Του Αλέξανδρου Κομπή,
Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία είναι μια γενετική κληρονομική ασθένεια η οποία χαρακτηρίζεται από διαταραχές στον μεταβολισμό της χοληστερόλης και διάφορων άλλων λιπιδίων και οφείλεται σε μεταλλάξεις που εντοπίζονται στο γονίδιο του υποδοχέα της LDL (γονίδιο LDLR). Οι μεταλλάξεις που εμφανίζονται στο συγκεκριμένο γονίδιο, παρουσιάζουν μεγάλη ετερογένεια και κατανέμονται σε όλο το μήκος του, ενώ η συχνότητα εμφάνισης της νόσου στον πληθυσμό είναι αρκετά μεγάλη. Η οικογενής υπερχοληστερολαιμία κληρονομείται με αυτοσωμικό επικρατές πρότυπο κληρονόμησης και οι απόγονοι ενός προσβεβλημένου γονέα έχουν 50% πιθανότητα να κληρονομήσουν το μεταλλαγμένο γονίδιο.
Φυσιολογικά, ο υποδοχέας της LDL είναι μια διαμεμβρανική γλυκοπρωτεΐνη, η οποία εκφράζεται στα περισσότερα σωματικά κύτταρα και έχει ως βασική λειτουργία την ενδοκυττάρωση της χοληστερόλης, η οποία κυκλοφορεί στο πλάσμα και είναι απαραίτητη για την κατασκευή κυτταρικών μεμβρανών και την εκτέλεση άλλων παρόμοιων διεργασιών. Η χοληστερόλη είναι ένα σημαντικό λιπίδιο το οποίο είτε λαμβάνεται μέσω της τροφής είτε συντίθεται εκ νέου από το ήπαρ και το έντερο. Στη συνέχεια, εισάγεται στην κυκλοφορία του αίματος, προκειμένου να καλυφθούν οι ανάγκες των κυττάρων που δεν παράγουν χοληστερόλη.
Η χοληστερόλη στο πλάσμα είναι συνδεδεμένη με λιποπρωτεΐνες χαμηλής πυκνότητας (LDL), οι οποίες μεταφέρουν τη χοληστερόλη στους περιφερικούς ιστούς που έχουν ανάγκη. Η εισαγωγή της χοληστερόλης στα κύτταρα, πραγματοποιείται με τη σύνδεση των λιποπρωτεϊνών στον υποδοχέα LDL. Οι μεταλλάξεις στο γονίδιο LDLR έχουν ως αποτέλεσμα την παραγωγή δυσλειτουργικών υποδοχέων ή την πλήρη απουσία υποδοχέων, γεγονός το οποίο οδηγεί σε αυξημένη συγκέντρωση της LDL στο πλάσμα. Η αύξηση της συγκέντρωσης προκαλεί συσσώρευση χοληστερόλης στα επιθηλιακά κύτταρα που βρίσκονται μέσα στα αιμοφόρα αγγεία. Η περίσσεια της LDL οξειδώνεται και μπορεί να προκαλέσει φλεγμονώδη απόκριση από το ανοσοποιητικό σύστημα. Η οξειδωμένη LDL παραλαμβάνεται από τα μακροφάγα τα οποία μετατρέπονται σε αφρώδη κύτταρα και παγιδεύονται ανάμεσα στα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων συμβάλλοντας στον σχηματισμό αθηροσκληρωτικών πλακών. Οι πλάκες αυτές στενεύουν τον αυλό των αιμοφόρων αγγείων και συμβάλλουν στην ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου. Επιπροσθέτως, οι υποδοχείς LDL, οι οποίοι εντοπίζονται και στο ήπαρ, ρυθμίζουν τον σχηματισμό της χοληστερόλης μέσω ανατροφοδοτικής αναστολής και καθορίζουν το ποσοστό κάθαρσης της από τον οργανισμό.
