Του Ιωάννη Περγαντή,
Η Ρώμη ήταν μια αχανής αυτοκρατορία, η οποία εκτείνονταν, την περίοδο της ακμής της, από τα νερά του Ατλαντικού Ωκεανού μέχρι την Κασπία Θάλασσα και από τη Μεγάλη Βρετανία μέχρι και την περιοχή της Συρίας. Φυσικό είναι για ένα τέτοιο κράτος να έχει έρθει σε άμεση επαφή με άλλους πολιτισμούς και έθνη, τα οποία είτε δεν κατάφερε είτε δεν στόχευε ποτέ να υποτάξει. Ένα από αυτά, λοιπόν, που συναντάται στα ανατολικά σύνορα της Ρώμης και το οποίο αποτελούσε σχεδόν πάντοτε κίνδυνο για την εδαφική ακεραιότητά της ήταν το κράτος της Παρθίας.
Η περιοχή της Παρθίας βρισκόταν πάντοτε στο επίκεντρο των εξελίξεων της Μέσης Ανατολής. Τοποθετημένη στο σημερινό βορειοανατολικό Ιράν, δεν ξέφυγε ποτέ των διαμαχών και των επεκτατικών σχεδίων διαφόρων αυτοκρατοριών. Πέρασε από τα χέρια πολλών κατακτητών, αρχικά, ως σατραπεία στο βασίλειο των Αχαιμενιδών (Περσία) και, έπειτα, υπό ελληνική διοίκηση, πρώτα στην αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και ύστερα στο βασίλειο ενός εκ των τεσσάρων διαδόχων, των Σελευκιδών.
Στα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ., το κράτος των Σελευκιδών βρισκόταν σε μεγάλη εσωτερική κρίση, εξαιτίας της διαμάχης που είχε ξεσπάσει με το κράτος των Πτολεμαίων, στο πλαίσιο του Γ΄ Συριακού Πολέμου. Αυτήν την αναταραχή εκμεταλλεύτηκε ο Ανδραγόρας, σατράπης της Παρθίας, ο οποίος διακήρυξε ανεξαρτησία. Παρ’ όλα αυτά, η εξουσία του δεν διήρκησε πολύ. Την ίδια περίοδο, ένα νομαδικό φύλο έκανε την εμφάνισή του στην περιοχή εκείνη, θέλοντας να εκμεταλλευτεί και αυτό την αποδιοργάνωση του κράτους των Σελευκιδών. Αυτό το φύλο ονομαζόταν Πάρνι και έχοντας ως αρχηγό τον Αρσάκη, κατάφεραν να κατακτήσουν την περιοχή της Παρθίας, και ενώ στην αρχή υπάγονταν στο παρακμάζον κράτος των Σελευκιδών, κατόρθωσαν να εδραιώσουν τη θέση τους στην περιοχή, ανακηρύσσοντας ανεξαρτησία (κάνοντας στο μεταξύ και περαιτέρω εδαφικές επεκτάσεις), και να ιδρύσουν την αυτοκρατορία της Παρθίας, έχοντας ως κεφαλή τη δυναστεία των Αρσακίδων.
Το κράτος αυτό, παρά την πρωτο-ιρανική του ταυτότητα, δέχθηκε μεγάλη επιρροή από τους Σελεύκους, όσον αφορά τη διοίκηση, τον στρατό, ακόμη και τα γράμματα, υιοθετώντας τα ελληνικά ως γλώσσα της αυτοκρατορικής αυλής. Η άσκηση της εξουσίας γινόταν αρκετά αποκεντρωτικά, αναθέτοντας τη διακυβέρνηση των περιφερειών στον εκάστοτε άρχοντα με μια σχετική αυτονομία, κάτι το οποίο τα μετέπειτα χρόνια θα πληρώσει ακριβά. Η πρώτη επίσημη επαφή των Ρωμαίων με τους Πάρθιους εντοπίζεται το 92 π.Χ., όπου σημειώθηκε συνάντηση μεταξύ του Λέυκιου Κορνηλίου Σύλλα, ύπαρχου της Κιλικίας, και του Οροβάζη, απεσταλμένου του βασιλιά Μιθριδάτη Β΄. Η συνάντηση έγινε στο πλαίσιο του καθορισμού των συνόρων μεταξύ των δύο κρατών, όπου, τελικά, ο Ευφράτης θεσπίστηκε ως το φυσικό σύνορο μεταξύ τους. Όμως, αυτό δεν αποθάρρυνε τους Πάρθους να τον διαβούν και να επεκταθούν περαιτέρω, καθώς προέβησαν σε πολέμους εναντίον της φυλής των Σαμηνών, δυτικά του ποταμού, με στόχο την υπόταξή τους.
