Του Σπύρου Νότη,
Η δημιουργία ενός κοινού νομίσματος δεν είναι απλή υπόθεση και σίγουρα ενέχει πολλούς κινδύνους, σε περίπτωση που χρησιμοποιείται για λάθος σκοπούς. Πριν, όμως, αναλύσουμε τις προκλήσεις που επιδέχονται οι ενώσεις αυτές, θα πρέπει να αναφερθούμε στα οφέλη της. Μπορεί το κόστος ενός κοινού νομίσματος να συνδέεται με τη μακροοικονομική πολιτική, ωστόσο, τα οφέλη της διακρίνονται κυρίως σε περιβάλλον μικροοικονομίας. Υπό το πρίσμα αυτό, το πιο εμφανές όφελος έγκειται στο γεγονός ότι η αποδοχή ενός κοινού νομίσματος εξαλείφει τα κόστη συναλλαγών των εθνικών νομισμάτων. Πλέον, οι χώρες που ενώνουν τις δυνάμεις τους υπό την κατοχή ενός ενιαίου νομίσματος, δε χρειάζεται να ανησυχούν για το κόστος ανταλλαγής των εθνικών τους νομισμάτων, αλλά ούτε και για θέματα υποτίμησης ή ανατίμησης του νομίσματος (τουλάχιστον όχι στον πρωτύτερο βαθμό). Σύμφωνα με υπολογισμούς της ΕΚΤ, εξαιτίας του ευρώ εξοικονομούνται από 10-15 δισεκατομμύρια τον χρόνο, ήτοι το 0,5% του κοινοτικού τους λογαριασμού.
Στα έμμεσα πλεονεκτήματα της κοινής αγοράς, είναι η διαφάνεια των τιμών που προκύπτει. Γενικά, είναι δύσκολο να ποσοτικοποιηθούν τέτοιου είδους οφέλη, αλλά εμπειρικά αποδεικνύεται πως αγαθά εκφρασμένα σε ίδιες νομισματικές μονάδες είναι ευκόλως συγκρίσιμα και μπορεί ο εκάστοτε καταναλωτής να κάνει πιο αποτελεσματικές αγορές. Πρακτικά, ενισχύεται ο ανταγωνισμός εντός της Νομισματικής Ένωσης, ωστόσο, επιτυγχάνεται η ευρεία διαφοροποίηση- διασπορά των τιμών αναμεταξύ των αγορών (σουπερμάρκετ) κάθε κράτους-μέλους. Επομένως, παρά το γεγονός πως οι δασμοί στις εισαγωγές προϊόντων και γενικότερα περιορισμοί στο εμπόριο καταργούνται, η ύπαρξη συνόρων δημιουργεί εμπόδια. Το γεγονός αυτό παρατηρείται και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία, βέβαια, υποστηρίζει πως πλέον η διασπορά παραμένει σταθερή και τείνουν οι αγορές μεταξύ τους σιγά-σιγά να εισέρχονται στην επιθυμητή σύγκλιση. Παράλληλα, όμως, πλήττεται το τραπεζικό σύστημα, καθότι σημαντική πηγή εσόδων από τις τράπεζες αποτελούν τα κόστη συναλλαγών και οι προμήθειες που δέχονται. Παρόλα αυτά, δε σημαίνει πως η ζημία αυτή αντισταθμίζει τα οφέλη που προκύπτουν. Έτσι, οι τράπεζες δράττοντας την άρση περιορισμών σε εμπόριο και οικονομικές δραστηριότητες, θα πρέπει να εστιάζουν σε άλλες πηγές κερδοφορίας.
