Της Ιωάννας Χριστακοπούλου,
Η έλευση μιας οικονομικής κρίσης επιφέρει καταλυτικές αλλαγές όχι μόνο σε θέματα αυτού του είδους, αλλά στην κοινωνία εν συνόλω. Τα κράτη, ευρισκόμενα στη δίνη των γεγονότων, καλούνται όχι μόνο να διαχειριστούν τις συνέπειες που αφήνουν πίσω τους οι κρίσεις, αλλά και να βγουν, όσο βέβαια, επιτρέπεται από τις συνθήκες, αλώβητα. Όμως, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι πρόκειται για κρίσεις αξιών, οι οποίες δημιουργούν δυσαναπλήρωτα κενά, αλλά και ανασφάλεια. Οι οικονομικές (και συμβατικές) εκκρεμότητες ολοένα και πληθαίνουν και μαζί με αυτές και τα αντικρουόμενα συμφέροντα.
Από τη μία πλευρά, έχουμε τους δανειστές, οι οποίοι εύλογα επιθυμούν να ικανοποιηθούν, για να εξυπηρετήσουν τις δικές τους ανάγκες και, από την άλλη, οι πιστολήπτες, ανεξαρτήτως κλάδου, αφενός μεν, είναι απαραίτητο να λάβουν τη δέουσα χρηματοδότηση, προκειμένου να φέρουν εις πέρας τις εργασίες τους, αφετέρου δε, τούτο καθίσταται ιδιαίτερα δυσχερές, καθότι τα κριτήρια της χρηματοδότησης, πολλώ δε μάλλον κατά την κορύφωση της κρίσης, φαίνεται να είναι αρκετά αυστηρά.
Τι γίνεται, όμως, με τις υπάρχουσες συμβάσεις, δοθέντος του ότι και τα δύο μέρη πρέπει να ικανοποιηθούν εξίσου; Τα συμφέροντα, όπως είδαμε, είναι αντικρουόμενα. Στο εν λόγω ζήτημα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι ιδιαίτερα κατατοπιστική η νομολογία του Αρείου Πάγου και δη η Απόφαση 1352/2011. Σε αυτή, μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι η τράπεζα θα πρέπει να κινείται εντός των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, όταν ο πιστούχος αντιμετωπίζει (πρόσκαιρες) οικονομικές δυσχέρειες.
Αυτό σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να προβαίνει σε άμεση καταγγελία της σύμβασης, αλλά, εφόσον οι συνθήκες είναι τέτοιες, να παρέχει ένα εύλογο διάστημα ανοχής, προκειμένου να αποφευχθεί ο λεγόμενος οικονομικός θάνατος της επιχείρησης που επέρχεται ελλείψει ρευστότητος. Επίσης, η καταγγελία δεν θεωρείται καταχρηστική, όταν η τράπεζα έχει χορηγήσει ένα διάστημα ανοχής, μετά την παρέλευση του οποίου ρητά προειδοποιεί τον πιστούχο ότι θα προβεί στις απαραίτητες γι’ αυτήν ενέργειες.
Βέβαια, δεν είναι λίγες οι φορές που τα πράγματα έφτασαν στα άκρα. Τα συμβαλλόμενα μέρη, αδυνατώντας να βρουν ουσιαστικές λύσεις, προσέφυγαν στη δικαιοσύνη, καλώντας, στην ουσία, τον δικαστή να λάβει θέση και να διαμορφώσει in concreto τη σύμβαση είτε να γνωμοδοτήσει υπέρ της λύσεως αυτής στην εσχάτη των περιπτώσεων.
Εδώ, βέβαια, καλό είναι υπενθυμίσουμε πως τούτο αντιβαίνει, κατ’ αρχήν, στη συμβατική ελευθερία των μερών, η οποία, μάλιστα, κατοχυρώνεται συνταγματικά στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Συντάγματος. Το κενό αυτό, ωστόσο συμπληρώνεται χάρη στη διάταξη του άρθρου 71 του ΚΠολΔ, στο οποίο γίνεται λόγος για «μεταβολή ή κατάργηση της έννομης σχέσης» με δικαστική (διαπλαστική) απόφαση στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος.
Πλην όμως, όταν σύσσωμη η κοινωνία ταλανίζεται από την οικονομική κρίση, θα ήταν παράλογο να γίνει δεκτό το αίτημα που συνήθως προβάλλεται σε αυτές τις περιπτώσεις, ήτοι ο μετριασμός των δυσμενών επιπτώσεων της κρίσης. Οι δε ακρογωνιαίοι λίθοι του αστικού μας κώδικα, οι διατάξεις 388 και 288 καλούνται, επίσης, να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Θα μπορούσε κάλλιστα να ειπωθεί ότι αντιμετωπίζονται σαν «σανίδα σωτηρίας», μιας και συνιστούν ειδικότερη έκφανση της αρχής της καλής πίστης.
