Της Δήμητρας Βαξεβάνη,
Ο Αγησίλαος Β΄ εύλογα θεωρείται μία από τις σπουδαιότερες πολιτικές προσωπικότητες της Σπάρτης. Γεννήθηκε το 444 π.Χ. στην Αρχαία Σπάρτη, ενώ το τέλος της ζωής του τον βρήκε στην Κυρήνη το 360 π.Χ., σε ηλικία μόλις 45 ετών. Συμμετείχε σε επιτυχείς εκστρατείες για την Ελλάδα, αναδεικνύοντας τις αρετές του με κάθε ευκαιρία.
Όσον αφορά την οικογένειά του, πατέρας του υπήρξε ο Αρχίδαμος Β’, γνωστός βασιλιάς της Σπάρτης και μητέρα του η Ευπολία. Επίσης, είχε δύο αδέρφια, την Κυνίσκα και τον Άγη Β΄. Γνωρίζουμε ότι εφόσον ο Άγης Β’ ήταν μεγαλύτερος από τον Αγησίλαο, δικαίως θα λάμβανε τον θρόνο ως πρωτότοκος υιός. Ο λόγος που ο Αγησίλαος έγινε, τελικά, βασιλιάς της Σπάρτης ήταν διότι ο Λεωτυχίδης, γιος του Άγη, δεν θεωρήθηκε γνήσιο τέκνο του, αλλά απόγονος του Αλκιβιάδη. Επομένως, ο Αγησίλαος μετά τον θάνατο του αδερφού του, Άγη Β΄, έλαβε τα ηνία της εξουσίας. Έπειτα, ο Αγησίλαος σύναψε γάμο με την Κλεόρα, με την οποία απέκτησε τρία τέκνα.
Παρόλο που δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες για την παιδική του ηλικία, είναι αποδεκτό ότι έλαβε την τυπική εκπαίδευση της Σπάρτης και, μάλιστα, υπήρξε δεινός ομιλητής με ιδιαίτερη σύνεση και φιλοτιμία, χαρακτηριστικά που τον έκαναν να ξεχωρίσει στα μάτια του Λυσάνδρου και να τον πάρει ως ευνοούμενό του. Ωστόσο, αρκετές πηγές τονίζουν πως ο Αγησίλαος ήταν κοντός ως προς το ανάστημα και είχε ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό ένα κοντύτερο πόδι, πράγμα που τον καθιστούσε κουτσό.
Την άνοιξη του 396 π.Χ., κυκλοφόρησε στην Ελλάδα η φήμη ότι οι Πέρσες ετοίμαζαν στρατό και στόλο, για να εκστρατεύσουν εναντίον των Ελλήνων. Αμέσως, οι Έλληνες συγκάλεσαν συνέλευση, με στόχο να προετοιμαστούν κατάλληλα για τον πόλεμο που επρόκειτο να ξεσπάσει. Τότε, ο Αγησίλαος, θέλοντας να προλάβει την πανωλεθρία, αναλογίζεται ότι έπρεπε να συγκροτήσει συμμαχία. Απαιτεί να του σταλούν 30 Σπαρτιάτες σύμβουλοι, 2.000 νεοδαμώδεις και 6.000 σύμμαχοι, ώστε να εκστρατεύσει πρώτος αυτός στη Μ. Ασία με επιτυχία.
Αρχικά, μετέβη στον Γεραιστό, για να επανδρώσει πλήρως τα στρατεύματά του, κι έπειτα, να πλεύσει με ασφάλεια στην Έφεσο. Αφού έφτασε στην Έφεσο, ο Τισσαφέρνης –σατράπης της Λυδίας– έστειλε άνδρες, για να μάθει την αιτία της έλευσής του εκεί. Ο Αγησίλαος ευχαρίστως αποκρίθηκε πως επιδίωκε να αυτονομηθούν οι πόλεις της Μ. Ασίας, καθώς αυτονομημένες είναι και οι πόλεις της Ελλάδας. Έτσι, ο Αγησίλαος μαζί με τον Τισσαφέρνη συμφώνησαν να κάνουν τρίμηνη ανακωχή. Μάλιστα, ο Τισσαφέρνης υποσχέθηκε ότι θα πείσει τον βασιλιά Αρταξέρξη για την αυτονομία των πόλεων, όμως, γρήγορα αθέτησε την υπόσχεσή του.
Τότε, ο Αγησίλαος προσποιήθηκε πως κινείται προς την Καρία, όμως, πραγματικός προορισμός του ήταν η Φρυγία. Οι Πέρσες, λοιπόν, με αρχηγό τον Τισσαφέρνη –έχοντας πέσει στην πλεκτάνη του Αγησιλάου– παρέταξαν το στράτευμά τους στην κοιλάδα του Μαιάνδρου ποταμού. Ο Αγησίλαος με μεγάλη ευκολία και χωρίς εμπόδια κατέλαβε πολλές πόλεις, συλλέγοντας λάφυρα. Ωστόσο, για να εξασφαλίσει την επιτυχία του, συνειδητοποίησε πως έπρεπε να διαθέτει ισχυρό ιππικό. Για τον λόγο αυτό, κατευθύνθηκε προς τα παράλια, αναζητώντας το κατάλληλο ιππικό. Ο ευκατάστατος πληθυσμός των ιωνικών πόλεων, επιθυμώντας να συνδράμει, δεσμεύτηκε να του παραχωρήσει ιππικό και αξιόλογους ιππείς.
