Συνέντευξη στον Νικόλαο Ερμή,
Η Κική Λουκά, τραγουδίστρια που συνέδεσε το όνομά της με αυτό του Στράτου Διονυσίου, τόσο δισκογραφικά όσο και επί του πάλκου, με τον ρόλο της ως παρτενέρ του λαϊκού βάρδου, μιλάει στο OffLine Post για τον αλησμόνητο καλλιτέχνη και μοιράζεται λεπτομέρειες από τη συνεργασία τους μέχρι και τις τελευταίες ώρες της ζωής του.
Στην παρούσα συνέντευξη, η τραγουδίστρια αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο πώς γνωρίστηκε και συνεργάστηκε με τον Στράτο Διονυσίου, θυμάται τη βραδιά που ξεκίνησε την πορεία της ως το «σιγόντο» του, περιγράφει το πώς ο ερμηνευτής προετοιμαζόταν για να βγει στη «μάχη του πάλκου» και μιλάει για το πώς βίωσε το δισκογραφικό της ντεμπούτο, μετά από την πρόταση του Διονυσίου να πουν το ντουέτο «Τι να φοβηθούμε».
- Θυμάστε πότε γνωριστήκατε με τον Στράτο Διονυσίου;
Με τον Στράτο γνωριστήκαμε στο αναψυκτήριο «Άκρον», του Γιάννη Μπουρνέλη. Θα τραγουδούσε εκεί ο Στράτος και συμπτωματικά με είχαν καλέσει για το ίδιο πρόγραμμα. Δεν το ήξερε ούτε ο Στράτος, δεν το ήξερα ούτε κι εγώ στην αρχή. Στο Καλλιτεχνικό γραφείο υπήρχε ένας τοίχος γεμάτος με φωτογραφίες τραγουδιστών και ηθοποιών, που συμμετείχαν στα προγράμματα του «Άκρον». Εκεί, είδε ο Στράτος τη φωτογραφία μου και ρώτησε για μένα και του είπαν πως είναι η Κική Λουκά, μια πολύ ωραία τραγουδίστρια και πολύ καλή κοπέλα και πως θα τραγουδήσετε μαζί αυτή την εβδομάδα. Έτσι, με άκουσε ο Στράτος, γνωριστήκαμε και μου έκανε πρόταση για το μαγαζί που είχε πάρει τότε, το Στράτος, στην οδό Φιλελλήνων. Για το σχήμα του μαγαζιού, όχι σαν παρτενέρ.
- Ο Στράτος συνήθιζε να εμφανίζεται σε αναψυκτήρια;
Ναι, τραγουδούσε και στα αναψυκτήρια, όπως και πολλοί άλλοι τραγουδιστές πήγαιναν, γιατί έρχονταν σε επαφή με τον κόσμο, που δεν είχε τη δυνατότητα να πληρώσει για να πάει στα μεγάλα μαγαζιά, όπου τραγουδούσαν οι «φίρμες».
- Ως «σιγόντο» του Στράτου, μπορείτε να μας περιγράψετε πώς ήταν ερμηνευτικά; Προετοιμαζόταν, πριν βγει στο πάλκο; Έκανε κάποιες συγκεκριμένες κινήσεις;
Ήταν πάντα άψογος και σωστός, δεν τον ακούσαμε ποτέ «ντετονέ», ακόμη και μετά από ταξίδια και ταλαιπωρίες μεγάλες. Ήταν πάντα με την ίδια διάθεση και την ίδια χαρά, σαν να τραγουδούσε για πρώτη φορά. Αυτό τον χαρακτήριζε, ο ενθουσιασμός για το τραγούδι. Ακόμα και την πρόβα του την αγαπούσε πάρα πολύ.
Πριν βγει στο πάλκο, ήταν πάντα αψεγάδιαστος στο ντύσιμό του και από τη στιγμή που ντυνόταν, δεν καθόταν ποτέ για να μην τσαλακωθεί. Δέκα λεπτά τουλάχιστον πριν βγει στο πάλκο, βρισκόταν πίσω από την κουρτίνα και αφουγκραζόταν τον κόσμο, τους τραγουδιστές πριν από αυτόν· με λίγα λόγια, έμπαινε λίγο στο κλίμα της βραδιάς.
Λίγο πριν ανέβει στην πίστα, την ώρα που παιζόταν η εισαγωγή των τραγουδιών του, του έφερναν το μικρόφωνο με το καλώδιο, τυλιγμένο σαν ρολό το κρατούσε στο χέρι του και έβγαινε με γρήγορο βηματισμό με το κεφάλι χαμηλά, σαν να έκανε υπόκλιση προς τον κόσμο. Άφηνε το καλώδιο να ξετυλιχτεί, καλησπέριζε τον κόσμο και… ερμήνευε.
