Του Παναγιώτη Κανδρή,
Το στρατιωτικό κίνημα της 21ης Απριλίου του 1967 αποτελεί σημαντικό και πολύ γνωστό κεφάλαιο στην Ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Εξίσου σημαντικό, αλλά λιγότερο γνωστό, είναι και το αποτυχημένο βασιλικό αντι-κίνημα, που έλαβε χώρα στις 13 Δεκεμβρίου του 1967, με στόχο την ανατροπή της δικτατορικής κυβέρνησης που εγκαθιδρύθηκε στη χώρα μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.
Το πραξικόπημα των στρατιωτικών βρήκε απροετοίμαστο τον ελληνικό λαό, ο οποίος ενημερώθηκε έντρομος γι’ αυτό από το ραδιόφωνο. Έντρομος και απροετοίμαστος και, ίσως, απογοητευμένος ήταν και ο ίδιος ο νεαρός μονάρχης Κωνσταντίνος. Ήδη από το 1965 είχαν ξεκινήσει οι συζητήσεις στον «κύκλο» του παλατιού για την οργάνωση ενός βασιλικού κινήματος υπό τον φόβο του «κομμουνιστικού κινδύνου». Ο Κωνσταντίνος παρά τις αμφιβολίες του και τις αναστολές του, όρκισε τη χούντα, εκβιαζόμενος από τους αξιωματικούς της, που είχαν περικυκλώσει τα ανάκτορα με τανκς. Οι σχέσεις του βασιλιά, όμως, με τη χούντα στο μικρό διάστημα της συνύπαρξής τους δεν ήταν αρμονικές. Ο βασιλιάς κατάλαβε ότι η εξουσία του θα περιοριστεί σημαντικά από τους χουντικούς, με τους δεύτερους όντως να αντικαθιστούν πολλούς υψηλόβαθμους στρατιωτικούς αξιωματικούς με αντίστοιχους πιστούς στο καθεστώς. Έτσι, και οι ίδιοι οι χουντικοί επιβεβαίωσαν ότι δεν ήταν διατεθειμένοι να μοιραστούν την εξουσία με τον νεαρό και ομολογουμένως «άγουρο» Κωνσταντίνο.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ενθρονίστηκε τον Μάρτιο του 1964 ως διάδοχος του πατέρα του, Παύλου. Ήταν ένας νέος συνυφασμένος με την εποχή του, γοητευτικός, ενώ είχε ήδη καλλιεργήσει την εικόνα ενός ταλαντούχου και καταξιωμένου διαδόχου, όπως με το χρυσό μετάλλιο που κατέκτησε το 1960 στους Ολυμπιακούς Αγώνες στη Ρώμη στην ιστιοπλοΐα. Ο γάμος του με τη νεαρή Άννα Μαρία της Ελλάδας αποτέλεσε το θέμα της χρονιάς τότε στην Ελλάδα. Όμως, κάτω από την επιφάνεια, ο Κωνσταντίνος ήταν ένας αμφιβόλου δυναμικότητας βασιλιάς. Επίσης, οι φήμες για την επιρροή που του ασκούσε η βασιλομήτωρ μητέρα του, Φρειδερίκη, κατά τη διάρκεια της λήψης των αποφάσεων ήταν πολλές. Οι πραξικοπηματίες γνώριζαν καλά ότι ο μονάρχης δεν ήταν τόσο δυναμικός και αυτό το χρησιμοποίησαν πολλές φορές, για να πετύχουν τους σκοπούς τους. Ακόμα, ο ελληνικός λαός ήταν ανέκαθεν δύσπιστος προς τον θεσμό του «στέμματος»˙ έτσι, η χούντα βρήκε πολλούς οπαδούς ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα και η επιβολή του καθεστώτος ήταν αρκετά εύκολη, μετά τη σύλληψη των σημαντικών πολιτικών της εποχής.
Σε ένα ταξίδι το 1967 στις Η.Π.Α., ο βασιλιάς συναντήθηκε με τον πρόεδρο Johnson. Ο Johnson υποστήριξε την ανάγκη για πολιτική αλλαγή, αφήνοντας ξεκάθαρο υπαινιγμό για στήριξη σε περίπτωση αντι-κινήματος από τον Κωνσταντίνο. Έπειτα από πολλές αμφιβολίες και δισταγμούς και μετά από διαβουλεύσεις με τους πιστούς του ακόλουθους, ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να ξεκινήσει κίνημα από τη Βόρεια Ελλάδα. Εκεί, υπήρχαν αξιωματικοί πιστοί στον θρόνο, σε αντίθεση με τη χουντοκρατούμενη Αθήνα. Στόχος του μονάρχη ήταν η δημιουργία μιας δεύτερης κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη, αντίστοιχης με αυτή του Ελευθέριου Βενιζέλου την περίοδο του εθνικού διχασμού. Πίστευε ότι θα καταφέρει να «λυγίσει» τη χούντα, επιστρέφοντας θριαμβευτής στην Αθήνα.
