Του Κωσταντίνου Γκαμπή,
Τη δεκαετία του ’80 η Κίνα άνοιξε τα σύνορά της, αρχικά ένα μικρό μέρος της οικονομίας και έπειτα ολόκληρη, σε ξένες επενδύσεις. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι δυτικές επιχειρήσεις να αποκτήσουν πρόσβαση σε ένα πάμφθηνο και σχεδόν ανεξάντλητο εργατικό δυναμικό. Έτσι, οι περισσότερες έτρεξαν να εγκαταστήσουν τα εργοστάσιά τους στην Κίνα, αλλά και στην υπόλοιπη Ασία, η οποία στην πλειονότητά της χαρακτηρίζεται ως και σήμερα, πέραν όλων των άλλων, κι από «χαλαρή» νομοθεσία, είτε αυτή αφορά τα εργατικά δικαιώματα είτε την προστασία του περιβάλλοντος. Αυτό είναι και το λεγόμενο offshoring, η εγκατάσταση μιας επιχείρησης, δηλαδή το εργοστάσιο ή εργοστάσιά της στην προκειμένη περίπτωση, σε ξένη χώρα.
Από τότε, όμως, έχουν περάσει 4 δεκαετίες κι ο κόσμος είναι πολύ διαφορετικός. Οι επιχειρήσεις έχουν αρχίσει να το αντιλαμβάνονται αυτό κι εμφανίζεται η τάση για επαναφορά των εγκαταστάσεων εντός της χώρας, δηλαδή για reshoring ή έστω κοντά στη χώρα, δηλαδή για nearshoring. Παρακάτω θα αναλύσουμε τις κυριότερες αιτίες αυτού του φαινομένου και αν πρόκειται όντως για μια ριζική αλλαγή στον τρόπο με τον οποίο οργανώνουμε την παραγωγή και το εμπόριο, όπως κάποιοι ισχυρίζονται.
Ο κυριότερος λόγος είναι αναμφισβήτητα το τέλος της παγκοσμιοποίησης (slowbalisation). Η παγκοσμιοποίηση ξεκίνησε με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τότε που πολλοί πίστευαν στο «τέλος της Ιστορίας», όπως θα έγραφε κάποιος. Οι περισσότεροι επιχειρηματίες ήταν αισιόδοξοι, αφού πλέον είχαν πρόσβαση σε νέες αγορές και υπογράφηκαν συνθήκες που διασφάλιζαν την κατά πολύ ελεύθερη διακίνηση αγαθών. Ο κόσμος είχε μπει σε μια εποχή “Pax Americana”, η οποία διασφάλιζε την ειρήνη και οι εταιρείες μπορούσαν να παράγουν και να πωλούν ανενόχλητες.
Φυσικά, και κάτι τέτοιο δε θα μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Κατά την περίοδο της προεδρίας Trump, έγινε ξεκάθαρο πως η Κίνα θεωρείται απειλή για τη Δύση και πως θα έχουμε μια νέα περίοδο γεωπολιτικών εντάσεων στον κόσμο. Ο τωρινός πόλεμος στην Ουκρανία και ο τρόπος με τον οποίο αντέδρασε η Δύση δεν αφήνει πλέον καμιά αμφιβολία για το ότι αυτή η ρηχή έστω ειρήνη που επικρατούσε έχει φτάσει στο τέλος της.
Η σώα μεταφορά ενός αγαθού από τη Σεντζέν στο Άμστερνταμ δεν είναι πλέον καθόλου σίγουρη, όπως μάθαμε και πρόσφατα με την περίπτωση της Ρωσίας, όταν εξαιτίας πολιτικών αποφάσεων πολλές ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έμειναν χωρίς πρώτες ύλες, συμπεριλαμβανόμενου του πετρελαίου και του φυσικού αέριου, αλλά και διάφορων μεταλλευμάτων.
Στον γεωπολιτικό τομέα, θα πρέπει να περιλάβουμε και την κρισιμότητα μερικών προϊόντων (υψηλή τεχνολογία, φάρμακα κτλ.) για την εθνική ασφάλεια. Εξάλλου, τομείς, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη και η Βιοτεχνολογία, αποτελούν ήδη σημεία συγκρούσεων μεταξύ των χωρών και αυτό μόνο θα ενταθεί στο μέλλον.
Ένας δεύτερος λόγος, για τον οποίο το onshoring μπορεί να εμφανίζεται ως προτιμότερη επιλογή, είναι η ευθραυστότητα των τωρινών εφοδιαστικών αλυσίδων. Ένα μεγάλο μέρος των αγαθών που διακινούνται σήμερα είναι ενδιάμεσα αγαθά, δεν είναι έτοιμα για πώληση, που σημαίνει ότι για να ολοκληρωθεί η συναρμολόγηση ενός προϊόντος, αυτό το προϊόν μπορεί να εναλλάσσει πόλεις ή και χώρες 2 ή και 3 φορές, για να φορτωθεί πια, επιτέλους, σε ένα πλοίο και να φτάσει στον προορισμό του. Συνέπεια αυτού είναι ότι ένα τυχαίο γεγονός, όπως η πανδημία του COVID ή ένα πλοίο, το οποίο «κολλάει» στη διώρυγα του Σουέζ, μπορεί να σπάει την εφοδιαστική αλυσίδα και να μένουν τα ράφια άδεια, με, φυσικά, τεράστιες ζημίες για μια επιχείρηση, αλλά και κόστος για τον καταναλωτή, αφού είναι δεδομένο πως οι τιμές σε τέτοιες περιπτώσεις ανεβαίνουν.
