14.2 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαPartitio terrarum Imperii Romaniae: Ο τεμαχισμός της βυζαντινής αυτοκρατορίας

Partitio terrarum Imperii Romaniae: Ο τεμαχισμός της βυζαντινής αυτοκρατορίας


Του Χριστόφορου Σωτηρίου,

Η άλωση της Κωνσταντινούπολης είχε ως αποτέλεσμα την πλήρη κατάρρευση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι σταυροφόροι, όταν κατάλαβαν πως δεν θα εισπράξουν τίποτα από όσα τους υποσχέθηκαν οι Άγγελοι, μπήκαν στην Κωνσταντινούπολη, λεηλάτησαν, κατέκτησαν και σκότωσαν. Η πολιορκία της Βασιλεύουσας διήρκησε από τις 9 έως τις 13 Απριλίου του 1204 και με το πέρας των καταστροφών, η εικόνα της Κωνσταντινούπολης δεν θύμιζε αυτή της πλουσιότερης πόλης της μεσαιωνικής Ευρώπης. Η συστηματική λεηλασία και οι ανήκουστες πράξεις, στις οποίες επιδόθηκαν οι Σταυροφόροι, ξεπέρασαν κάθε όριο και προκάλεσαν εντύπωση σε όλο τον χριστιανικό κόσμο, με χαρακτηριστική αντίδραση αυτή του πάπα Ιννοκέντιου Γ΄, κύριου εκφραστή της σταυροφορίας. Στα πλαίσια της συμφωνίας, τα βυζαντινά εδάφη τεμαχίστηκαν από τους κατακτητές. Ο ιστοριογράφος Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει πως προκειμένου η λύση να καταστεί βιώσιμη, συντάχθηκε ένα πρωτόκολλο που καλούσε τους επικεφαλής των στρατευμάτων να δεσμευτούν προφορικά ότι θα τηρήσουν τα συμπεφωνημένα. Το έγγραφο της διανομής ονομάστηκε Partitio terrarum Imperii Romaniae και καταδείχτηκε ότι συντάχθηκε ύστερα από την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης και πριν την εκλογή του νέου αυτοκράτορα.

Οι όροι της προκαταρκτικής συμφωνίας που υπέγραψαν οι Σταυροφόροι, τον Μάρτιο του 1204, σε γενικές γραμμές τηρήθηκαν, έτσι, τα εδάφη του βυζαντινού κράτους χωρίστηκαν σε έξι άνισους κλήρους, τη λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, το βασίλειο της Θεσσαλονίκης, το δουκάτο των Αθηναίων και Θηβών, το δουκάτο του Αιγαίου, την τριαρχία της Εύβοιας και το πριγκιπάτο της Αχαΐας. Τα δύο που αναλογούσαν στον αυτοκράτορα της λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, Βαλδουίνο, ήταν η βορειανατολική Θράκη και η βυζαντινή Μικρά Ασία. Στους σταυροφόρους και στον Βονιφάτιο Μομφερρατικό περιήλθε η Θεσσαλονίκη, μέρος της Μακεδονίας και της Θεσσαλίας. Σύντομα έγινε κάτοχος του κυρίως ελληνικού χώρου ως την Κόρινθο και παραχώρησε σε συμπολεμιστές του μικρότερες ηγεμονίες υπό την επικυριαρχία του, όπως τα Σάλωνα, την Αθήνα και τη Θήβα.