Στα οφέλη εγκαθίδρυσης μιας ενιαίας νομισματικής μονάδας για ένα γκρουπ εθνών, μπορεί να προστεθεί και η μειωμένη αβεβαιότητα που απολαμβάνουν. Αυτή, ιδανικά, μπορεί να οδηγήσει και στη μεσοπρόθεσμη ευημερία των κρατών. Λαμβάνοντας ως δεδομένη την αποστροφή του κινδύνου σε επίπεδο κράτους και πολιτείας, θεωρείται από τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματα που συνθέτουν την εισαγωγή κοινού νομίσματος. Σημαντική δε, εκτός από την αίσθηση ασφάλειας των πολιτών, η ανάγκη για τις επιχειρήσεις να ελαχιστοποιούν τον κίνδυνο, εξασφαλίζοντας κατάτι μικρότερη αβεβαιότητα σε σχέση με τη συναλλαγματική ισοτιμία. Η τελευταία αποτελεί αδιαμφισβήτητα πονοκέφαλο σε επιχειρηματικά σχέδια και ορατότατο κίνδυνο ζημιογόνων δραστηριοτήτων, καθώς επηρεάζει άμεσα τις τιμές αγαθών και υπηρεσιών. Επί παραδείγματι, κατά τις αρχές της δεκαετίας του ’80, οι ΗΠΑ, υπέφεραν από πληθωριστικές πιέσεις, οδηγώντας το δολάριο σε ανατίμηση σε σχέση με τα άλλα τότε νομίσματα. Η πολιτική αυτή είχε αρνητική επίδραση στην αμερικανική βιομηχανική παραγωγή, καθιστώντας τη λιγότερο ανταγωνιστική, με αποτέλεσμα πολλές επιχειρήσεις να κλείσουν και η ανεργία να ακμάσει.
Επιπρόσθετα, ο κίνδυνος της αβεβαιότητας προκαλεί αβίαστα αύξηση του πραγματικού επιτοκίου, λόγω του ότι η περιρρέουσα αβεβαιότητα «χτυπά» τις επενδύσεις και την ευρύτερη διεξαγωγή επιχειρηματικών σχεδίων. Επομένως, ένας επενδυτής είναι λογικό να απαιτήσει υψηλότερο επιτόκιο, ως ανταμοιβή του αυξημένου κινδύνου που λαμβάνει. Βέβαια, αντιλαμβανόμαστε σε αυτό το σημείο, ότι εξαιτίας της οικονομικής αυτής αβεβαιότητας δημιουργούνται προβλήματα ηθικού κινδύνου και δυσμενών επιλογών, τροφοδοτώντας ακόμη περισσότερο τον συστημικό κίνδυνο.
Με την εισαγωγή, λοιπόν, του κοινού νομίσματος, μειώνεται αισθητά ο συναλλαγματικός κίνδυνος (όχι απαραίτητα όλος ο συστημικός κίνδυνος), επομένως, μπορεί, υπό μία έννοια, να υποστηριχθεί η άποψη πως οι οικονομίες οδηγούνται σε αναπτυξιακή τροχιά. Έτσι, έχουμε μετατροπή από εσωστρεφείς οικονομίες κρατών ως επί το πλείστον, σε οικονομίες κλίμακας με εξωστρέφεια και διεθνή αντίκτυπο ως μέρος μιας ευρύτερης νομισματικής οντότητας. Η εξάλειψη του κόστους συναλλαγών και αβεβαιότητας, παράλληλα με την ενθάρρυνση του διεθνούς εμπορίου, είναι το δέλεαρ για τέτοιου είδους στρατηγικές οικονομικές συμμαχίες. Συγκεκριμένα, δύναται να επιτύχουν έτι περισσότερη οικονομική μεγέθυνση, μέσω ενίσχυσης των παραγωγικών δυνατοτήτων, την απασχόληση και, φυσικά, βελτίωση συνθηκών διαβίωσης. Παρατηρείται, άλλωστε, και συσχετισμός ανάμεσα αύξηση εμπορικής δραστηριότητας μεταξύ χωρών νομισματικής ένωσης και κατά κεφαλήν εισοδήματος.
