Του Δημήτρη Τόλια,
Τους τελευταίους μήνες, τα μεγάλα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα ανέλαβαν σημαντικές οργανωτικές πρωτοβουλίες και καταπιάστηκαν με θεμελιακές συζητήσεις, που είχαν εκλείψει εδώ και δεκαετίες από το ελληνικό πολιτικό σύστημα. Στο παρόν άρθρο, θα αναλύσουμε τις εσωτερικές διαδικασίες που ακολούθησαν Νέα Δημοκρατία, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ, θα μελετήσουμε κοινά σημεία και διαφορές, ενώ παίρνοντας απόσταση από τα γεγονότα θα αναζητήσουμε τις σημασίες και τα πλαίσια που οι κομματικές αυτές διαδικασίες αναδεικνύουν.
Ο χορός των εσωκομματικών διαδικασιών άνοιξε το φθινόπωρο με την ανακοίνωση των εκλογών ανάδειξης Προέδρου στο ΠΑΣΟΚ. Στα τηλεοπτικά πάνελ, στις εφημερίδες και τα σόσιαλ μίντια, μετά από πολλά χρόνια, λόγω του πολιτικού στίγματος των υποψηφίων ακούστηκαν εξαιρετικά πολιτικά επιχειρήματα, ενώ αρθρώθηκαν λόγοι σε ιδεολογικό επίπεδο, πέραν του ελληνικού κομματικού πλαισίου. Όσο και αν η συζήτηση επιχειρούνταν πολλές φορές να στριμωχτεί στους συνειρμούς της παρούσης ισορροπίας δυνάμεων στο πολιτικό σύστημα, συνεργασία με ΝΔ ή ΣΥΡΙΖΑ, συγκρότηση αντι-δεξιού μετώπου, συμμετοχή στο αντι-σύριζα μέτωπο κ.λπ., όλοι οι υποψήφιοι ανεξαιρέτως ένιωσαν την ανάγκη να αυτό-προσδιοριστούν στη βάση ιδεολογικών αρχών.
Αποτυπώθηκαν αντιλήψεις από ολόκληρο το φάσμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και συζητήθηκαν από κοινωνιολογική οπτική σημαίνοντα ζητήματα, όπως η ασφάλεια (θέσεις Λοβέρδου-Καστανίδη), η οικολογία (Ανδρουλάκης, Παπανδρέου, Καστανίδης, Γερουλάνος), συστήματα αποκέντρωσης (Γερουλάνος-Ανδρουλάκης), Εκπαίδευσης (Ανδρουλάκης, Παπανδρέου, Χρηστίδης) και Δημοκρατίας (Παπανδρέου, Χρηστίδης). Τον Δεκέμβριο του 2021, στις εκλογές η παρουσία των μελών ήταν πολύ μεγάλη, με σημαντικό αριθμό πολιτών να εγγράφεται στο κόμμα.
Οι εξελίξεις αυτές ώθησαν τον ΣΥΡΙΖΑ στο να αναλάβει σοβαρότερες πρωτοβουλίες στη διοργάνωση συνεδρίου. Εκλέχθηκαν κομματικά όργανα, διοργανώθηκε συνέδριο και αποφασίστηκαν εκλογές για την ανάδειξη προέδρου στα πρότυπα των άλλων δύο κομμάτων. Στις εκλογές αυτές, ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να εγγράψει αρκετά μέλη, ωστόσο, αναδείχθηκε ξανά η αδυναμία του κόμματος να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους πολίτες που το στήριξαν στις εκλογές του 2019.
Στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ έγινε φανερή μια διάσταση που παρατηρείται σε αρκετά κόμματα της κεντροαριστεράς και της αριστεράς. Θεωρώ ότι, βαθύτερα, η συζήτηση εκτυλίχθηκε γύρω από την έννοια της «τακτικής». Μου θύμισε τα συνέδρια του εργατικού κόμματος τη δεκαετία του ‘80 στη Μεγάλη Βρετανία και την κριτική στο πρόσωπο του Neil Kinnock. Από τη μια, εκτέθηκε η αναγκαιότητα της προσκόλλησης στις ιδεολογικές αρχές της αριστεράς και της διασφάλισης μιας ακραιφνούς αριστερής ταυτότητας του κόμματος με κάθε κόστος.