Ευγένιος Ντελακρουά, Η είσοδος των σταυροφόρων στην Κωνσταντινούπολη. Πηγή εικόνας: wikipedia.org

Παράλληλα, στην Πελοπόννησο ιδρύθηκε το Πριγκιπάτο της Αχαΐας, που κατέληξε να αποτελεί κομμάτι της Γαλλίας σε ελληνικό έδαφος. Τέλος, στους Βενετούς δόθηκε η ακτή του Μαρμαρά, η περιοχή δυτικά της Πίνδου, το βορειοδυτικό τμήμα της Πελοποννήσου, η επαρχία Λακεδαίμονος, τα νησιά Εύβοια, Άνδρος, Αίγινα, Σαλαμίνα και μάλλον οι Κυκλάδες, η Νάξος και, παράλληλα, τα 3/8 της Κωνσταντινουπόλεως με την Αγία Σοφία, όπου διορίστηκε Πατριάρχης ο Βενετός Θωμάς Μοροζίνι. Όλα αυτά κατάφεραν να τα πάρουν οι Βενετοί, γιατί ο δόγης τους, Ερρίκος Δάνδολος, απέφυγε να πάρει μεγάλους τιμητικούς τίτλους και ζήτησε σαν αμοιβή να του δοθούν διάφορα λιμάνια. Επιπρόσθετα, υπήρχαν φραγκικά φέουδα που ιδρύθηκαν κατά τη διάρκεια της Σταυροφορίας, καθώς και πληθώρα Ιταλών αρχόντων που εγκαταστάθηκαν στα νησιά των Σποράδων, Κυκλάδων και του Ιονίου, σαν υποτελείς της Βενετίας ή του δούκα του Αιγαίου στη Νάξο, αλλά, παράλληλα, είχαμε και την ίδρυση τεσσάρων ανεξάρτητων ελληνικών κρατιδίων: του βασιλείου της Νίκαιας στη Μ. Ασία, του κράτους της Ηπείρου, της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας, ενώ, αργότερα, ιδρύθηκε και ένα κρατικό μόρφωμα στον Μυστρά. Πέραν αυτών, υπήρχαν και μερικές αποκλειστικά αποικιακές περιοχές που διοικούνταν από αξιωματούχους, που στέλνονταν από τη Βενετία ή τη Γένοβα για ετήσια ή διετή υπηρεσία, σύμφωνα με τις οδηγίες της κυβέρνησής τους, προς την οποία ήταν υπόλογοι.

Άξιο αναφοράς είναι πως στο Partitio terrarum Imperii Romaniae δεν μνημονεύονται κάποιες περιοχές και το καθεστώς που επικρατούσε σε αυτές εκείνη την περίοδο. Τα όρια των σταυροφορικών κτίσεων ήταν η Αγαθούπολη στη Μαύρη Θάλασσα, η Αδριανούπολη, το Διδυμότειχο και η Μάκρη στο Αιγαίο πέλαγος. Για το βυζαντινό κράτος, η Μ. Ασία αποτελούσε τον κύριο πυρήνα της επικράτειάς του και παρά τα προνόμια που κατά καιρούς τους παραχώρησαν στη Βενετία, οι βυζαντινοί αυτοκράτορες αρνούνταν να επιτρέψουν στους υπηκόους της να εμπορεύονται στο εσωτερικό της Μαύρης Θάλασσας. Επίσης, στο έγγραφο της διανομής δεν συμπεριλαμβάνονταν η βορειοδυτική Θράκη, η ανατολική και κεντρική Μακεδονία, που δεν ανήκαν πλέον στο νόμιμο βυζαντινό κράτος και αυτό εξαιτίας του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄ Αγγέλου, ο οποίος, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους, εγκατέλειψε τη βασιλεύουσα, συναποκομίζοντας όλο τον βασιλικό πλούτο και διέφυγε στη Θράκη, όπου τον κυνήγησε ο νέος αυτοκράτορας Αλέξιος Δ΄ Άγγελος, χωρίς, όμως, να έχει ικανοποιητικά αποτελέσματα. Το μόνο που κατάφερε να επιτύχει ήταν να καταλάβει τα εδάφη, που γειτόνευαν με την Κωνσταντινούπολη. Επιπλέον, το έγγραφο δεν συμπεριλάμβανε μεγάλο μέρος της νότιας Ελλάδας, ήτοι τη βορειοδυτική Πελοπόννησο, τη Βοιωτία και την κεντρική Εύβοια.

