Της Βικτώριας Βενιού,
Οι ένορκοι στο δικαστήριο συνιστούν μια γνώριμη εικόνα, ωστόσο δεν παύει να πρόκειται για έναν αμφιλεγόμενο θεσμό που χρήζει περαιτέρω ανάλυσης για την διαπίστωση της αποτελεσματικότητάς του. Οι απόψεις διίστανται, ως προς την αναγκαιότητα ύπαρξής του στα ποινικά δικαστήρια. Προκειμένου να διατυπώσει κανείς μια ολιστική θεώρηση επί του ζητήματος, οφείλει να εξετάσει τις καταβολές του εν λόγω θεσμού και τις θέσεις των υπερμάχων και των κατακριτών του.
Ο θεσμός των ενόρκων και μάλιστα υπό την αμιγή μορφή του πρωτοεμφανίστηκε στην Αγγλία κατά τον 12ο αιώνα και εν συνεχεία στη Γαλλία, όπου αναδείχθηκε στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης του 1789. Συγκεκριμένα, κρίθηκε επιτακτική η ανάγκη της συμμετοχής λαϊκών δικαστών στην διαδικασία της δίκης, λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης των πολιτών απέναντι στην δικαστική αρχή που αποτελείτο κατά μείζονα λόγο από εύπορους δικαστές, που υπηρετούσαν το καθήκον τους με γνώμονα τα συμφέροντα του μονάρχη, ή εξέδιδαν αποφάσεις δίχως ειδική αιτιολογία και εγγυήσεις. Εφεξής, το ορκωτό σύστημα άρχισε να εξαπλώνεται σε όλον τον κόσμο.
Ειδικότερα, στην ελληνική έννομη τάξη ο θεσμός των ενόρκων ψηφίστηκε για πρώτη φορά στην Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας το 1827, αλλά αναγνωρίστηκε μεταγενέστερα από το Σύνταγμα του 1844. Τα αμιγώς ορκωτά δικαστήρια στη χώρα μας λειτούργησαν ως κακουργιοδικεία, δηλαδή δικαστήρια όπου εκδικάζονται κακουργήματα. Σταδιακά και με πλείονες –αντισυνταγματικούς– νόμους άρχισε να υποχωρεί η αρμοδιότητα των ορκωτών δικαστηρίων με την υπαγωγή ορισμένων κακουργημάτων στην αρμοδιότητα τακτικών δικαστών του Εφετείου. Οι διαδικασίες αυτές κατέληξαν στην διατύπωση του ισχύοντος άρθρου 97 του Συντάγματος που ορίζει: «1. Τα κακουργήματα και τα πολιτικά εγκλήματα δικάζονται από μικτά ορκωτά δικαστήρια που συγκροτούνται από τακτικούς δικαστές και ενόρκους, όπως νόμος ορίζει. Οι αποφάσεις των δικαστηρίων αυτών υπόκεινται στα ένδικα μέσα που ορίζει ο νόμος. 2. Κακουργήματα και πολιτικά εγκλήματα, που με συντακτικές πράξεις, ψηφίσματα και ειδικούς νόμους έχουν υπαχθεί έως την ισχύ του Συντάγματος στη δικαιοδοσία των εφετείων, εξακολουθούν να δικάζονται από αυτά, εφόσον δεν υπαχθούν με νόμο στην αρμοδιότητα των μικτών ορκωτών δικαστηρίων. Με νόμο μπορεί να υπαχθούν στη δικαιοδοσία των ίδιων εφετείων και άλλα κακουργήματα. 3. Τα εγκλήματα κάθε βαθμού που διαπράττονται δια του τύπου υπάγονται στα τακτικά ποινικά δικαστήρια, όπως νόμος ορίζει».
Σήμερα, τα μικτά ορκωτά δικαστήρια δικάζουν ελάχιστα κακουργήματα και ως επί το πλείστον ανθρωποκτονίες που τελούνται με πρόθεση.
Η συμμετοχή λαϊκών δικαστών στα ποινικά δικαστήρια παρουσιάζει προτερήματα, αλλά και μειονεκτήματα.