Βέβαια, δεν θα πρέπει να λανθάνει της προσοχής μας ότι η συγκεκριμενοποίηση της γενικής ρήτρας της καλής πίστης από τον δικαστή ενέχει, επίσης, κινδύνους. Ειδικότερα, ο δικαστής δεν θα πρέπει να εφευρίσκει, καθώς δεν είναι νομοθέτης, ούτε, βέβαια, να λαμβάνει αποφάσεις ελλείψει αιτιολογίας ή να εισάγει απόψεις ξένες προς το δίκαιο και έτι περισσότερο να παραπέμπει σε λάθος πρότυπα. Εξάλλου, όσο μεγαλύτερη είναι μια κρίση τόσο συχνότερη θα είναι η επίκληση των γενικών ρητρών.
Στην περίπτωσή μας, αφού διενεργείται ο απαραίτητος έλεγχος, αλλά και η στάθμιση των συμφερόντων των μερών, λαμβάνεται η σχετική απόφαση. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι συμβάσεις δεν λύνονται, εκτός και αν αποδεικνύεται ότι καθίστανται υπέρμετρα επαχθείς και λειτουργούν εις βάρος των μερών.
Πλέον, οι διατάξεις 288 και 388 ΑΚ φαίνεται να έχουν γίνει ταυτόσημες της επιείκειας. Καίτοι, η τράπεζα, εφόσον συντρέχουν ορισμένες προϋποθέσεις, έχει τη δυνατότητα να αρνηθεί να εκπληρώσει την υποσχεθείσα (αλλά μη ακόμη χορηγηθείσα) παροχή, δηλαδή: α) ο παροδικός χαρακτήρας της κρίσης και οι ολέθριες συνέπειες που θα είχε στον πιστούχο η μη χορήγηση της παροχής, β) οι οικονομικές δυσχέρειες του πιστούχου να οφείλονται σε πταίσμα της τράπεζας και γ) να υπάρχει ρητή ή σιωπηρή συμφωνία μεταξύ των μερών περί μη εφαρμογής του 809 ΑΚ.
Εν κατακλείδι, παρατηρούμε ότι η οικονομική κρίση άφησε έντονο το στίγμα της στο πεδίο των συμβάσεων. Ειδικότερα, διαπιστώνουμε ότι η ιδιωτική αυτονομία της τράπεζας μπορεί να θιγεί, όταν δεν δύναται να προβεί στην καταγγελία της σύμβασης, ιδίως όταν αποδεικνύεται ότι τούτο θα είχε ολέθριες συνέπειες για τον πιστούχο. Επιπρόσθετα, η εκτίμηση, αναφορικά με το αν η αρχή της καλής πίστης επιβάλλει τον περιορισμό της ιδιωτικής αυτονομίας της τράπεζας, θα πρέπει να γίνεται κατόπιν προσεκτικής στάθμισης των εκατέρωθεν συμφερόντων.
Όταν, μάλιστα, η κρίση είναι πρόσκαιρη, η στάθμιση είναι υπέρ του πιστούχου. Ωστόσο, μεταξύ των περισσότερων λύσεων, θα πρέπει να προτιμάται εκείνη που θίγει στον μικρότερο βαθμό την ιδιωτική αυτονομία της τράπεζας, όπως για παράδειγμα, η παροχή διευκολύνσεων αντί πρόσθετης χρηματοδότησης. Σε κάθε περίπτωση, οι εκάστοτε περιορισμοί της ιδιωτικής αυτονομίας της τράπεζας για την εξυπηρέτηση του πιστούχου δεν θα πρέπει οδηγούν στην πλήρη εγκατάλειψη των συμφερόντων της. Άλλωστε, η ελευθερία του ενός ξεκινά στο σημείο όπου αρχίζει η ελευθερία του άλλου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ε. Βόγκλης, Κίνδυνοι κατά τη συγκεκριμενοποίηση των γενικών ρητρών, Δίκαιο Επιχειρήσεων και Εταιριών, Τεύχος 7/Έτος 2003.
- Α. Γεωργιάδης, Η υποχρέωση πίστης της τράπεζας κατά την πιστοδότηση επιχειρήσεων που βρίσκονται σε κρίση, ΧρΙΔ ΙΖ/2017.
- Φ. Δωρής, Η δικαστική διάπλαση του περιεχομένου των εκκρεμών συμβάσεων σε περιόδους οικονομικής κρίσης, ΧρΙΔ ΙΒ/2012.