Της Χιόνα Οικονομάκη,
Ο Βασίλης Ρώτας γεννήθηκε την 5η Μαΐου 1889 σε ένα μικρό χωριό της Κορίνθου, το Χιλιομόδι. Κατά τη διάρκεια των σχολικών του χρόνων, μετακόμισε μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα κι έτσι, μετά την ολοκλήρωση της πορείας του στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έχοντας ιδιαίτερη αγάπη για τη γραμματεία, αποφάσισε να σπουδάσει Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αξίζει να επισημάνουμε πως η πολυπραγμοσύνη που χαρακτήριζε τον Βασίλη Ρώτα έγινε εμφανής από νωρίς, αφού παράλληλα με τις σπουδές του στον φιλολογικό κλάδο, φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών, στον τομέα του θεάτρου. Ακόμη, το 1910 φοίτησε στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, ενώ στην πορεία της ζωής του έλαβε μέρος σε αρκετά πολεμικά επεισόδια, υπερασπιζόμενος την πατρίδα, τις αρχές και τα ιδανικά του.
Το 1908, σε ηλικία 19 ετών, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό Νουμάς. Δύο χρόνια αργότερα, ιδρύεται η «Φοιτητική Συντροφιά», ελληνική φοιτητική οργάνωση που, μεταξύ άλλων, έπαιρνε ξεκάθαρη θέση απέναντι στο γλωσσικό ζήτημα: «Η μόνη ζωντανή γλώσσα είναι η γλώσσα του λαού, η δημοτική». Ο Βασίλης Ρώτας υπήρξε βασικό στέλεχος του πυρήνα συγκρότησης της εν λόγω οργάνωσης υπερασπιζόμενος τον δημοτικισμό, μία αρχή που ενθέρμως προασπίστηκε και έπειτα, εμπράκτως με το ίδιο του το έργο. Επιπλέον, η οργάνωση εμφορούταν από προοδευτικές ιδέες και τα μέλη της μάχονταν τόσο για την αποκατάσταση όσο και για τη διατήρηση της ισότητας και της δικαιοσύνης.
Ποιητής, μεταφραστής, στρατιωτικός, θεατρικός συγγραφέας, λογοτεχνικός κριτικός, θεατρώνης. Αυτές είναι οι βασικές ιδιότητες του, αναμφίβολα, πολυπράγμονα Βασίλη Ρώτα, ενώ έχει να επιδείξει σημαντικά κατορθώματα σε κάθε έναν από τους τομείς με τους οποίους καταπιάστηκε. Πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους ως ανθυπολοχαγός και διακρίθηκε για την ανδρεία και την αφοσίωσή του. Έπειτα, το 1916, στα πλαίσια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρέτησε ως αξιωματικός, ενώ το σώμα στο οποίο υπαγόταν μεταφέρθηκε στην Πολωνία, όπου πιάστηκε ως αιχμάλωτος και φυλακίστηκε στα στρατόπεδα της Γερμανίας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα και παρά τη δυσμενή κατάσταση στην οποία είχε βρεθεί, πήρε μέρος στη Μικρασιατική Εκστρατεία, κατέχοντας, μάλιστα, θέση στρατιωτικού ακολούθου της Ελληνικής Πρεσβείας στην πόλη του Βερολίνου.
Το 1927 και αφού τέθηκε σε πολεμική διαθεσιμότητα, αφιερώθηκε ολοκληρωτικά στη λογοτεχνία. Όντας σταθερός συνεργάτης του περιοδικού Ελληνικά Γράμματα, δεν έχασε ποτέ την επαφή του με τον λαό, από τον οποίο πήγαζε ολιστικά και η καλλιτεχνική του έμπνευση. Στο διάστημα αυτό έχει να επιδείξει το σημαντικότερο επίτευγμά του ως μεταφραστής· ο Βασίλης Ρώτας κατορθώνει, μετά από ενδελεχή και ανεξάντλητη προσωπική προσπάθεια και με τη βοήθεια της συντρόφου του, Βούλας Δαμιανάκου, να μεταφράσει τα άπαντα του Σαίξπηρ. Επρόκειτο για ένα επίτευγμα αξιοσημείωτο, καθώς πέρα από τη μεταφραστική αξία και την ευκαιρία πνευματικής καλλιέργειας που προσέδωσε με αυτό τον τρόπο στη χώρα του, έμεινε ανεξίτηλος και στον χώρο του θεάτρου για το πολύτιμο μεταφραστικό έργο που του κληροδότησε.