Εκτός των εμφανών ωφελειών που αναλύθηκαν εκτενώς, αποδίδονται στη νομισματική ένωση ο διεθνισμός και οι προκλήσεις του. Ειδικότερα, αν αυτό το νόμισμα χρησιμοποιείται διεθνώς για συναλλαγές, μπορεί να αποτελέσει μέσο πολιτικής επιρροής και ισχύος στο παγκόσμιο γίγνεσθαι. Όπως οι ΗΠΑ και το δολάριο, λειτουργώντας ως συνεπαγωγή η οικονομική ισχύ με την πολιτική ισχύ σε διεθνές πλαίσιο. Το νούμερο ένα νόμισμα ευρέως αποδεκτό για συναλλαγές είναι το δολάριο. Η FED, πάνω από τα μισά δολάρια που «τυπώνει», απορροφώνται εκτός των ΗΠΑ, αποφέροντας υπερέσοδα (όχι πάνω από 1% του ΑΕΠ) στην κυβέρνηση των ΗΠΑ και, εν τέλει, στους ίδιους τους Αμερικανούς, χωρίς να κάνουν απολύτως τίποτα.
Μια τεράστια ενότητα που ανοίγει ο διεθνισμός, όμως, δεν είναι τόσο τα έσοδα από τη χρήση του νομίσματος, αλλά οι χρηματοοικονομικές αγορές που διαπραγματεύονται. Συγκεκριμένα, ο δανεισμός σε νόμισμα, αγορά περιουσιακών στοιχείων, επενδυτικές ροές σε ομόλογα, swaps και κάθε είδους παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα. Ασφαλώς, δεν είναι απαραίτητο κάποια χώρα να είναι μέλος κάποιου κοινού νομισματικού πυρήνα, για να μπορέσει να ευδοκιμήσει χρηματιστηριακά. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ιαπωνία, η Αυστραλία δεν ανήκουν σε τέτοια συνθήκη και από ό,τι φαίνεται ούτε στο εγγύς μέλλον θα βρίσκονται, καθώς η αυτάρκεια τους αρκεί για το διεθνές στερέωμα.
Συμπερασματικά, η ιδέα ενός κοινού νομίσματος δημιουργεί αναμφισβήτητα αρκετά οφέλη στις οικονομίες, που θα συμμετάσχουν σε αυτό το εγχείρημα. Τόσο άμεσα όσο και έμμεσα, τα οφέλη διανέμονται διακρατικά και καθολικά. Η εγγύηση της ασφάλειας ως αίσθηση του «ανήκειν», ήτοι μείωση αβεβαιότητας χάρις στην οποία υπάρχει οικονομική ευημερία και χαμηλά πραγματικά επιτόκια, ο αποτελεσματικός μηχανισμός τιμών ως επέκταση του ανταγωνισμού, είναι από τα σημαντικά οφέλη μιας ένωσης. Επομένως, σαφώς υπάρχει μια βελτίωση σε οικονομικούς και κοινωνικούς όρους και δεν είναι σώφρον να γίνονται συγκρίσεις με τα προηγούμενα εθνικά νομίσματα, υποσταθμίζοντας τα οφέλη του ενός/υπερσταθμίζοντας το κόστος του άλλου. Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, ένα κοινό νόμισμα, για να μπορέσει να εδραιωθεί και να λειτουργήσει εύρυθμα, πρέπει να υποστηρίζεται από μια ενιαία και προπάντων κοινή πολιτική. Αν δε συμβαίνει αυτό, τότε πολύ πιθανόν να διαφαίνονται κραδασμοί στον ορίζοντα, όπου χωρίς τα απαραίτητα αμορτισέρ (πολιτική-θεσμική ενοποίηση), να κάνουν τη διαδρομή μια επίπονη διαδικασία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚH ΠΗΓH
- Paul Grauwe: Economics of Monetary Union, 6th Edition, Oxford University Press