Η πρώτη σύγκρουση που σημειώθηκε μεταξύ των Πάρθιων και των Ρωμαίων ήταν απόρροια του Τρίτου Μιθριδατικού Πολέμου, στον οποίο το βασίλειο του Πόντου και της Αρμενίας αντιτάχθηκαν στις λεγεώνες της Ρώμης. Αφού η Ρώμη βγήκε νικήτρια από τον πόλεμο αυτό, ο Τιγράνης ο Νεότερος, γιος του Τιγράνη Β΄ (βασιλιάς Αρμενίας), προσπάθησε να εκθρονίσει τον πατέρα του. Αφού απέτυχε, απευθύνθηκε στον Φραάτη Γ΄, αυτοκράτορα της Παρθίας, να τον βοηθήσει να ανέβει στον θρόνο. Μετά από μια αποτυχημένη εκστρατεία, ο Τιγράνης ο Νεότερος βρήκε καταφύγιο στον Ρωμαίο στρατηγό Πομπήιο, στον οποίο υποσχέθηκε ότι εάν γίνει βασιλιάς της Αρμενίας, θα έχει καλές σχέσεις με τη Ρώμη. Όμως, όταν ο Τιγράνης B΄ έγινε υποτελής βασιλιάς στη Ρώμη, ο Πομπήιος έστειλε τον Τιγράνη τον Νεότερο πίσω στη Ρώμη ως όμηρο. Σε αυτή την πράξη, οι Πάρθοι αντέδρασαν έντονα (έχασαν ένα μέσο, με το οποίο θα μπορούσαν να επέμβουν στην Αρμενία) και απαίτησαν την παράδοσή του σε αυτούς. Όταν ο Πομπήιος αρνήθηκε, τότε οι Πάρθοι εισέβαλαν στην ανατολική Μικρά Ασία, από όπου τους απώθησε ο Λουκιανός Αφράνιος. Αυτό το γεγονός αποτελεί την αρχή της μακραίωνης αντιπαλότητας των δύο πλευρών, που θα διαρκέσει μέχρι και τον 5ο αιώνα.
Ο Φραάτης Γ΄ θα δολοφονηθεί από τους γιους του, Ορόντη Β΄ και Μιθριδάτη Δ΄, το 57 π.Χ., όπου ο Ορόντης, τελικά, θα εκδιώξει τον αδελφό του, για να αναλάβει τον θρόνο. Ο Μιθριδάτης θα καταφύγει προς τη Ρωμαϊκή Συρία και θα ζητήσει τη στήριξη των Ρωμαίων, ώστε να τον βάλουν στον θρόνο. Τελικά, η βοήθεια θα έρθει 3 χρόνια αργότερα, όταν ο Μάρκος Λικίνιος Κράσσος, Ρωμαίος στρατιωτικός και πολιτικός, θα εισβάλει με 7 λεγεώνες στην Παρθία και θα κατευθυνθεί προς την πόλη των Καρρών. Την ίδια στιγμή, ο Ορόντης θα εισβάλει στην Αρμενία, αποκόπτοντας τις προμήθειες του ρωμαϊκού στρατού και όπου την κατέστησε υποτελές βασίλειο υπό τον Αρταβάσδη Β΄. Έπειτα, έστειλε τον στρατηγό του, Σορένα, με ένα σώμα στρατού, αποτελούμενου αποκλειστικά από ιππικό, να καταδιώξει τον Κράσσο.
Το αποτέλεσμα της Μάχης των Καρρών ήταν καταστροφικό για τους Ρωμαίους. Από τους 40.000 περίπου στρατιώτες, παραπάνω από τους μισούς πέθαναν και οι άλλοι μισοί είτε αιχμαλωτιστήκαν είτε διέφυγαν προς ρωμαϊκό έδαφος, με τον ίδιο τον Κράσσο να πεθαίνει. Αυτή η νίκη εδραίωσε την Παρθία ως υπολογίσιμη δύναμη και ισάξια της Ρώμης.
Στο πλαίσιο της Δεύτερης Τριανδρίας το 40 π.Χ., ο Κουίντος Λαβίενος, πιστός στους Βρούτο και Κάσσιο, τάχθηκε με τους Πάρθους και με τον διάδοχο του θρόνου, Πακόρο Α΄. Εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Μάρκου Αντώνιου να επέμβει, ξεκίνησαν εκστρατεία ενάντια στις ρωμαϊκές επαρχίες της Ιουδαίας και Μικράς Ασίας, μέχρι και τη μάχη των Κιλίκων Πύλων το 39 π.Χ., όπου ο Βεντίδιος Βάσσος νίκησε και εκτέλεσε τον Κουίντο, ο οποίος θα σκοτώσει και τον Πακόρο έναν χρόνο αργότερα, στη μάχη του Όρους Γίνδαρο.