Η ζυγαριά, ωστόσο, έγειρε αριθμητικά προς εκείνη τη μερίδα στο κόμμα, που έθεσε σε πρώτο πλάνο την έννοια της τακτικής. Προσδένοντας στην παράδοση της αριστερής ιδεολογίας την υφή του ξεπερασμένου και του «μη επικοινωνίσιμου» στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες, παρατάχθηκε η προτεραιότητα της τακτικής έναντι της προσκόλλησης. Το άνοιγμα στο κέντρο σημαίνει κατεδάφιση των ιδεολογικών τοιχίων, με στόχο τη συσπείρωση ενός ευρύτερου χώρου που θα στηρίζεται σε συγκεκριμένες ιδεολογικές αρχές, ικανού να αποδειχθεί ποσοτικά μεγαλύτερος από αυτόν της ΝΔ την ημέρα της κάλπης. Οι συγκεκριμένες ιδεολογικές αρχές υπό την ομπρέλα του Προοδευτικού επικεντρώνονται σε επιλεγμένα σύγχρονα κοινωνικά αιτήματα, τα οποία προκύπτουν ως επί των πλείστων από τα κινήματα (φεμινισμός, διαφορετικότητα, στερεότυπα, οικολογία).
Λίγες μέρες αργότερα, διεξήχθη και το καθιερωμένο συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας. Η ΝΔ παρουσίασε την πλεονεκτική εικόνα της ως ένα κόμμα με ισχυρές διασυνδέσεις με την κοινωνία των πολιτών και ως ένα κόμμα με σαφή οργάνωση και ισχυρή θεσμική αρχιτεκτονική στο εσωτερικό της. Το συνέδριο επιχειρήθηκε να ακολουθήσει περισσότερο επίκαιρη θεματολογία παρά ιδεολογική. Εκτέθηκαν σημαντικές προτάσεις για τα φλέγοντα ζητήματα της ατζέντας των τελευταίων μηνών (ενεργειακή κρίση, ακρίβεια, διεθνείς σχέσεις).
Έχουμε συνολικά να κάνουμε με δύο κόμματα (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) και ένα εκλογικό κίνημα, το οποίο προσπαθεί να μετασχηματιστεί σε κόμμα. Είναι σίγουρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση κατάφερε να μετατραπεί περισσότερο σε κόμμα, διότι συσπείρωσε πλέον γύρω από τις κομματικές θέσεις και όχι από την κυβερνητική πρακτική ένα μικρό σε σχέση με τα άλλα δύο κόμματα κοινό, το οποίο σε καμία περίπτωση δεν διέθετε, ακόμη και τον Ιούλιο του 2019, μετά από 4,5 χρόνια στην εξουσία. Το ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, γνωρίζοντας την από χρόνια θεμελιωμένη δυναμική του εντός της κοινωνίας, καταπιάστηκε πλήρως με τη θέληση του να ξανά-βαπτιστεί. Με βάση τα παλιά υλικά, προσπάθησε να ράψει και να κόψει (μονό μέσω των εκλογών) ένα ευπροσάρμοστο αφήγημα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν διέθετε ποτέ αυτά τα υλικά, ούτε τους ισχυρούς δεσμούς μέσα σε κάθε κοινότητα. Έτσι, χρειάστηκε να αυτό-προσδιοριστεί αρνητικά, μέσω εκείνου που δεν είναι και είναι ο αντίπαλος, σε αντίθεση με το ΠΑΣΟΚ που είχε την ευχέρεια να παρουσιάσει στην κοινωνική του δυναμική προγράμματα και ιδεολογικές αρχές. Γιατί, λοιπόν, δεν έλυσε το ταυτοτικό του ζήτημα ο ΣΥΡΙΖΑ με τις εκλογές; Διότι, κατά τη γνώμη μου, το «όλον» ΣΥΡΙΖΑ είναι εφικτό μόνον δια μέσου του αρχηγού του. Το ΠΑΣΟΚ αποτίναξε τις ιδεολογικές προτάσεις Λοβέρδου και Παπανδρέου, διότι η βάση επέλεξε αυτές του Ανδρουλάκη. Έχασε ο πρώην αρχηγός, Πρωθυπουργός και γιος του ιδρυτή και το κόμμα παρέμεινε και δυναμώθηκε. Ο ΣΥΡΙΖΑ όσες εσωκομματικές ψηφοφορίες και αν κάνει, όλοι θα κατανοούν ότι ο Τσίπρας και το «εκλογικό κίνημα Τσίπρα» είναι που κάνουν τον ΣΥΡΙΖΑ εκλογικά ανταγωνιστικό. Πρόκειται, λοιπόν, για την κατάσταση ισχύος στο εσωτερικό των δύο κομμάτων.