Το πιο χαρακτηριστικό εύρημα στα άτομα που πάσχουν από οικογενή υπερχοληστερολαιμία είναι η αυξημένη συγκέντρωση στης LDL στο πλάσμα του αίματος. Τα επίπεδα της LDL είναι πολύ υψηλότερα σε σχέση με τα φυσιολογικά επίπεδα και υποδεικνύουν την ύπαρξη της νόσου. Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις οι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν τοξοειδή κερατοπάθεια και ξανθώματα στους τένοντες. Τα ξανθώματα είναι οζίδια χοληστερόλης τα οποία καθίστανται εμφανή λόγω της συσσώρευσης χοληστερόλης κάτω από το δέρμα και τους τένοντες. Σε προχωρημένο στάδιο μπορεί να εμφανιστεί υποτροπιάζουσα μη προοδευτική πολυαρθρίτιδα και τενοντοθυλακίτιδα, ενώ όλοι οι ασθενείς παρουσιάζουν δια βίου αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης στεφανιαίας νόσου και άλλων καρδιαγγειακών παθήσεων. Γενικότερα, έχει παρατηρηθεί πως τα συμπτώματα της νόσου οξύνονται με την πάροδο της ηλικίας. Η διάγνωση πραγματοποιείται με αιματολογικές εξετάσεις, κλινική εξέταση και λήψη οικογενειακού ιστορικού. Το οικογενειακό ιστορικό είναι μείζονος σημασίας, καθώς η ασθένεια εμφανίζεται κυρίως σε μέλη της ίδιας οικογένειας. Σε ορισμένες περιπτώσεις, και για την επιβεβαίωση της διάγνωσης, χρησιμοποιούνται μοριακές μέθοδοι ανάλυσης γενετικού υλικού, οι οποίες έχουν μεγαλύτερη ακρίβεια και ανιχνεύουν τις υπεύθυνες μεταλλάξεις.
Η θεραπευτική προσέγγιση που υιοθετείται για την αντιμετώπιση της νόσου, είναι κυρίως η χορήγηση φαρμακευτικών σκευασμάτων, τα οποία έχουν ως στόχο να μειώσουν τα επίπεδα της LDL στο πλάσμα. Τα συγκεκριμένα φάρμακα διεγείρουν την παραγωγή περισσότερων υποδοχέων LDL. Η παραγωγή υποδοχέων είναι άμεσα συνδεδεμένη με τις ανάγκες του κυττάρου για χοληστερόλη. Όταν μειώνονται τα επίπεδα της διαθέσιμης χοληστερόλης, τα κύτταρα αυξάνουν την παραγωγή υποδοχέων με σκοπό να καλύψουν τις ανάγκες τους. Τα επίπεδα της χοληστερόλης μειώνονται υπό την επίδραση των φαρμάκων με δύο τρόπους. Πρώτον, μειώνεται η εντερική απορρόφηση των χολικών αλάτων, καθώς τα χολικά άλατα μεσολαβούν την απορρόφηση της χοληστερόλης από τις τροφές και εφόσον αναστέλλουν την εκ νέου σύνθεση της χοληστερόλης.
Η εντερική απορρόφηση των χολικών αλάτων αναστέλλεται με τη λήψη φορτισμένων θετικών πολυμερών, όπως η χοληστυραμίνη, τα οποία αλληλεπιδρούν με τα χολικά άλατα και εμποδίζουν την απορρόφηση τους. Η αναστολή της σύνθεσης της χοληστερόλης πραγματοποιείται με τη χορήγηση στατινών. Οι στατίνες περιορίζουν τη δράση της αναγωγάσης του 3-υδροξυ-3-μεθυλογλουταρυλο-CoA, ένα σημαντικό ένζυμο το οποίο καταλύει και ρυθμίζει τη βιοσύνθεση της χοληστερόλης. Σε ακραίες περιπτώσεις πραγματοποιείται αφαίρεση της LDL από το πλάσμα και μεταμόσχευση ήπατος, καθώς ο κύριος ρυθμιστής του μεταβολισμού της χοληστερόλης είναι το ήπαρ. Επιπλέον, η ειδική δίαιτα χαμηλή σε λίπη και χοληστερόλη μπορεί να λειτουργήσει επικουρικά σε ασθενείς με οικογενή υπερχοληστερολαιμία. Σχετικά με την διατροφή, έχει παρατηρηθεί ότι η κατανάλωση κορεσμένων λιπαρών οξέων αυξάνει τη συγκέντρωση της LDL στο αίμα, ενώ η κατανάλωση ακόρεστων λιπαρών οξέων έχει ευεργετικές ιδιότητες.
Παρόλα αυτά, σε όλες τις περιπτώσεις τα επίπεδα της χοληστερόλης στο πλάσμα θα πρέπει να ελέγχονται τακτικά και να διατηρούνται σε φυσιολογικά επίπεδα, με σκοπό την πρόληψη εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων, ως συνεπειών της αθηρωμάτωσης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Jeremy M. Berg, John L. Tymoczko, Gregory J. Gatto Jr, Lubert Stryer, Bιοχημεία, 8η έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Κρήτη, 2015
- John W. Baynes, Marek H. Dominiczak, Ιατρική Βιοχημεία, 5η έκδοση, Επιστημονικές Εκδόσεις Παρισιάνου, Αθήνα, 2019
- Robert L. Nussbaum, Roderick R. McInnes, Huntington F. Willard, Ιατρική Γενετική, 2η ελληνική έκδοση, Broken Hill Publishers Ltd, Κύπρος, 2011