Ως προς την άποψη που τάσσεται υπέρ της συμβολής ενόρκων στην ποινική ακροαματική διαδικασία, μπορούν να παρατηρηθούν τα ακόλουθα. Αρχικά, οι ένορκοι αντιπροσωπεύουν τον μέσο κοινωνικό άνθρωπο και λόγω αυτού καθίστανται κατάλληλοι να διαγνώσουν τον τρόπο που θα έπραττε κάποιος όμοιός τους. Για παράδειγμα, ένα από τα πιο κρίσιμα και δυσεπίλυτα ζητήματα της ποινικής δίκης είναι η απάντηση στο ερώτημα: «Μπορεί να καταλογιστεί η άδικη πράξη που εξετάζεται στην ενοχή του δράστη;». Η σύμπραξη των λαϊκών δικαστών στην προαναφερθείσα περίπτωση επικουρεί σημαντικά το έργο του Δικαστηρίου. Παράλληλα, οι ένορκοι αντιμετωπίζουν την διαδικασία στο ακροατήριο ως κάτι πρωτοφανές, εστιάζουν με αμέριστη προσοχή και διακρίνουν λεπτομέρειες. Αντίθετα, ο τακτικός δικαστής ενδέχεται να γενικεύσει ή να θεωρήσει ένα συμβάν ως ήσσονος σημασίας, λόγω του πλήθους και της παρόμοιας φύσης των υποθέσεων που αναλαμβάνει. Τέλος, όσον αφορά την εκδίκαση βαρύτερων εγκλημάτων και συνακόλουθα την ανάληψη της ευθύνης για επιδίκαση ανάλογων ποινών κρίνεται αναγκαίο να υπηρετείται άμεσα η αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, μέσω δηλαδή της συνεργασίας τακτικών και λαϊκών δικαστών στην ακροαματική διαδικασία.
Εντούτοις, ο θεσμός των λαϊκών δικαστών δεν στερείται μειονεκτημάτων που είναι πιθανόν να δυσχεράνουν τη διαδικασία στο ποινικό ακροατήριο. Καθίσταται πρόδηλο πως οι ένορκοι δεν διαθέτουν τεχνικές νομικές γνώσεις και ως εκ τούτου αδυνατούν να συγκεκριμενοποιήσουν αόριστες νομικές έννοιες, να διατυπώσουν έναν άρτιο νομικό συλλογισμό επί του οποίου θα στηρίξουν την απόφασή τους και θα καταλήξουν σε μια ετυμηγορία. Αναντίρρητα, έννοιες καίριες για την έκβαση της δίκης, αλλά συγχρόνως δυσδιάκριτες, όπως η έμμεση αυτουργία και η ηθική αυτουργία δεν παύουν να ταλανίζουν ενίοτε και τους ίδιους τους δικαστικούς λειτουργούς. Περαιτέρω, αν αναλογιστεί κανείς τη δημοσιογραφική κάλυψη ορισμένων υποθέσεων, τον καταιγισμό πληροφοριών από τα ΜΜΕ, αλλά και την επιδεξιότητα που συχνά αγγίζει τα όρια της δολιότητας των συνηγόρων συμπεραίνει πως αποτελούν παράγοντες που δικαιολογημένα επηρεάζουν τους ενόρκους, οι οποίοι δεν διαθέτουν την πείρα να αξιολογήσουν τις εν λόγω συμπεριφορές. Αυτόθροη συνέπεια των παραπάνω, αποτελεί η απροσδόκητη ετυμηγορία των ενόρκων.
Σαφέστατα, αμφότερες απόψεις περιβάλλονται από πλήθος ορθών επιχειρημάτων. Ακόμα, διαπιστώνεται πως η υιοθέτηση του θεσμού των ενόρκων κατά την Γαλλική Επανάσταση αποτέλεσε σημαντική διεκδίκηση και αποτελεσματική λύση απέναντι στο μοναρχικό καθεστώς. Ο ρόλος του όμως και η αποδοτικότητά του στην συντεταγμένη πολιτεία παραμένει αμφίβολος. Απαιτείται να αναζητηθεί μια «Χρυσή Τομή», η οποία θα αποτελέσει εγγύηση της ορθής απονομής της ποινικής δικαιοσύνης και όχι τροχοπέδη της. Η ύπαρξη μικτών ορκωτών δικαστηρίων στην ελληνική έννομη τάξη που εκδικάζουν περιορισμένο, αλλά σαφώς ορισμένο αριθμό κακουργημάτων αποτελεί μια μέση λύση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, Θεμελιώδεις Έννοιες της ποινικής δίκης, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα, 2020
-
Ένορκοι στην ποινική δίκη: Ελπίδα του ενόχου και αγωνία του αθώου;, διαθέσιμο εδώ