Έκπληξη προκαλεί πως ένα από τα μεγαλύτερα νησιά της Μεσογείου, που δεν αναφερόταν στο έγγραφο διανομής των σταυροφόρων, ήταν η Κρήτη. Ο λόγος είναι πως το νησί δεν αποτελούσε πλέον τμήμα του βυζαντινού κράτους και αυτό γιατί όταν ο Αλέξιος Άγγελος προσέτρεξε στους σταυροφόρους, για να βοηθήσουν, ώστε να αποκατασταθεί στον θρόνο ο πατέρας του, τους προσέφερε και την Κρήτη πέρα από τα χρήματα. Το νησί περιήλθε στον Βονιφάτιο Μομφερρατικό και λίγους μήνες αργότερα, το καθεστώς στο νησί μεταβλήθηκε. Ο Βονιφάτιος Μομφερρατικός ήλθε σε αντιπαράθεση με τον Λατίνο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, Βαλδουίνο, διεκδικώντας την κατοχή του βασιλείου της Θεσσαλονίκης. Για να πετύχει τον στόχο του, ζήτησε τη βοήθεια των Βενετών και ως αντάλλαγμα στις 12 Αυγούστου 1204 σύναψε συνθήκη στην Αδριανούπολη, με την οποία παραχωρούσε στη Βενετία την Κρήτη. Σύμφωνα με τη συνθήκη της Εκχωρήσεως της Κρήτης, γνωστή και ως Refutatio Cretae, η Βενετία αποκτούσε δικαιώματα στο νησί μαζί με 100.000 υπέρπυρα (βυζαντινό νόμισμα), που είχε υποσχεθεί να καταβάλει ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος στον Βονιφάτιο Μομφερρατικό.

Antonio Vassilacchi, Η στέψη του Βαλδουίνου από τον δόγη Enrico Dandolo, περ. 1580-90, λάδι σε μουσαμά, Palazzo Ducale, Βενετία. Πηγή εικόνας: kunst-fuer-alle.de

Οι εμπορικοί εχθροί των Βενετών, οι Γενοβέζοι, εγκατέστησαν στο νησί ήδη μια αποικία, γεγονός που έδειξε πως το νησί ήταν «μήλον της έριδος» μεταξύ των κοινοτήτων. Οι Βενετσιάνοι άρχισαν την κατάληψη του νησιού, αποβιβάζοντας μικρή φρουρά στη Σπιναλόγκα, αλλά πριν πραγματοποιηθεί η προσάρτηση του νησιού, ένας Γενοβέζος, ο Ερρίκος Πεσκατόρε, κόμης της Μάλτας, πήγε στην Κρήτη με εντολή των Γενοβέζων και δέχτηκε την υποταγή των Κρητών και την παράδοση της αβοήθητης, απομονωμένης Βενετσιάνικης φρουράς. Τότε, μια μεγαλύτερη δύναμη στάλθηκε από τη Βενετία και έδιωξε τον Ερρίκο Πεσκατόρε, εγκαθιστώντας τον Ιάκωβο Τιέπολο, δούκα της Κρήτης. Για να πεισθεί ο Ερρίκο Πεσκατόρε πως νικήθηκε, πέρασαν πέντε χρόνια και μια ανακωχή των Γενοβέζων προς τους Βενετούς, οι οποίοι το 1212 προσπάθησαν να προβούν στην πρώτη καθολική προσπάθεια αποικισμού και διοικητικής αναδιοργάνωσης του νησιού.

