Της Μαρίας Χαραλαμπίδου,
Η αποστρατικοποίηση των νήσων του Αιγαίου αποτελεί ένα επίκαιρο γεωπολιτικό ζήτημα που εμφανίζεται, συχνά πυκνά, στο προσκήνιο και αποτελεί σημείο τριβής μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας. Η αποστρατικοποίηση αφορά τη διαδικασία μείωσης ή εξαφάνισης του στρατού και των οπλικών συστημάτων. Λαμβάνει χώρα, συνήθως, μετά το τέλος ενός πολέμου και μετά την υπογραφή συνθηκών ειρήνης, ώστε να εξασφαλιστεί η προστασία του μέρους που ηττήθηκε. Το τελευταίο αποτελεί ένα από τα βασικά σημεία της επιχειρηματολογίας της Τουρκίας μέχρι σήμερα. Από νομικής σκοπιάς, η αποστρατικοποίηση συνιστά δουλεία του διεθνούς δικαίου και άρα περιορισμό στην κυριαρχία ενός κράτους.
Ρήτρες αποστρατικοποίησης εμπεριέχονται σε συμβάσεις παραχώρησης κυριότητας ελληνικών νησιών, γεγονός το οποίο αξιοποιεί η Τουρκία, για να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία στα νησιά αυτά, επισημαίνοντας πως από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν σέβεται τις ρήτρες, δεν ασκεί και κυριαρχία. Η ελληνική πλευρά αντιλαμβάνεται το εν λόγω ζήτημα ως νομική διαφορά, διαμορφώνει την κατάλληλη νομική επιχειρηματολογία, βασιζόμενη σε αρχές του διεθνούς δικαίου και αξιοποιεί τα εργαλεία που αυτό της παρέχει. Από την άλλη, η Τουρκία έχει ανάγει το ζήτημα σε πολιτική διαφορά, προσεγγίζοντάς το από διαφορετική σκοπιά.
Προκειμένου να μελετήσουμε το ιδιόμορφο καθεστώς της αποστρατικοποίησης, θα χωρίσουμε τα νησιά σε 3 ομάδες, καθεμία από τις οποίες διέπεται από διαφορετικού χαρακτήρα αποστρατικοποίηση. Στην πρώτη ομάδα ανήκουν τα νησιά Λήμνος και Σαμοθράκη. Προς θεμελίωση της επιχειρηματολογίας μας θα αξιοποιήσουμε δύο βασικές συνθήκες. Η πρώτη είναι η Σύμβαση της Λωζάνης για τα στενά του Βόσπορου του 1923, που ορίζει ότι τα ελληνικά νησιά πρέπει να είναι αποστρατικοποιημένα (αντίστοιχα τα τουρκικά Ίμβρος, Τένεδος και Λαγούσες νήσοι), πλην όμως, αντικαταστάθηκε στο σύνολό της από τη συνθήκη του Μοντρέ του 1936, γεγονός που μνημονεύεται ρητά στο προοίμιο της τελευταίας.
Από τη στιγμή που μια συνθήκη έχει καταργηθεί στο σύνολό της, δίχως την ύπαρξη επιφύλαξης, εξαίρεσης ή περιορισμού, χάνουν την ισχύ τους όλες οι διατάξεις της. Αυτό αποτελεί το βασικότερο επιχείρημα της ελληνικής πλευράς, το οποίο αντικρούει τον αντίθετο τουρκικό ισχυρισμό για υποχρέωση της Ελλάδας να διατηρεί τα ανωτέρω νησιά αποστρατικοποιημένα. Η Τουρκία υπογραμμίζει πως εν προκειμένω δεν εφαρμόζεται η σύμβαση του Μοντρέ, καθώς στο κείμενό της δεν υφίσταται ρητή διάταξη κατάργησης του καθεστώτος αποστρατικοποίησης, κάτι που δεν συμβαίνει με τα αντίστοιχα τουρκικά νησιά των στενών, για τα οποία προβλέπεται ρητώς η δυνατότητα επανεξοπλισμού στο προσαρτημένο της συνθήκης πρωτόκολλο. Για την ίδια, ο επανεξοπλισμός αποσκοπεί στην ασφάλειά της και δεν συμπεριλαμβάνει τα ελληνικά νησιά.
Δεύτερη ομάδα νησιών είναι αυτά του κεντρικού Αιγαίου (Ικαρία, Λέσβος, Σάμος, Χίος). Η συνθήκη ειρήνης της Λωζάνης δεν προβλέπει πουθενά καθεστώς πλήρους αποστρατικοποίησης για αυτά. Μνημονεύει απλώς, στο άρθρο 13 του κειμένου της, την ύπαρξη ορισμένων απαγορεύσεων ως προς τα οχυρωματικά έργα και τις ναυτικές βάσεις. Ισχύει, δηλαδή, ένα καθεστώς μερικής αποστρατικοποίησης. Από άποψη στρατιωτικών δυνάμεων, το παραπάνω άρθρο δίνει τη δυνατότητα στην Ελλάδα να διατηρεί συγκεκριμένο αριθμό ατόμων, που καλούνται να εκπληρώσουν τη στρατιωτική τους θητεία στα νησιά αυτά, αστυνομία και χωροφυλακή.