Ο Βασίλης Ρώτας υπήρξε ένας άνθρωπος που αγαπούσε οτιδήποτε το λαϊκό. Θεωρώντας πως ο λαός είναι αυτός που συνθλίβει και επαναδημιουργεί την ολότητα του πολιτιστικού γίγνεσθαι, αντλούσε έμπνευση από τα πάντα γύρω του. Αξίζει να επισημάνουμε πως η πρώτη φορά που ο ποιητής αισθάνθηκε ουσιαστική έμπνευση ήταν σε ένα λαϊκό πανηγύρι, στο οποίο είχε παρευρεθεί ως λάτρης του δημοτικού τραγουδιού. Αναλυτικότερα, ο Ρώτας αισθάνθηκε δέος μπροστά στους ανθρώπους που, ενώ βιοπορίζονταν με μεγάλη δυσκολία, ένιωθαν αληθινά ελεύθεροι και απολάμβαναν τη μουσική και το τραγούδι. Έκτοτε, υπήρξε ένθερμος δημοτικιστής, υποστηρίζοντας τη λαϊκότητα σε όλες της τις εκφάνσεις, και απόλυτος αρνητής της μιζέριας και της συναισθηματικής ένδειας.
Οραματιζόμενος την ολιστική ανύψωση και πνευματική εξέλιξη του λαού, επιθυμούσε πάντοτε να ιδρύσει ένα θέατρο, στα πλαίσια του οποίου θα μετουσιώνει το πάθος και τις ιδέες του σε απτή πραγματικότητα. Μια πραγματικότητα προσβάσιμη σε όλον τον λαό και απόλυτα εύληπτη. Έτσι, λοιπόν, πραγματοποίησε το όνειρό του και ίδρυσε στο Παγκράτι το Λαϊκό Θέατρο Αθηνών. Στόχος του ήταν να βοηθήσει τον λαό να αποκτήσει κοινωνική ευθύνη, ταξική συνείδηση, εθνικό φρόνημα. Χρησιμοποιούσε τα μέσα που είχε, την τέχνη του, ώστε να συμβάλει στην αποτροπή της πνευματικής αποτελμάτωσης, που αποτελούσε μείζονος σημασίας κίνδυνο. Το Λαϊκό Θέατρο του Βασίλη Ρώτα στάθηκε πραγματικό σχολείο για τον λαό, καταφύγιο και πηγή δύναμης, θάρρους και πνευματικότητας.
Πριν από 45 χρόνια, στις 30 Μαΐου του 1977, ο Βασίλης Ρώτας έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 88 ετών. Θα μείνει ανεξίτηλος για τη σπουδαία παρακαταθήκη του και τη συνθετότητα του έργου του. Μια συνθετότητα που πήγαζε από το πλήθος των τομέων με τους οποίους καταπιάστηκε και από το πάθος με το οποίο διεκπεραίωνε καθετί με το οποίο ασχολούταν. Θα τον θυμόμαστε πάντα ως τον καλλιτέχνη του λαού, που εμπλούτισε την ελληνική γραμματεία και τον πολιτισμό εν γένει, θεωρώντας πάντοτε πως ο βασικός και ο σημαντικότερος κριτής είναι ο ίδιος ο λαός.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ρώτας Βασίλης: Τρυφερός Λόγιος Πολυπράγμων, peri-grafis.net, διαθέσιμο εδώ
- Βασίλης Ρώτας: Άνθρωπος της τέχνης και του αγώνα, 902.gr, διαθέσιμο εδώ
- Φοιτητική Συντροφιά, el.wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