Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Η Ιστορία βρυχάται παραδειγμάτων, όπου μία παρατεταμένη ειρηνική περίοδος δίνει τη θέση της σ’ έναν μακροχρόνιο πόλεμο. Μία τέτοια περίπτωση συναντάμε και στην περιοχή μας με την περίπτωση του, γνωστού σε όλους μας, Πελοποννησιακού Πολέμου. Ειδικότερα, πριν την έναρξη του εμφυλίου σπαραγμού, είχε προηγηθεί μία δεκαπενταετής περίοδος απόλυτης σχεδόν ειρήνης. Τις συνθήκες που οδήγησαν στη διαμόρφωση της προαναφερθείσας περιόδου, τα γεγονότα που έλαβαν χώρα αυτό το χρονικό διάστημα και τον τρόπο που οδηγήθηκε ο αρχαίος ελληνικός κόσμος στον πόλεμο θα αναλύσουμε παρακάτω.
Προτού, όμως, αναλύσουμε την περίοδο ειρήνης, κρίνεται αναγκαίο να αναφερθούμε στη σύναψη της συμφωνίας που οδήγησε σ’ αυτήν. Οι «Τριακονταετείς Σπονδές», όπως ονομάστηκε η συνθήκη, συνάφθηκε το 445 π.Χ., μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, και αποτελούσε την ουσιαστική λήξη του Α΄ Πελοποννησιακού Πολέμου. Όπως είδαμε στο προηγούμενο άρθρο, η πολεμική αυτή αναμέτρηση βρήκε ηττημένο το αθηναϊκό στρατόπεδο. Ωστόσο, η Πελοποννησιακή Συμμαχία δεν εκμεταλλεύτηκε τις ευνοϊκές για αυτήν συγκυρίες, αδυνατώντας να δώσει στην Αθήνα τη χαριστική βολή.
Οι όροι της συνθήκης προσανατολίζονταν στην περιφερειακή αποδυνάμωση της Αθήνας. Συγκεκριμένα, αφαιρέθηκαν από τη ναυτική υπερδύναμη όλες οι θέσεις που κατείχε η τελευταία στην Πελοπόννησο. Τα Μέγαρα προσχώρησαν στην Πελοποννησιακή Συμμαχία, την ίδια στιγμή που η κατάσταση με την Αίγινα παρέμεινε ασαφής. Σημαντικό είναι, επιπλέον, ότι Αθήνα και Σπάρτη αναγνώριζαν την Πελοποννησιακή και Δηλιακή Συμμαχία αντίστοιχα. Η ειρήνη, όπως «προδίδει» και το όνομά της, θα είχε διάρκεια 30 ετών.
Παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για μία συμφωνία μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης, δίχως να εμπλέκονται οι άλλες δυνάμεις στις διαπραγματευτικές συζητήσεις, φαίνεται ότι τα χρόνια που ακολούθησαν υπήρξε μία γενική αποκλιμάκωση της εκρηκτικής ατμόσφαιρας των προηγούμενων ετών. Οι σχέσεις Αθηνών-Κορίνθου βελτιώθηκαν, παρά το γεγονός ότι οι 2 πόλεις εξακολουθούσαν να ανταγωνίζονται ποικιλοτρόπως η μία την άλλη. Όλα έδειχναν ότι οι Μεγάλες Δυνάμεις του αρχαίου ελλαδικού χώρου ήθελαν μία περίοδο μακριά από εντάσεις, προκειμένου να θεραπεύσουν τις πληγές τους.
Η ειρηνική συνύπαρξη των προαναφερθέντων δυνάμεων θα δοκιμαζόταν αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια. Συγκεκριμένα, το 441 π.Χ. η Σάμος, μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας, θα εξεγερθεί εναντίον της Αθήνας, καθώς σε μία εδαφική διαμάχη που είχε προκύψει με τη Μίλητο η Αθήνα είχε ταχθεί εναντίον τους. Οι Αθηναίοι δεν έμειναν άπραγοι. Ανέτρεψαν την, ολιγαρχικού χαρακτήρα, εξουσιαστική Αρχή του νησιού και μετέβαλαν το πολίτευμα σε δημοκρατικό. Όμως, η ολιγαρχική τάξη ζήτησε τη βοήθεια του Σατράπη των Σάρδεων, Πισούθνη, ανατρέποντας το βραχύβιο δημοκρατικό πολίτευμα που είχε εγκατασταθεί.