Το πρωί της 13ης Δεκεμβρίου, η βασιλική οικογένεια αποβιβάστηκε στο αεροδρόμιο του Αμυγδαλεώνα. Έγιναν καλοδεχούμενοι θριαμβευτικά από το πολεμικό ναυτικό και την αεροπορία, που ήταν πιστά στον Βασιλέα, δίχως να έχουν, μάλιστα, συμμετάσχει στο πραξικόπημα του Απριλίου. Όμως, υπήρχε έλλειψη σωστής προετοιμασίας, προχειρότητα, ιδιαίτερα στην επικοινωνία, η οποία διακόπηκε, ενώ ούτε το μήνυμα του Κωνσταντίνου έφτασε στα αστικά κέντρα λόγω κακού οργανωτικού σχεδιασμού. Οι υψηλόβαθμοι βασιλικοί αξιωματικοί ανατράπηκαν από χουντικούς χαμηλόβαθμους συναδέλφους τους. Η χούντα αντέδρασε μέσω του ραδιοφώνου, ανακήρυξαν έκπτωτο τον βασιλιά με την ιστορική φράση «Ο μεγαλειότατος κρύβεται από χωρίου εις χωρίον».
Το βράδυ της ίδιας ημέρας, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος όρκισε ως αντιβασιλέα τον Γεώργιο Ζωιτάκη, ενώ ως πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπαδόπουλο. Η βασιλική οικογένεια και μερικοί πιστοί αξιωματικοί της αναχώρησαν από το αεροδρόμιο της Καβάλας για τη Ρώμη. Φήμες λένε ότι τελευταία στιγμή οι χουντικοί αποφάσισαν να μην καταρρίψουν το βασιλικό αεροσκάφος. Έως την πτώση της δικτατορίας το 1974, ο Βασιλιάς παρέμεινε αυτοεξόριστος στη Ρώμη. Στις 8 Δεκεμβρίου του 1974, πραγματοποιήθηκε δημοψήφισμα στην Ελλάδα για τη μορφή του πολιτεύματος της Γ΄ Ελληνικής Δημοκρατίας. Ό ίδιος δεν μπορούσε να επιστρέψει στην Ελλάδα μέχρι το δημοψήφισμα και γι’ αυτό έστειλε τηλεοπτικό μήνυμα, ζητώντας την ψήφο του από τον λαό. Με ποσοστό 69,2% ο ελληνικός λαός επέλεξε την αβασίλευτη δημοκρατία, τιμωρώντας τον Κωνσταντίνο για τη στάση του και κυρίως για τη δειλία που επέδειξε την περίοδο της επταετίας.
Η αδιαμαρτύρητη παραχώρηση της εξουσίας από τον Κωνσταντίνο και το αποτυχημένο αντι-κίνημά του επιβεβαίωσαν την άποψη αρκετών για την αδυναμία του Βασιλιά να υπηρετήσει τον θεσμό της μοναρχίας. Η φυγή του, τέλος, από τη χώρα για την Ιταλία «έριξε το στέμμα στα βράχια», γεγονός που επιβεβαιώθηκε 7 χρόνια αργότερα από τον κυρίαρχο λαό, ο οποίος διάλεξε το τέλος της μοναρχίας στη χώρα, θέτοντας τις βάσεις για τη σταθερότητα και την πρόοδο που χαρακτηρίζει τη μεταπολιτευτική δημοκρατία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Ellinismos Online, Το αντικίνημα του βασιλιά Κωνσταντίνου: Η πρώτη πράξη αντίστασης στη Δικτατορία. Διαθέσιμο εδώ
- Κλάψης, Αντώνης (2021), Το αντικίνημα του Κωνσταντίνου, Η Καθημερινή. Διαθέσιμο εδώ
- Κωστής, Κώστας (2018), Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας, Αθήνα: Εκδ. Πατάκης
- Μηχανή του Χρόνου, Το αντιπραξικόπημα του βασιλιά Κωνσταντίνου και η εντολή της χούντας να καταρριφθεί το αεροπλάνο του. Διαθέσιμο εδώ
- Παπαδής, Λάμπρος (2019), 13 Δεκεμβρίου 1967: Το αντικίνημα του Κωνσταντίνου και η Εδραίωση της Xούντας, Polls and Politics. Διαθέσιμο εδώ