Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Όταν ακούμε να γίνεται κάποια αναφορά στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, το μυαλό μας κατευθύνεται αμέσως στην εικοσιεπταετή πολεμική σύγκρουση μεταξύ της Δηλιακής Συμμαχίας και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, η οποία στοίχησε και στις δύο πλευρές και μετέβαλε τις μέχρι τότε ισορροπίες. Αυτό που το ευρύ κοινό αγνοεί είναι η ύπαρξη ενός άλλου πολυετούς πολέμου, ο οποίος έφερε αντιμέτωπες τις δύο προαναφερθείσες συμμαχίες. Δικαιολογημένα, λοιπόν, έχει λάβει την ονομασία «Α΄ Πελοποννησιακός Πόλεμος».
Πότε διεξήχθη ο εξεταζόμενος Πόλεμος; Ποια ήταν η εξέλιξή του και ποια η διάρκειά του; Πώς αντιμετώπισαν τα δύο στρατόπεδα τη λήξη του πολέμου; Τα προαναφερθέντα ερωτήματα θα επιχειρηθεί να λάβουν απάντηση στις παρακάτω σειρές.
Μεταφερόμαστε, λοιπόν, στο 462 π.Χ. στην περιοχή της Μεσσηνίας. Εκεί βρίσκεται σε εξέλιξη η εξέγερση των Μεσσηνίων. Οι Λακεδαιμόνιοι, θέλοντας να εξασφαλίσουν την επικράτησή τους έναντι των εξεγερμένων, ζητούν τη βοήθεια των Αθηναίων, με τους τελευταίους να ανταποκρίνονται θετικά στο κάλεσμα. Η πελοποννησιακή υπερδύναμη, όμως, φοβούμενη ότι η έλευση του αθηναϊκού στρατού θα λειτουργήσει ως «Δούρειος Ίππος», οδηγώντας τους Μεσσήνιους στη νίκη, δεν δέχεται τη βοήθειά του και ζητά την αποχώρησή του. Το περιστατικό αυτό μπορούμε να πούμε ότι ήταν καταλυτικό στη δημιουργία ρήγματος στις σχέσεις των δύο δυνάμεων, μιας ρήξης, η οποία θα γινόταν ολοένα και πιο έντονη.
Επιστρέφοντας το αθηναϊκό στράτευμα στην Αττική, η πολιτική που ακολούθησε η ναυτική υπερδύναμη διαφοροποιήθηκε. Συγκεκριμένα, διέκοψε τη συμμαχία που είχε συνάψει με τους Λακεδαιμόνιους εναντίον των Περσών. Στον αντίποδα, συμμάχησε με το Άργος, αντίπαλο δέος της Σπάρτης στην Πελοπόννησο, τους Θεσσαλούς και τους Μεγαρείς. Οι τελευταίοι, παρά το γεγονός ότι είχαν συμμαχικούς δεσμούς με τους Σπαρτιάτες, άλλαξαν στρατόπεδο λόγω της αντιπαλότητάς τους με την Κόρινθο. Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η αθηναϊκή «εξωτερική πολιτική» έχει επικεντρωθεί στην αποδυνάμωση της Σπάρτης, δημιουργώντας μία εδαφική και, παράλληλα, στρατιωτική ασπίδα προστασίας γύρω από την Αθήνα. Ταυτόχρονα, όμως, θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε την άνωθεν πολιτική και ως επεκτατική, καθώς με τις ενέργειες, στις οποίες προέβη η Αθήνα, θίγονταν τα συμφέροντα αρκετών υπολογίσιμων δυνάμεων, με προεξέχουσες τη Σπάρτη και την Κόρινθο.
Όλα έδειχναν ότι μία ένοπλη σύγκρουση βρισκόταν προ των πυλών. Μετά την υπονόμευση των Σπαρτιατικών συμφερόντων έφτασε η σειρά της Κορίνθου να εμπλακεί στον πόλεμο συμφερόντων, που είχε ήδη ξεκινήσει. Ειδικότερα, η παρουσία της Αθήνας στον Κορινθιακό Κόλπο ήταν έντονη και διαρκώς αυξανόμενη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της παρουσίας μπορεί να αποτελεί η εγκατάσταση των ηττημένων Μεσσηνίων στη Ναύπακτο, κάτι το οποίο έγινε σε άμεση συνεργασία με τους Αθηναίους. Επιπλέον, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι, εκτός από τους Μεγαρείς στα δυτικά, οι Κορίνθιοι προβληματίζονταν από τους, επίσης, συμμάχους των Αθηναίων, Αργείους στα νότια της Κορίνθου.
Για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του Άργους ξεκίνησαν οι ένοπλες συγκρούσεις, το 459 π.Χ. Τη χρονιά αυτή οι Αθηναίοι θα αποβιβάσουν στην περιοχή της Ερμιονίδος μία στρατιωτική δύναμη προς ενίσχυση των συμμάχων τους. Στόχος ήταν η κατάληψη της περιοχής των Αλιέων, εχθρού των Αργείων. Οι Αθηναίοι γνώρισαν την ήττα από έναν συνασπισμό Κορινθίων, Επιδαυρίων και Σικυωνίων. Σε αντίθεση με τις χερσαίες επιχειρήσεις, στο θαλάσσιο μέτωπο το αθηναϊκό ναυτικό έδειξε για άλλη μία φορά την ανωτερότητά του. Συγκεκριμένα, σε συγκρούσεις που έλαβαν χώρα στον Σαρωνικό Κόλπο, οι Αθηναίοι επικράτησαν εις διπλούν έναντι του πελοποννησιακού στρατοπέδου. Μάλιστα, το τελευταίο στη δεύτερη ναυμαχία είχε και την υποστήριξη της Αίγινας, σημαντικής ναυτικής δύναμης και αντιπάλου της Αθήνας. Αξίζει να αναφερθεί ότι στη δεύτερη ναυμαχία οι Αθηναίοι αιχμαλώτισαν 70 αντίπαλα πλοία.
