Της Μαρίας Κελεπούρη,
Μπορεί αυτή να μην είναι η πρώτη συγγραφική απόπειρα του Στέλιου Μάινα – εφόσον έχει προηγηθεί η έκδοση μιας συλλογής διηγημάτων πριν από κάποια χρόνια – είναι, όμως, η πρώτη φορά που ο ίδιος κλήθηκε να υπακούσει στους όρους του μυθιστορήματος ως λογοτεχνικού είδους και να διαχειριστεί την έκταση της φαντασίας του στο πλαίσιο που αυτό ορίζει.
Ηθοποιός με ποικίλες συμμετοχές στον χώρο του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης, ο Στέλιος Μάινας μεταβαίνει πια από το στάδιο κατανόησης και ερμηνείας ενός χαρακτήρα, σε αυτό της γέννησης και της εξέλιξής του, εναποθέτοντας τον τρόπο ερμηνείας στην οπτική του κάθε αναγνώστη. Το Να θυμηθώ να παραγγείλω κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο, προσθέτοντας μία ακόμα ιδιότητα στον δημιουργό του.
Σε αυτό το βιβλίο, ο ίδιος έρχεται αντιμέτωπος με τρία βασικά και απαιτητικά θέματα. Την ευθανασία, την πρωτοπρόσωπη αφήγηση και τη γυναικεία ιδιοσυγκρασία. Το κεντρικό πρόσωπο της αφήγησής του είναι γυναίκα, η Άννα. Σε μια διήγηση, στην οποία παρεμβάλλονται κι άλλοι χαρακτήρες και, μάλιστα, έχοντας τον δικό τους λόγο και όχι απλώς ως μορφές περιγραφόμενες από τη βασική ηρωίδα – γεγονός που τους προδίδει μια διαφορετική δυναμική – η πλοκή εξακολουθεί με συνέπεια να περιστρέφεται γύρω από εκείνη σαν να συμβαδίζει και, ταυτόχρονα, να αντανακλά τις αξίες, στις οποίες η ίδια η Άννα παρέμενε πιστή, ανεξαρτήτως των επακόλουθων της τήρησής τους.
Η Άννα είναι αναισθησιολόγος. Με το προφίλ μιας ανεξάρτητης και συνειδητοποιημένης ενήλικης γυναίκας δείχνει να είναι ικανοποιημένη με τα δεδομένα της ζωής της. Τη δουλειά της, το φιλικό και το οικογενειακό της περιβάλλον, παρόλο που η ίδια ακολούθησε την επιλογή της καριέρας. Ασυνείδητα και υπόγεια ίσως να αποζητούσε κάτι παραπάνω, πράγμα που θεώρησε πως βρήκε σε έναν έρωτα, που εμφανίστηκε ξαφνικά και φαίνεται πως μάλλον είχε τη μεγαλύτερη επίδραση επάνω της, γιατί την έκανε να ονειρεύεται. Αν αυτά τα όνειρα είναι δημιούργημα του προσώπου, που η ίδια καλοδέχτηκε στη ζωή της, ή αν προϋπήρχαν, είναι ένα ερώτημα που δεν απαντάται, γιατί αυτό οφείλει κάθε γυναίκα να το ανακαλύψει μόνη της και μονάχα για τον εαυτό της.
Με αυτά τα χαρακτηριστικά, όμως, η ηρωίδα καταφέρνει να γίνει οικεία. Ένας καθημερινός άνθρωπος που μεγάλωσε σε μια εσωστρεφή, αλλά βαθιά υποστηρικτική οικογένεια, που τηρεί τις αρχές της επιστήμης της και δεν έχει κάνει ως τώρα κάτι που μπορεί να θεωρηθεί μεμπτό. Σε ποιο σημείο αυτής της «φυσιολογικής» διαδρομής της μπορεί να ανιχνεύσει κανείς κάποιο τραύμα ή κάποια αιτία που την οδήγησε στη φυλακή; Το ερώτημα είναι δύσκολο. Ωστόσο, ίσως οι ευθύνες, με τις οποίες η Άννα βάρυνε τον εαυτό της από την πρώτη στιγμή της ενηλικίωσής της και ήταν αυτές που, πράγματι, διαμόρφωσαν τον ανεξάρτητο χαρακτήρα της, να είχαν και μια άλλη διάσταση. Ο έλεγχος του εαυτού, των επιλογών και των πράξεών της επεκτάθηκε υποσυνείδητα στον έλεγχο αυτών, που εξαρτιόνταν, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από την ίδια. Άλλωστε, κι εκείνη παραδέχεται πως μερικές φορές έκανε σχέδια για άλλους, χωρίς πρώτα να πάρει την έγκρισή τους.
Σε αυτήν την ιστορία, απόρροια μιας τέτοιας πτυχής είναι η πράξη της ευθανασίας. Ένα ζήτημα βαθιά κοινωνικό, διαχρονικό και πάντα επίκαιρο, που παρά το φιλοσοφικό του υπόβαθρο, ο Μάινας το προσεγγίζει με την απλότητα μιας καθημερινής ηρωίδας, αποδεικνύοντας πως δεν χρειάζονται βαρύγδουπες αναλύσεις, γιατί όλα πηγάζουν από τους αφανείς πρωταγωνιστές μιας κοινωνίας και επιστρέφουν σε αυτούς. Το άλλο ερώτημα που εύλογα μπορεί να δημιουργηθεί είναι το πώς ένα πρόσωπο που έχει διαπράξει κάτι, αν όχι νομικά καταδικαστέο, σίγουρα κοινωνικά αμφισβητήσιμο, μπορεί να φανεί συμπαθητικό και να κερδίσει με την κοσμοθεωρία του την κατανόηση του αναγνώστη.
Προσωπικά, κανένα συναίσθημα θυμού δεν ένιωσα για τις πράξεις της Άννας, γεγονός που πιθανόν οφείλεται στον τρόπο, με τον οποίο ο Μάινας χειρίζεται τον λογοτεχνικό λόγο και υφαίνει την ψυχογραφία της ηρωίδας του, μέσα από διαδρομές στον χρόνο και αναμνήσεις στιγμών αθωότητας που προετοίμαζαν το έδαφος για τις ευθύνες της ενηλικίωσης. Αυτό που ο συγγραφέας ή η ίδια η Άννα πετυχαίνει είναι πως κάνει τον αναγνώστη να την ακολουθήσει σε όλη της την πορεία και να την κρίνει βάσει αυτής και όχι στηριζόμενος μόνο στην αιτία που την οδήγησε στη φυλακή.
Ακόμα, όμως, και αυτή η αλλαγή, που δεν ήταν αναμενόμενη για τα δεδομένα της ζωής της, φανερώνει πως η απόσταση ανάμεσα στην ελευθερία και στον εγκλεισμό – εγκλωβισμό είναι αμελητέα. Τόσο εύκολα μπορεί να περάσει κανείς από τη μία όχθη στην άλλη και εξίσου εύκολα μπορεί να χαθεί, πράγμα που δεν συνέβη για την ίδια, ίσως διότι είχε μάθει να έχει τον έλεγχο της ζωής της, ακόμα κι αν εξωτερικοί παράγοντες την περιόριζαν.
Η παραμονή της στις φυλακές της Θήβας μπορεί να την ανάγει σε τραγική ηρωίδα. Δεν είναι μόνο η ταύτιση αυτού του τόπου με τον χώρο εκτύλιξης πολλών αρχαίων τραγωδιών και ο διαποτισμός του από το πνευματικό και φιλοσοφικό τους βάρος, αλλά, ακόμη, αποδεικνύεται ότι εκείνη, παρόλο που προβαίνει σε έναν μονόλογο, για να εξηγήσει τις πράξεις της πρώτα απ’ όλα στον ίδιο της τον εαυτό, τελικά δεν έχει επίγνωση της αλήθειας, γεγονός που την εγκλωβίζει σε έναν κυκεώνα σκέψεων και ενοχών, όπως, συνήθως, συνέβαινε και στους αρχαίους ήρωες.
Ο Στέλιος Μάινας αποστασιοποιείται ως έναν βαθμό από την ηρωίδα του, λόγω φύλου, όμως, ταυτόχρονα, μπλέκεται μαζί της μέσω του πρώτου προσώπου και, τελικά, αναγνωρίζει σ’ αυτήν κάτι από τον εαυτό του και τις γυναίκες που γνώρισε. Ο συγγραφέας και το λογοτεχνικό του δημιούργημα μοιράζονται κοινά στοιχεία. Αυτό ίσως να είναι δεδομένο για τις περισσότερες των περιπτώσεων. Όμως, εδώ, ο Μάινας αποδεικνύει πως ακόμα και η απόσταση ανάμεσα στον τρόπο σκέψης και δράσης των δύο φύλων μπορεί να καταρριφθεί.