Τέλος, η Ρόδος ήταν μεταξύ των περιοχών που δεν υπήρχαν στο Partitio terrarum Imperii Romaniae, καθώς την περίοδο εκείνη είχε αποσπαστεί από την Κωνσταντινούπολη και βρισκόταν υπό την εξουσία του τοπικού άρχοντα Λέοντα Γαβαλά. Η εφαρμογή των όρων του εγγράφου ξεκίνησε αμέσως μετά τη δημιουργία της λατινικής αυτοκρατορίας και του λατινικού Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης. Η αυτοκρατορία της Νίκαιας, όπως ονομάστηκε, ως συνέχεια της Κωνσταντινούπολης, αναδείχθηκε σταδιακά σε σύμβολο εθνικής ενότητας, η οποία αποτελούσε την πιο σημαντική εστία αντίστασης εναντίον των Λατίνων για την απελευθέρωση της βασιλεύουσας.

Συνοψίζοντας, η Λατινική αυτοκρατορία επιδίωξε την κυριαρχία σε ολόκληρο το Αιγαίο, στην πράξη, όμως, σπάνια τα κατάφερε, πέρα από τη Θράκη, και έτσι περιοριζόταν στην Κωνσταντινούπολη και στα περίχωρά της. Η αδυναμία της αυτοκρατορίας οφειλόταν σε διάφορους παράγοντες˙ σημαντικότερος όλων η ανέχεια. Ανίκανοι στρατιωτικά να επεκτείνουν τα σύνορά τους ή να πετύχουν σταθερή ειρήνη με τους εχθρούς τους, οι κυβερνήτες της δεν μπόρεσαν να εκμεταλλευτούν τις παραγωγικές πήγες της νέας τους επικράτειας, αλλά, αντίθετα, ήταν εξαρτημένοι οικονομικά και στρατιωτικά από τη Δύση, βασιζόμενοι στον πάπα και τον βασιλιά της Γαλλίας. Το τέλος των λατινικών αυτών κρατών ήρθε σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, μεταξύ του 13ου και του 17ου αιώνα.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Δοανίδου, Ι. Σοφία, Η Φραγκοκρατία στην πόλη των Αθηνών (1205-1456), Αθήνα: Εκδ. ΕΣΤΙΑ
  • Lock, Peter (1998), Οι Φράγκοι στο Αιγαίο (1204-1500), μτφρ. Γιώργος Κουσουνέλος, Αθήνα: Εκδ. ΕΝΑΛΙΟΣ
  • Μοσχονάς, Γ. Νίκος (2008), Η Τέταρτη Σταυροφορία και ο Ελληνικός Κόσμος, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ινστιτούτο Βυζαντινών Ερευνών
  • Miller, William (1990), Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204-1566), μτφρ. Άγγελος Φουριώτης, Αθήνα: Εκδ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ
  • Σαββίδης Γ.Κ. Αλέξιος, Νικολούδης Γ. Νικόλαος (2007), Ο Ύστερος Μεσαιωνικός Κόσμος (11ος – 16ος αιώνες), Βυζάντιο, Μεσαιωνική Δύση, Ανατολή και Ισλάμ, Βαλκάνια και Σλάβοι, Αθήνα: Εκδ. ΗΡΟΔΟΤΟΣ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χριστόφορος Σωτηρίου
Χριστόφορος Σωτηρίου
Γεννήθηκε στο Παραλίμνι της Κύπρου όπου και παραμένει το 1997. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ιστορίας & Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο με ειδίκευση στην Ιστορία. Θα κάνει μεταπτυχιακό στο Πανεπιστήμιο Κύπρου στον τομέα της Θεατρολογίας. Ασχολείται με την έρευνα της Ιστορίας της Κύπρου και των Ελληνιστικών χρόνων της Αρχαίας Ιστορίας. Συμμετέχει σε εθελοντική ομάδα της περιοχής του και είναι ενεργό μέλος του Προσκοπισμού σχεδόν για 20 χρόνια, ενώ τα ενδιαφέροντα του είναι το θέατρο, η συλλογή χαρτονομισμάτων και νομισμάτων με σπανιότερο εύρημα του ένα χαρτονόμισμα της Κύπρου όσο ήταν ακόμα βρετανική αποικία. Επίσης, του αρέσουν οι πεζοπορίες αλλά και η κατασκευή ψηφιδωτών έργων τέχνης.