Η προαναφερθείσα ναυτική υπεροχή έδωσε τη δυνατότητα στους Αθηναίους να προχωρήσουν στην πολιορκία της Αίγινας, η πτώση της οποίας θα τους καθιστούσε αναμφίβολα κυρίαρχους στην περιοχή του Σαρωνικού. Με τα αθηναϊκά στρατεύματα να βρίσκονται απασχολημένα στην Αίγινα, αλλά και στην Αίγυπτο σε μία στρατιωτική επιχείρηση εναντίον των Περσών, οι Κορίνθιοι θεώρησαν ιδανική τη στιγμή, ώστε να εκστρατεύσουν εναντίον των Μεγαρέων. Παρά την ανεπάρκεια σε στρατιώτες, οι Αθηναίοι κατάφεραν να κυριαρχήσουν έναντι των Κορινθίων, οι οποίοι γνώρισαν μία ντροπιαστική ήττα.
Σε αυτή την πρώτη φάση του πολέμου, η εμπλοκή των Λακεδαιμονίων είναι μικρή. Στη συνέχεια όμως, η πρωταγωνίστρια δύναμη της πελοποννησιακής συμμαχίας θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη του πολέμου. Η αυξανόμενη εμπλοκή της ξεκινάει με τη διενέργεια επιθετικών ενεργειών σε περιοχές περιμετρικά του Κορινθιακού Κόλπου και όχι με απευθείας σύγκρουση με την Αθήνα. Οι δύο δυνάμεις θα αναμετρηθούν στη Βοιωτία, στη μάχη της Τανάγρας το 457 π.Χ. Παρά το γεγονός ότι οι δυνάμεις της αθηναϊκής συμμαχίας υπερτερούσαν αριθμητικά των Πελοποννησίων γνώρισαν την ήττα, με τους νικητές, ωστόσο, να έχουν και αυτοί σημαντικές απώλειες. Λίγες μόλις μέρες αργότερα, οι Αθηναίοι επικρατούν έναντι των βοιωτικών στρατευμάτων στη μάχη των Οινοφύτων, με τους νικητές να καθίστανται κύριοι όλης της Βοιωτίας με εξαίρεση τη Θήβα. Την ίδια στιγμή, οι Αθηναίοι καταβάλουν την αντίσταση της Αίγινας και γίνονται κύριοι του νησιού.
Όπως έχει προλεχθεί, η Αθήνα μαχόταν σε πολλαπλά μέτωπα. Η παταγώδης αποτυχία εναντίον των Περσών στην Αίγυπτο οδήγησε σε σημαντική αποδυνάμωση την αθηναϊκή ισχύ. Η πόλη της Αττικής αναζήτησε την παύση των εχθροπραξιών εντός του ελλαδικού χώρου μέσω της διπλωματικής οδού. Το 451 π.Χ., ο Κίμωνας, έχοντας επιστρέψει από δεκαετή εξορία, καταφέρνει να έρθει σε συμφωνία με το αντίπαλο στρατόπεδο και να υπογράψει πενταετή κατάπαυση του πυρός. Η Αθήνα εξασφάλισε, έτσι, μία ευκαιρία να επουλώσει τις πληγές της. Ωστόσο, η συμφωνία αυτή έμελλε να μην τηρηθεί. Το ξέσπασμα του δεύτερου Ιερού Πολέμου, το 449 π.Χ., οδήγησε στην εμπλοκή αθηναϊκών και λακεδαιμονιακών στρατευμάτων. Η αναταραχή γενικεύτηκε με το ξέσπασμα μιας σειράς επαναστάσεων στη Βοιωτία, την Εύβοια και τα Μέγαρα.
Τα αθηναϊκά στρατεύματα απέτυχαν στην καταστολή της βοιωτικής επανάστασης, ενώ τα σπαρτιατικά στρατεύματα προσέγγιζαν την Αττική. Εκείνη την κρίσιμη ώρα, ο Περικλής αναλαμβάνει δράση. Προσεγγίζει τον βασιλέα της Σπάρτης, τον Πλειστοάνακτα, και ήρθε σε συμφωνία μαζί του, πιθανώς προχωρώντας σε δωροδοκία του βασιλιά. Έπειτα, κατάφερε να αντιμετωπίσει επιτυχώς την επανάσταση στην Εύβοια. Θέλοντας να απομακρυνθεί από κάθε μελλοντικό κίνδυνο έως ότου βρεθεί ξανά σε θέση ισχύος, η Αθήνα υπέγραψε το 445 π.Χ. μία συνθήκη ειρήνης διάρκειας 30 ετών, τις γνωστές «Τριακονταετείς Σπονδές». Με τον τρόπο αυτό τερματίστηκε ο Α΄ Πελοποννησιακός Πόλεμος, προσφέροντας σε όλους μία γεύση για το τι θα ακολουθούσε λίγα χρόνια αργότερα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1992), The Cambridge Ancient History, vol. 5, Cambridge: Cambridge University Press
- Wilcken, Ulrich (1976), Αρχαία Ελληνική Ιστορία, 9η έκδοση, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση