κάνει τη διαφορά στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις εισβολής του Βλάντιμιρ Πούτιν, αλλά θα εξέπεμπε το μήνυμα ότι η Ελλάδα βρίσκεται σταθερά στο πλευρό της διεθνούς νομιμότητας.
Είναι, επομένως, πολλά αυτά που μένει να αποσαφηνιστούν. Βασικός γνώμονας όλων όσοι εμπλέκονται στη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής της χώρας οφείλει να είναι η προάσπιση του εθνικού μας συμφέροντος. Η Ελλάδα οφείλει να είναι άρτια εξοπλισμένη σε στρατιωτικό επίπεδο και μέτοχος σε ισχυρές συμμαχίες στο διπλωματικό πεδίο. Για όποιον διαθέτει εθνική και πατριωτική συνείδηση δεν χωρούν σε αυτά τα θέματα ούτε κυβερνητικές ακροβασίες ούτε αντιπολιτευτικός λαϊκισμός.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Συνάντηση Μητσοτάκη – Σολτς: Στήριξη έναντι της τουρκικής προκλητικότητας ζήτησε ο πρωθυπουργός, m.naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