Η ΝΔ, από την άλλη, διοργάνωσε το συνέδριό της σε μια φάση του εκλογικού κύκλου που ματώνει. Ένα συντηρητικό και αντιδραστικό κομμάτι των ψηφοφόρων απογοητευμένο τόσο με τη διαχείριση της πανδημίας (κατά της υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών) όσο και με τη στάση της χώρας στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία (διαφωνούντες με την στήριξη στην Ουκρανία) δείχνει να αποστασιοποιείται, προκαλώντας φθορές, ιδιαίτερα στην επαρχία. Επιπλέον, η ακρίβεια και η ενεργειακή κρίση προκαλεί τεράστια και ανεξέλεγκτη δυσαρέσκεια.
Συνεπώς, η ΝΔ προσπάθησε μέσω του συνεδρίου της να τονίσει τρία σημεία. Πρώτον, ότι παραμένει το πιο ισχυρό οργανωτικά κόμμα της χώρας. Δεύτερον, ότι είναι το ικανότερο να διαχειριστεί την πορεία της χώρας στη διάρκεια των κρίσεων, με έμφαση στις επιτυχίες της εξωτερικής πολιτικής, της άμυνας και του τεχνοκρατικού ύφους της διακυβέρνησης. Τρίτο και σημαντικότερο, προσπάθησε να πείσει το κοινό της ότι παραμένει η εγγύηση και το ανάχωμα σε μια νέα αριστερή διακυβέρνηση.
Με διαφορετικές προσεγγίσεις, στη βάση της διαφορετικής στοχοθεσίας των επιτελείων, ολοκληρώθηκαν οι οργανωτικές διαδικασίες των τριών μεγάλων κομμάτων. Αυτό που μένει είναι η άνθηση του κομματικού φαινομένου και της συμμετοχικότητας στη χώρα. Είναι πολύ ενδιαφέρον το ότι άνθρωποι κάθε ηλικίας έδειξαν την επιθυμία να εγγράφουν σε κόμμα, να ψηφίσουν, να παρακολουθήσουν συνέδρια και να εκφραστούν δημόσια. Το κόμμα σταδιακά από-δαιμονοποιείται μετά την οικονομική κρίση και οι πολίτες αρχίζουν να πιστεύουν ξανά στην αξία της συμμετοχής.
Το ερώτημα που θέτω είναι, αν υπάρχει, πίσω από αυτή τη βουβή κοινωνική τάση, μια ώθηση που αναβλύζει από τη συσσώρευση μικρών αποστασιοποιημένων κοινωνικών παραδοχών και από την επαναφορά της αίσθησης του εφικτού ως διάχυτο ανακλαστικό. Θα είναι πολύ ενδιαφέρουσα τομή στην κοινωνική-πολιτική συμπεριφορά, που θα μπορούσε να αγγίξει τους μετασχηματισμούς των ευρωπαϊκών κοινωνιών του ‘60.