Και βέβαια, αυτές οι τεράστιες εφοδιαστικές αλυσίδες έχουν και τεράστιο αποτύπωμα στο περιβάλλον, το οποίο δε συμπίπτει ούτε με τους στόχους των κυβερνήσεων, αλλά ούτε και με τους στόχους πολλών επιχειρήσεων πλέον.
Ο τελευταίος λόγος είναι η δυσκαμψία που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις, όταν τα εργοστάσιά τους είναι διασκορπισμένα ανά τον κόσμο. Αυτό το μοντέλο δε μπορεί σήμερα να λειτουργεί όσο αποτελεσματικά λειτουργούσε πριν 20 χρόνια. Κι αυτό, γιατί πλέον οι τάσεις, οι επιθυμίες των καταναλωτών και τα γούστα τους, η νομοθεσία και η κοινή γνώμη αλλάζουν πιο γρήγορα από ποτέ κι οι επιχειρήσεις προσπαθούν να αντιδρούν άμεσα, ενώ, παράλληλα, ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Σήμερα, οι επιχειρήσεις που επιβιώνουν είναι αυτές που προσαρμόζονται, ενώ αυτές που ξεχωρίζουν είναι αυτές που προσαρμόζονται γρηγορότερα και αποτελεσματικότερα από τις άλλες. Για να είναι αυτό δυνατό, θα πρέπει η παραγωγή να μπορεί να αλλάζει άμεσα και να παραδίδεται πολύ γρήγορα, να είναι, δηλαδή, το εργοστάσιο κοντά στο σημείο πώλησης και να μην χρειάζονται μήνες για να φτάσει.
Το ερώτημα που παραμένει είναι εάν αυτή η τάση για reshoring ή nearshoring θα επικρατήσει ανάμεσα στις επιχειρήσεις και θα δούμε τον επαναπατρισμό των εργοστασίων ή αν αυτός ο ισχυρισμός είναι απλώς ανεδαφικός.
Αρχικά, η μεταφορά ενός εργοστασίου δεν είναι ποτέ απλή υπόθεση. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για τη μαζική επιστροφή της δυτικής βιομηχανίας. Για να γίνει κάτι τέτοιο, θα έπρεπε οι οικονομίες μας, όπως τις ξέρουμε, να αλλάξουν κατά πολύ. Θα έπρεπε, αρχικά, να δημιουργηθούν νέες βιομηχανικές ζώνες και να επεκταθούν οι υπάρχουσες. Έπειτα, θα έπρεπε να βρεθούν πρώτες ύλες για την παραγωγή, που σημαίνει εύρεση νέων προμηθευτών, εμπορικών οδών και εφοδιαστικών αλυσίδων και τέλος, θα έπρεπε να βρεθεί εργατικό δυναμικό πρόθυμο να δουλέψει σε εργοστάσια. Μιλάμε, δηλαδή, για στροφή του μέχρι πρότινος αναπτυξιακού μοντέλου στον ανεπτυγμένο κόσμο, που είναι βασισμένο στις υπηρεσίες(εκτός ίσως της Γερμανίας), προς τη βιομηχανία. Κάτι το οποίο θα ήταν σχεδόν ακατόρθωτο για οποιαδήποτε χώρα. Συν τοις άλλοις, υπάρχουν και επιχειρήσεις, οι οποίες πιστεύουν ότι, παρόλα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω, η εγκατάστασή τους σε άλλη χώρα εξακολουθεί να τους συμφέρει, κάτι το οποίο, είμαι βέβαιος, ισχύει για ένα μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων αυτών.
Ενώ μια ολική επιστροφή της βιομηχανίας είναι μάλλον απίθανη, το reshoring σε κάποιους συγκεκριμένους τομείς είναι, θεωρώ, αναπόφευκτο, λαμβάνοντας υπόψιν τόσο τις πολιτικές εξελίξεις όσο και τις εξελίξεις στην αγορά. Εταιρείες, δηλαδή, που χειρίζονται ευαίσθητη τεχνολογία, μάλλον δε θα έχουν επιλογή επί του θέματος, ενώ και κάποιες άλλες, όπως αλυσίδες fast fashion ή φαγητού θα επιλέξουν να το κάνουν για λόγους στρατηγικής και logistics.
Είναι πολύ νωρίς για να μπορούμε να βγάλουμε κάποιο οριστικό συμπέρασμα για το onshoring. Το αν θα κλιμακωθεί αυτό το φαινόμενο στο σύνολο της βιομηχανίας εξαρτάται, κατά το μεγαλύτερο μέρος, από τις εξελίξεις στη διεθνή πολιτική σκηνή. Κι ακριβώς επειδή οι συνθήκες είναι ρευστές, οι επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να είναι έτοιμες, έτσι ώστε να μη βρεθούν προ εκπλήξεως και κινδυνέψει η παραγωγική τους ικανότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Post Covid-19 value chains: options for reshoring production back to Europe in a globalised economy. Διαθέσιμο εδώ