Το 37 π.Χ., ο Μάρκος Αντώνιος εκστράτευσε εναντίον του Αρταβάσδη (υποτελής βασιλιάς στην Ατροπατήνη και σύμμαχος Φραάτη Δ΄), με σκοπό την κατάληψη της Θεοδοσιούπολης, στην οποία απέτυχε λόγω μιας ενέδρας του Φραάτη στον εξοπλισμό του Αντώνιου που τον ακολουθούσε, καθιστώντας την πολιορκία αδύνατη. Ο Αντώνιος προσπάθησε να φέρει με το μέρος του τον Αρταβάσδη, όμως, δεν το κατάφερε λόγω πρόωρης αποχώρησης προς τη δύση λόγω αναταραχών στο πλαίσιο του εμφυλίου.
Μετά τον θάνατο του Μάρκου Αντώνιου, την εξουσία ανέλαβε ο Οκταβιανός, ο οποίος ανακηρύχθηκε Αύγουστος, το 27 π.Χ. Τότε, ξεκίνησε μια περίοδος ειρήνης με τους Πάρθους, όταν ο αυτοκράτορας Φραάτης Δ΄ επέστρεψε τα ρωμαϊκά σύμβολα και τους αιχμαλώτους πολέμου, τα οποία απέκτησαν οι Πάρθοι από τη Μάχη των Καρρών, το 53 π.Χ. Σε αντάλλαγμα, οι Ρωμαίοι επέστρεψαν τον γιο του, τον οποίο είχε απαγάγει ο Τιριδάτης Β΄, διεκδικητής του θρόνου και ο οποίος αναζητούσε καταφύγιο στη Ρώμη. Έτσι, ξεκινά μια φάση της Ιστορίας, στην οποία Ρωμαίοι και Πάρθοι συμβιώνουν ειρηνικά.
Αυτό έμελλε να αλλάξει, όταν ο Οσρόης Α΄, το 110 μ.Χ., αποκαθήλωσε τον βασιλιά Σανατρούκ από τον θρόνο της Αρμενίας, για να βάλει τον Ασιδάρη. Ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός, με τον στρατηγό Λούσιο Κουέτο, ως αντίδραση κατευθύνθηκε προς την Αρμενία, καταλύοντας τη βασιλεία και μετατρέποντάς τη σε ρωμαϊκή επαρχία. Το επόμενο έτος, κατευθύνθηκε στη Μεσοποταμία, όπου δεν συνάντησε αντίσταση λόγω του εμφυλίου, που λάμβανε χώρα, για τον θρόνο μεταξύ Οσρόη και Βολογέση Γ΄. Έτσι, προέβη στην κατάληψη, το 115 μ.Χ., των πόλεων γύρω από τον Ευφράτη και το 116, της Σούσας. Επίσης, καθαίρεσε τον Οσρόη από τον θρόνο και έχρησε στη θέση του τον γιο του, Παρθαμασπάτη.
Μετά τον θάνατο του Τραϊανού (117 μ.Χ.), ο Αδριανός εδραίωσε τα σύνορα Ρώμης-Παρθίας πάλι στον Ευφράτη ποταμό και δεν συνέχισε τις συγκρούσεις με τους Πάρθιους λόγω έλλειψης πολεμικού δυναμικού. Τις επόμενες δεκαετίες, ακολούθησαν διάφοροι μικροί πόλεμοι μεταξύ των δύο πλευρών, κυρίως για την κυριότητα της Αρμενίας, καθώς και διάφορες εκστρατείες προς τη Μεσοποταμία και τη Συρία. Η τελευταία επίσημη σύγκρουση Ρωμαίων-Πάρθων έγινε επί αυτοκράτορος Μακρίνου, όταν οι Ρωμαίοι αναγκάστηκαν να πληρώσουν αποζημίωση εξαιτίας της άνευ λόγου επίθεσης από τον προηγούμενο αυτοκράτορα, Καρακάλλα, αφού είχε υποσχεθεί σύναψη ειρήνης μέσω βασιλικών γάμων.
Από ό,τι μπορούμε να καταλάβουμε, οι σχέσεις μεταξύ των δύο αυτών υπερδυνάμεων της εποχής δεν ήταν γεμάτες φιλία και συνεργασία, αλλά κόντρες και πόλεμο. Η κάθε μια προσπαθούσε να εδραιωθεί ως η κυρίαρχη δύναμη της περιοχής, με μόνο τρόπο επίτευξης την καταστροφή του άλλου. Στην τελική, παρά τις προσπάθειες της μίας να επιβληθεί της άλλης, αυτές οι δύο αυτοκρατορίες είχαν την ίδια κατάληξη, ερείπια προηγουμένων σπουδαίων επιτευγμάτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Gibbon, Edward (2001), The History of the Decline and Fallof the Roman Empire, Vols. 1–6, New York: Fred De Fau & Company Publishers
- Erskine, Andrew (2005), “Blackwell companions to the ancient world”, A companion to the Hellenistic world, Oxford: Wiley-Blackwell
- Bunson, Matthew (2002), Encyclopedia of the Roman Empire, New York: Facts on File