Στη συνέχεια, ο Αγησίλαος γνωρίζοντας τον πανικό που προκάλεσε πρωτύτερα στους Πέρσες, εισηγήθηκε δημόσια πως θα εκστρατεύσει τώρα στη Λυδία. Ο Τισσαφέρνης, δύσπιστος πως πάλι θα τον παραπλανήσει, μετέβη στην Καρία –καθώς νόμιζε ότι θα κινηθεί προς τα εκεί–, για να αποκρούσει τον εχθρό. Το 395 π.Χ. ο Αγησίλαος επανδρωμένος έφτασε –όπως τους προειδοποίησε– στη Λυδία και για τρεις ημέρες ανενόχλητος προχώρησε προς τις Σάρδεις. Όταν το αντιλήφθηκε αυτό ο Τισσαφέρνης, διέταξε το ιππικό του να κατευθυνθεί αμέσως προς τα εκεί, ώστε να τον κατατροπώσει. Στον Πακτωλό ποταμό, όμως, το στράτευμα του Αγησιλάου εξόντωσε θριαμβευτικά το ιππικό του Τισσαφέρνη. Ο Ξέρξης, εξαγριωμένος λοιπόν, με την άκαρπη δράση του Τισσαφέρνη, πρόσταξε τον αποκεφαλισμό του.
Το φθινόπωρο του 395 π.Χ., ο Αγησίλαος μετέβη στη Φρυγία, επιδιώκοντας να κατακτήσει κι άλλα εδάφη. Στη Φρυγία ήταν ο Σατράπης Φαρνάβαζος, ο οποίος θέλησε να συνδιαλεχθεί με τον Αγησίλαο. Αρκετά κομψός και με επιβλητική ενδυμασία, παραξενεύτηκε που αντίκρυσε έναν Αγησίλαο εντελώς λιτό, καθισμένο χάμω στο έδαφος. Παρ’ όλα αυτά, στάθηκε συνάμα του χωρίς παρεκτροπές. Ο Αγησίλαος, τότε, του ζήτησε να συμμαχήσουν. Ο Φαρνάβαζος αποκρίθηκε αρνητικά, με την αιτιολογία πως είναι έμπιστος του Αρταξέρξη και οφείλει να εχθρεύεται τον ίδιο, δηλαδή τον Αγησίλαο, για όσο καιρό διατελεί σε αυτό το αξίωμα. Έτσι, ο Αγησίλαος αποχώρησε εντυπωσιασμένος από την ολοκληρωτική αφοσίωση του Φαρνάβαζου στον Αρταξέρξη.
Έπειτα από τόσες νίκες, ο Αγησίλαος ήθελε να κατευθυνθεί προς το εσωτερικό της Μ. Ασίας, εφαρμόζοντας επεκτατική πολιτική, συγκεκριμένα, στα Εκβάτανα και τα Σούσα. Προτού, όμως, φτάσει, τον ειδοποίησαν από την Ελλάδα ότι πρέπει να παρευρεθεί εκεί, διότι κάποιες ελληνικές πόλεις είχαν δωροδοκηθεί από τους Πέρσες, με απώτερο σκοπό να εναντιωθούν στους Σπαρτιάτες. Μπροστά στον μεγάλο κίνδυνο που ελλόχευε για την γενέτειρά του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Μ. Ασία μέχρι νεοτέρας.
Αξίζει, ακόμη, να επισημανθεί ότι ο Αγησίλαος –εκτός των άνωθεν– αποτελούσε μια εξαιρετικά ταπεινή φυσιογνωμία. Διακατεχόταν από λιτότητα και πραότητα, μολονότι δοξαζόταν κατά κόρον για τα κατορθώματά του, πράγμα που προκάλεσε μεγάλη εντύπωση και στους Πέρσες. Συγκεκριμένα, σχετικά με την καθημερινή του διαβίωση, τρεφόταν λίγο και, μάλιστα, δεν ξεχώριζε το δικό του γεύμα από εκείνο των συντρόφων του. Παράλληλα, ένιωθε την ανάγκη να προσέχει και να προστατεύει τα ορφανά παιδιά και τους ηλικιωμένους, ώστε να ζουν όσο το δυνατόν με καλύτερη ποιότητα ζωής. Συνεπώς, ο Αγησίλαος δικαίως κέρδισε την εύνοια ακόμα και των αιχμαλώτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κορδάτος, Γιάννης (1956), Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, τ. Β΄, Αθήνα: Εκδ. 20ος Αιώνας
- Orrieux, Claude & Schmitt-Pantel, Pauline (2018), Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφρ. Αμαλία Σταθάκη, Αθήνα: Εκδ. Gutenberg
- Wilcken, Ulrich (1976), Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφρ. Ιωάννης Τουλουμάκος, Αθήνα: Εκδ. Παπαζήση