- Πότε ξεκινάτε να κάνετε τα σεκόντα του Στράτου; Να είστε τραγουδίστρια του δικού σας προγράμματος, αλλά να είστε και παρτενέρ του στο πάλκο και στα δικά του τραγούδια;
Όταν ξεκίνησε η συνεργασία μας, όλοι οι συνεργάτες του μου έλεγαν: «Έχε υπόψη σου ότι ο Στράτος σε προορίζει για παρτενέρ του», επειδή εκείνο το διάστημα η Μαρίνα Βλαχάκη ετοιμαζόταν για σόλο καριέρα. Οπότε, λίγο-πολύ εγώ τα άκουγα τα τραγούδια του και σε κάποια άσχετη στιγμή, που βρισκόμασταν με άλλους συναδέλφους στο φουαγιέ και μιλούσαμε, ήρθε ο μετρ και μου είπε να πάω επειγόντως να ντυθώ και να βγω με τον Στράτο. Τότε εγώ, όπως ήταν φυσικό, έπαθα «ταράκουλο»!
Μου ήρθε ξαφνικό, δεν το περίμενα! Ευτυχώς, όλα πήγαν καλά, μάς έκανε εντύπωση το δέσιμό μας το φωνητικό και μου είπε πως θα έχουμε μακρά συνεργασία. Με λίγα λόγια, με καλωσόρισε στον «καλλιτεχνικό του κόσμο» σαν παρτενέρ του.
- Πώς ήταν σαν επιχειρηματίας ο Διονυσίου; Το νυχτερινό κέντρο «Στράτος» είχε «στηθεί» εξ ολοκλήρου πάνω στα μουσικά του ενδιαφέροντα; Δηλαδή, παρουσίαζε κάποια διαφορά με τα προηγούμενα κέντρα που εμφανιζόταν εκείνη τη δεκαετία ο αξέχαστος λαϊκός βάρδος;
Στα κέντρα που εμφανιζόταν, δεν μπορούσε να ευχαριστήσει τον κόσμο που τον ήθελε περισσότερο χρόνο στο πάλκο. Και δεν του άρεσαν κι άλλα πράγματα που γίνονταν στα μεγάλα αυτά μαγαζιά, φανταζόταν διαφορετικά τη διασκέδαση. Γι’ αυτό και αποφάσισε να φτιάξει έναν χώρο, που θα του ταίριαζε καλύτερα και με το πρόγραμμα που εκείνος είχε φανταστεί. Και που, μετά τα πρώτα προγράμματα των καλλιτεχνών και το δικό του, στηνόταν ένα πάλκο αλά παλαιά, όπου όλοι καθόμασταν μέχρι το τέλος του προγράμματος και αλληλοεπιδρούσαμε με τον κόσμο σε μια ζεστή ατμόσφαιρα γεμάτη χορό και τραγούδι, διασκεδάζοντας με κόσμιο τρόπο, όπου τα όρια τα έβαζε ο Στράτος. Υπήρχε και ξεφάντωμα, αλλά και στιγμές μυσταγωγίας. Ο κόσμος έφευγε «γεμάτος».
- Σε εσάς τους νεότερους, σάς έδινε ευκαιρίες στην πίστα πάνω;
Φυσικά, ήταν πολύ δοτικός και συμβουλευτικός και μοίραζε τον χωροχρόνο του προγράμματος ακριβοδίκαια σε όλους. Πραγματικά, δεν υπήρχε παράπονο από κανέναν καλλιτέχνη ποτέ. Αρκετές φορές, όταν ήμασταν στη Θεσσαλονίκη ή στο εξωτερικό, διέκοπτε το πρόγραμμα, με σύστηνε στον κόσμο και με έβαζε να τραγουδήσω ένα τραγούδι στο «Πικ» της βραδιάς!
- Όπως είναι γνωστό, με τον αείμνηστο λαϊκό ερμηνευτή συνεργαστήκατε και σε δύο δίσκους: στο «Νομίζεις» των Χρυσοβέργη-Γιατρά (1989, Minos) και στο «Ποιος Άλλος;» του Τάκη Μουσαφίρη (1990, Minos). Πώς θα περιγράφατε τη δισκογραφική σας συνύπαρξη;
Στο αεροπλάνο, πηγαίνοντας για Αμερική, ο Στράτος σε κάποια ανύποπτη στιγμή μου λέει: «Ρε μαγκάκι γουστάρεις να τραγουδήσουμε έναν διάλογο μαζί;». Δεν μπορώ να περιγράψω τι ήταν για μένα αυτή η πρόταση. Μου ήρθε να πεταχτώ απ’ το αεροπλάνο! Αργότερα, κατάλαβα πόσο τιμητικό ήταν αυτό, γιατί σε προσωπικό του δίσκο – έκτος από έναν διάλογο με τη Λίτσα Διαμάντη – δεν είχε ποτέ τραγουδήσει κανένας άλλος. Ό,τι ντουέτα είχε τραγουδήσει με καλλιτέχνες ήταν σε δικούς τους δίσκους, ως συμμετοχή. Έτσι, τραγουδήσαμε το «Τι να φοβηθούμε».