Αυτή τη φορά, η Αθήνα ήθελε να δώσει ένα αποφασιστικό χτύπημα στην εξεγερθείσα Σάμο, θέλοντας, έτσι, έμμεσα να χαλιναγωγήσει και τα υπόλοιπα μέλη της Συμμαχίας. Έτσι, λοιπόν, οργανώνεται μία μεγάλη ναυτική εκστρατεία, της οποίας ηγείται ο ίδιος ο Περικλής, και μερικούς μήνες αργότερα η Σάμος υποκύπτει στην αθηναϊκή ισχύ. Όπως μπορεί να συμπεράνει ο καθένας, οι στρατιωτικοί πόροι που απαιτήθηκαν από την Αθήνα για την επικράτηση έναντι του ισχυρού σαμιακού στόλου ήταν πολλοί και η διάρκεια των επιχειρήσεων πολύμηνη. Σε αυτό το διάστημα, η πόλη της Αττικής ήταν αρκετά ευάλωτη, κάτι το οποίο, όμως, η Πελοποννησιακή Συμμαχία συνειδητά δεν εκμεταλλεύτηκε, σεβόμενη την ειρήνη που υπήρχε μεταξύ των 2 στρατοπέδων.
Τα πρώτα «γκρίζα σύννεφα» πάνω από τη συνθήκη ειρήνης άρχισαν να μαζεύονται από τη στιγμή που η Αθήνα αποφάσισε να επεκτείνει την επιρροή της στα λιμάνια της Δυτικής Ελλάδας, περιοχή όπου η Κόρινθος ασκούσε έντονη επιρροή. Όπως είναι λογικό, το γεγονός αυτό δυσαρέστησε την πελοποννησιακή πόλη. Ωστόσο, η Αθήνα αποφάσισε να εμπλακεί στα ζητήματα της Δυτικής Ελλάδας ξαφνικά, ούτε χωρίς να υπάρχει κάποια αφορμή. Αντιθέτως, περίμενε να εμφανιστεί η κατάλληλη ευκαιρία. Την ευκαιρία αυτή ήρθε να της την προσφέρει απλόχερα η Κέρκυρα.
Το νησί των Επτανήσων είχε μία διαμάχη με τη μητρόπολή της, την Κόρινθο, σχετικά με μία κερκυραϊκή αποικία, την Επίδαμνο. Στην προσπάθειά της να επιβληθεί, η νησιωτική ζήτησε τη βοήθεια της Αθήνας, με την τελευταία να ανταποκρίνεται θετικά, το 433 π.Χ. Το γεγονός αυτό εξόργισε τους Κορίνθιους, καθώς θεωρούσαν ότι η Αθήνα εμπλέκονταν στα εσωτερικά ζητήματα της Πελοποννησιακής Συμμαχίας. Όμως, το συμβάν αυτό ήταν μόλις η αρχή μιας αλυσιδωτής αντίδρασης, που οδήγησε στη λήξη της ειρηνικής συμβίωσης. Την ίδια χρονιά με τα γεγονότα που προαναφέρθηκαν, η Ποτίδαια, κορινθιακή αποικία αλλά και μέλος της Δηλιακής Συμμαχίας, αρνείται να συμμορφωθεί με την αύξηση του φόρου που είχε επιβάλλει η Αθήνα. Η τελευταία εκστρατεύει εναντίον της κορινθιακής αποικίας, με την Ποτίδαια να ζητά τη βοήθεια της Κορίνθου.
Η άνωθεν κατάσταση τέθηκε εκτός ελέγχου, όταν η Αθήνα απαγόρευσε στα Μέγαρα την πρόσβαση τόσο στην αθηναϊκή Αγορά όσο και στις Αγορές των υπόλοιπων μελών της Δηλιακής Συμμαχίας. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι τα Μέγαρα βασίζονταν σε μεγάλο βαθμό από τις εξωτερικές εμπορικές τους συναλλαγές, με αποτέλεσμα η απαγόρευση αυτή να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τους γείτονες των Αθηναίων. Έχοντας βρεθεί σε αντιπαράθεση με αρκετά και ισχυρά μέλη της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, η Αθήνα ουσιαστικά αποφάσισε να τερματιστεί το ειρηνικό καθεστώς, στο οποίο είχαν περιέλθει τα 2 στρατόπεδα. Η ειρήνη δεν κράτησε 30 χρόνια, όπως οριζόταν στη συμφωνία, αλλά μόλις 15. Τα έτη που ακολούθησαν αποτελούν μία σκοτεινή περίοδο αλληλοσπαραγμού.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1992), The Cambridge Ancient History, vol. 5, Cambridge: Cambridge University Press
- Orrieux Claude, Schmitt Pantel Pauline (2018), Αρχαία Ελληνική Ιστορία, μτφ. Σταθάκη, Αμαλία, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Gutenberg
- Wilcken, Ulrich (1976), Αρχαία Ελληνική Ιστορία, 9η έκδοση, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση