Της Ελένης Μανουδάκη,
Ο Roy Lichtenstein γεννήθηκε το 1923 στη Νέα Υόρκη και ήταν ένας Αμερικανός καλλιτέχνης του κινήματος της pop art. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1960, μαζί με τους Andy Warhol, Jasper Johns και James Rosenquist, αναδείχθηκε σε ηγετική προσωπικότητα αυτού του νέου καλλιτεχνικού κινήματος. Η πορεία του καθόρισε την υπόθεση της pop art μέσω της παρωδίας, καθώς το έργο του θεωρήθηκε «ενοχλητικό».
Ο Lichtenstein, αρχικά, ενδιαφέρθηκε για την τέχνη και το σχέδιο ως χόμπι μέσω του σχολείου. Ζωγράφιζε συχνά πορτρέτα μουσικών που έπαιζαν τα όργανά τους. Το 1939, στο τελευταίο έτος του Λυκείου, γράφτηκε σε θερινά μαθήματα στο Art Student League της Νέας Υόρκης, όπου φοίτησε υπό την κηδεμονία του Reginald Marsh.
Έφυγε από τη Νέα Υόρκη για να σπουδάσει στο Πανεπιστήμιο του Οχάιο, υπό την επίβλεψη ενός από τους δασκάλους του, Hoyt L. Sherman, ο οποίος θεωρείται ότι είχε μεγάλο αντίκτυπο στη μελλοντική του δουλειά. Έλαβε πτυχίο Master of Fine Arts και προσλήφθηκε ως εκπαιδευτής τέχνης, μια θέση που κράτησε για δέκα χρόνια.
Το έργο του, αρχικά, κυμαινόταν μεταξύ κυβισμού και εξπρεσιονισμού και, μετέπειτα, υιοθέτησε το στυλ του αφηρημένου εξπρεσιονισμού. Ο καλλιτέχνης άρχισε να εμπνέεται από διάφορες πηγές, κυρίως από κόμικς, διαφημίσεις και γνωστά έργα τέχνης. Στην αρχή, ενσωμάτωσε στα αφηρημένα σχέδιά του κρυφές εικόνες χαρακτήρων κινουμένων σχεδίων όπως ο Μίκυ Μάους. Το “Wham!”, το “Drowning Girl!” και “Look Mickey” θεωρούνται γενικά ως τα πιο διάσημα έργα του.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο Lichtenstein αναπαρήγαγε αριστουργήματα γνωστών καλλιτεχνών (π.χ. Cézanne, Mondrian και Picasso). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το έργο του “Bedroom at Arles”, πηγή έμπνευσης για το οποίο υπήρξε ο πίνακας του Vincent van Gogh, “La Chambre à Arles” (ελλ.: «Υπνοδωμάτιο στην Αρλ»).
Ξεκινώντας το 1962, η γκαλερί Leo Castelli της Νέας Υόρκης πραγματοποίησε τακτικές εκθέσεις των έργων του καλλιτέχνη. Το 1970, το “Big Painting No. 6” (1965) έγινε το έργο με την υψηλότερη τιμή. Ο πίνακάς του “Torpedo…Los!” (1963) πωλήθηκε το 1989 έναντι 5,5 εκατομμυρίων δολαρίων, ποσό ρεκόρ για εκείνη την εποχή, καθιστώντας τον έναν από τους 3 ζωντανούς καλλιτέχνες που προσέλκυσαν τόσο τεράστια ποσά.
Καθώς έβλεπε τα έργα του να πωλούνται και σε μεγάλη, μάλιστα, αξία, έμενε άφωνος, αφού έλεγε πως του φαινόταν περίεργο που κάποιος πλήρωνε για κάτι το οποίο ο ίδιος αποκαλούσε «χρησιμοποιημένο καμβά».