Η Τουρκία, από την άλλη, υποστηρίζει ότι η ελληνική κυριαρχία στα νησιά υφίσταται μόνο υπό τον όρο της πλήρους αποστρατικοποίησης και άρα, από τη στιγμή που η Ελλάδα δεν τα διατηρεί αποστρατικοποιημένα, δεν έχει κυριαρχία σε αυτά. Το εν λόγω επιχείρημα παράγεται από έναν συνδυασμό του άρθρου 12 της συνθήκης Ειρήνης της Λωζάνης, το οποίο αναφέρεται στην ελληνική κυριαρχία επί των νήσων και στους περιορισμούς αυτής, και της απόφασης των Έξι Μεγάλων Δυνάμεων του 1914, που ρυθμίζει την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Για την ελληνική διπλωματία, ο τουρκικός ισχυρισμός στερείται νομικής βάσης, καθώς η παραχώρηση των νησιών στην Ελλάδα έγινε δίχως την ύπαρξη όρων ή περιορισμών. Είναι γεγονός πως η ελληνική κυριαρχία στα νησιά κατοχυρώνεται με το άρθρο 12 της συνθήκης ειρήνης της Λωζάνης (όχι μόνο στο άρθρο 13 που κάνει λόγο για στρατιωτικούς περιορισμούς). Η συσχέτιση του άρθρου 12 με την απόφαση των Μεγάλων Δυνάμεων έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με το δικαίωμα κυριαρχίας στα νησιά και όχι με την αποστρατικοποίηση.
Τέλος, την τρίτη ομάδα νησιών συνιστούν τα Δωδεκάνησα, τα οποία εκχωρήθηκαν στην Ελλάδα από την Ιταλία με τη Συνθήκη των Παρισίων του 1947 και με την υποχρέωση της πλήρους αποστρατικοποίησής τους (άρθρο 14). Βάσει τούτου, η Τουρκία κατηγορεί ευθέως την Ελλάδα πως παραβιάζει τις επιταγές του εν λόγω άρθρου. Στον αντίποδα, η ελληνική πλευρά κάνει λόγο για αδυναμία επίκλησης της διάταξης της συνθήκης από την Τουρκία, καθώς δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος και ουδέποτε προέβαλλε ενστάσεις για το περιεχόμενο της συνθήκης. Συνιστά, συνεπώς, “res inter alios acta” και, σύμφωνα με το άρθρο 34 της σύμβασης της Βιέννης για το δίκαιο των συνθηκών, «δεν δημιουργεί υποχρεώσεις ή δικαιώματα για τρίτες χώρες». Και το άρθρο 89 της Σύμβασης των Παρισίων συνηγορεί υπέρ τούτου, επισημαίνοντας ότι κανένα κράτος, για το οποίο γίνεται λόγος στο προοίμιό της, δεν θα μπορέσει να επωφεληθεί, αντλώντας δικαιώματα από αυτήν, εάν δεν καταστεί συμβαλλόμενο μέρος.
Στα παραπάνω, η τουρκική πλευρά υποστηρίζει πως η ρήτρα της αποστρατικοποίησης περιελήφθη για την ασφάλειά της και λόγω του ότι έχει αντικειμενική υπόσταση, αποκτά ισχύ για όλους (erga omnes), δηλαδή ακόμα και για τα μη συμβαλλόμενα στη συνθήκη κράτη.
Η ελληνική πλευρά, βέβαια, παραθέτει και το επιχείρημα της θεμελιώδους αλλαγής των συνθηκών (rebus sic stantibus), η οποία αφορά τις προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας με κυρίαρχο το “casus belli”, σε περίπτωση που η Ελλάδα ασκήσει το νόμιμο δικαίωμα επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης της πέραν των 6 ναυτικών μιλίων. Βέβαια, οφείλουμε να σημειώσουμε πως θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε τον εξοπλισμό των νήσων προληπτική άμυνα, καθώς η τελευταία θεμελιώνεται μόνο σε παρούσα επιθετική ενέργεια. Αν λαμβάναμε την προπαρασκευή ως άμυνα, η Ελλάδα θα κινδύνευε να κατηγορηθεί πως κάνει η ίδια επίθεση. Γι’ αυτό, δεχόμαστε ότι δεν ασκεί επί του πρακτέου νόμιμη άμυνα, αλλά λαμβάνει τα απαραίτητα προπαρασκευαστικά μέτρα, ώστε να μπορέσει να ανταποκριθεί άμεσα σε καταστάσεις ανάγκης.
Συμπερασματικά, όπως παρατηρήσαμε και παραπάνω, το πλήθος των τουρκικών ισχυρισμών περί αποστρατικοποίησης, ουκ ολίγες φορές, καταλήγει στο να αμφισβητήσει την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου. Η ελληνική κυριότητα, ωστόσο, έχει κατοχυρωθεί μέσω συνθηκών και δεν καταργείται λόγω της μη τήρησης των ρητρών αποστρατικοποίησης. Επιπρόσθετα, η αποστρατικοποίηση, ως δουλεία που περιορίζει την απόλυτη κυριαρχία επί του εδάφους, λόγω των εξαιρετικών περιστάσεων κατά των οποίων θεσπίζεται, θα πρέπει να αποσβήνεται μετά από κάποιο χρονικό διάστημα, όταν και δεν υφίσταται πλέον λόγος ύπαρξής της.
EΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Οικονομίδης, Κωνσταντίνος, Θέματα Διεθνούς Δικαίου και Ελληνικής Εξωτερικής Πολιτικής, Εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1998
- Παζαρτζί Χουσεΐν, Οικονομίδης Κωνσταντίνος, Το καθεστώς αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, Εκδ. Γνώση, Αθήνα, 1989
- Συρίγος, Άγγελος, Ελληνοτουρκικές Σχέσεις, Εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 2014
-
Τουρκικοί ισχυρισμοί περί αποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου, Ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, διαθέσιμο εδώ