Ήταν ένας άνθρωπος που περνούσε ώρες στο στούντιό του. Ωστόσο, όπως αναφέρει ένας από τους γιους του, δεν πίεζε τον εαυτό του να δημιουργήσει έναν πίνακα. Μέσα στο εργαστήριο, υπήρχαν παντού τετράδια και καμβάδες με κολάζ που έφτιαχνε από εικόνες, τις οποίες έκοβε από περιοδικά και εικονογραφημένα βιβλία. Τα έργα του, παρά τη φαινομενική απλότητά τους, απαιτούσαν πολλή εργασία, καθώς, όπως δήλωνε ο ίδιος, ήθελε να δίνουν την εντύπωση ότι έχουν φτιαχτεί από μηχανή, χωρίς ίχνος του ανθρώπινου χεριού.
Το αρχικό σχέδιο γινόταν με μολύβι και, εν συνεχεία, το απλοποιούσε στον μέγιστο βαθμό, προκειμένου να βρει τη δυναμικότερη εκδοχή του. Χρησιμοποιούσε πολλά στένσιλ και υλικά, ώστε να πετυχαίνει με ακρίβεια τα γεωμετρικά σχέδια που κυριαρχούν στα έργα του, όπως οι κύκλοι και οι γραμμές. Μετέπειτα, επεξεργαζόταν αυτό το σχέδιο σε έναν μεγάλο καμβά, για να επιλέξει τις γραμμές, τα χρώματα και τη σύνθεση. Εφάρμοζε το χρώμα σε μεγάλες, συμπαγείς επιφάνειες με τη βοήθεια χαρτοταινίας και καθώς ζωγράφιζε, γύριζε τον πίνακα προς διάφορες κατευθύνσεις, ώστε να επικεντρώνεται αποκλειστικά στη σύνθεση και στη λεπτομέρεια. Με αυτό τον τρόπο, απέκλειε κάθε αίσθηση αυθορμητισμού και το τελικό αποτέλεσμα έμοιαζε με προϊόν μηχανικής διαδικασίας, ενώ, στην πραγματικότητα, προερχόταν από την ακρίβεια της δεξιοτεχνίας του.
Ήταν ένας καλλιτέχνης ο οποίος, σε αντίθεση με τους άλλους, δεν εξέφραζε τα αρνητικά του συναισθήματα στα έργα του. Η ενασχόλησή του με την τέχνη τον γέμιζε με μεγάλη ευχαρίστηση, γεγονός που έκανε ορισμένους καλλιτέχνες να τον σχολιάζουν αρνητικά, καθώς δε θεωρούσαν τη δουλειά του έργο τέχνης. Βλέποντας ειδικά τα πρώτα έργα του Lichtenstein, αδυνατούσαν να βρουν κάποιο βαθύτερο νόημα, καθώς αυτά απεικόνιζαν, για παράδειγμα, ένα απλό πόδι ή έναν καναπέ.
Ζωγραφιές βασισμένες σε καρτούν, περίεργα γλυπτά, πίνακες που μας θυμίζουν έργα γνωστών καλλιτεχνών, αλλά φτιαγμένα με έναν commercial τρόπο, εικόνες πολύ γνωστές σε όλους μας, είναι αυτά που χαρακτηρίζουν τον Ρόι. Κάποτε, τα έργα του θεωρούνταν ένα αποκρουστικό και σοκαριστικό θέαμα, τόσο σοκαριστικό, που, το 1964, το περιοδικό Live κυκλοφόρησε ένα άρθρο με τίτλο: «Είναι ο Lichtenstein ο χειρότερος καλλιτέχνης στην Αμερική;».
Αυτό σίγουρα πλέον δεν είναι μία ερώτηση, καθώς τα έργα του σήμερα κοστίζουν πολλά εκατομμύρια. Το πιο ακριβό κομμάτι του είναι το “Masterpiece”, το οποίο πωλήθηκε για 165 εκατομμύρια δολάρια τον Ιανουάριο του 2017.