Έπειτα, στον δεύτερο δίσκο, στο Ποιος Άλλος;, ο Στράτος ζήτησε από τον Τάκη Μουσαφίρη να γράψει κι ένα τραγούδι για μένα και έναν διάλογο: το «Όταν μια γυναίκα ξενυχτάει» και ένα καταπληκτικό τραγούδι, που, δυστυχώς, δεν προλάβαμε να τραγουδήσουμε, το «Εγώ κι εσύ».
Με λίγα λόγια, με τη συνεργασία μας, ο Στράτος με πέρασε στην Ιστορία του λαϊκού τραγουδιού και του το οφείλω!
- Έχετε κάποιες αναμνήσεις από τις τελευταίες ηχογραφήσεις για τον δίσκο «Ποιος άλλος;» που πραγματοποιήθηκαν στις 9 Μαΐου; Ισχύει ότι την τελευταία μέρα της ζωής του, τη 10η Μαΐου, δεν ηχογράφησε, αλλά παρέδωσε τη «σκυτάλη» σ’ εσάς, για να ηχογραφήσετε το τραγούδι «Όταν μια γυναίκα ξενυχτάει»;
Εκείνη την ημέρα, ο Στράτος ηχογράφησε από τα τραγούδια του κάποιες δεύτερες φωνές, αλλά επειδή μάλλον ήταν κουρασμένος κι, ενώ ήταν να πούμε το ντουέτο, είπε «ας πει η Κική το δικό της τραγούδι και λέμε αύριο το ντουέτο». Έτσι, ειπώθηκε το τραγούδι μου και έμεινε ανολοκλήρωτο το άλλο, που δεν μπορέσαμε ποτέ να πούμε…
Στο στούντιο Polysound, όπου γράφαμε, ο Στράτος είχε πολλή διάθεση, έκανε τις πλάκες του με τον παραγωγό του δίσκου, τον Αχιλλέα Θεοφίλου, αλλά φαινόταν κουρασμένος. Την ίδια βραδιά στο μαγαζί, είχε βγει από το καμαρίνι και, παρόλο που ίδρωνε και πονούσε στην κάτω κοιλιακή χώρα, βγήκε με το μαγνητοφωνάκι των ηχογραφήσεων, ώστε να ακούσουν όλοι το τραγούδι που είχα πει εγώ και να με τιμήσει ακόμη μια φορά.
Αυτό που θυμάμαι από την τελευταία μας δισκογραφική συνεργασία είναι ότι έκανα τις δεύτερες φωνές των τραγουδιών μετά τον θάνατο του Στράτου και ήταν, μάλιστα, πολύ επώδυνη διαδικασία, καθώς υπήρχε μεγάλη φόρτιση, αλλά έπρεπε να βγει ο δίσκος και να τιμηθεί ένας τόσο αγαπητός συνεργάτης, που τόσο πρόωρα είχε χαθεί.
- Τι αναμνήσεις έχετε από συναυλίες σας στο εξωτερικό;
Έχουμε ζήσει πάρα πολύ ωραίες στιγμές, τραγουδώντας έξω απ’ την Ελλάδα, όπως στη Νέα Υόρκη, στη Βοστώνη, στο Ντιτρόιτ, στη Φιλαδέλφεια, στο Ατλάντικ Σίτυ κ.α. Επίσης, στο Ισραήλ, στην Κύπρο και στο Λονδίνο, σε μια ιδιαίτερη βραδιά σε ένα αντιτορπιλικό, στον Τάμεση ποταμό.
Στο Ατλάντικ Σίτυ, ζήσαμε δύο συγκλονιστικές βραδιές, εκεί όπου τραγουδούσε ο Frank Sinatra, ο Engelbert Humperdinck και πολλοί άλλοι μεγάλοι stars. Επίσης, θυμάμαι ότι στο Ισραήλ έγινε πάταγος. Σε έναν τεράστιο χώρο, είδα τον κόσμο να του συμπεριφέρεται με λατρεία και να ξέρει όλα τα τραγούδια του απ’ έξω. Περπατούσε στο Ισραήλ και τον ήξεραν λες και ήταν στην Ελλάδα· ήταν πασίγνωστος. Μας πήγαιναν για φαγητό και όλοι του λέγανε στα ελληνικά: «Γεια σου Στράτο»!
- Θα ήταν ιδιαίτερα σημαντικό να μοιραστείτε μαζί μας τις τελευταίες στιγμές του Στράτου, όπως τις ζήσατε ως άμεση συνεργάτιδά του.
Όταν βγήκε έξω με το μαγνητοφωνάκι, όπως προείπα, που ακουγόταν το τραγούδι μου, και τον είδαμε ότι ψιλοπονούσε, όλοι οι συνεργάτες του είπαμε «Μην πας στο Χανδρής απόψε, πήγαινε σπίτι σου». Εκείνος, όμως, είχε την άλλη μέρα τις Ιπποδρομίες και πήγε εκεί, ώστε να τις δει το πρωί. Αυτό ήταν και το κακό της υπόθεσης, γιατί, για να φτάσει στο νοσοκομείο από εκεί, έπεσε σε κίνηση και, μάλιστα, σε μία μέρα, όπου πραγματοποιούνταν στην Αθήνα απεργιακές κινητοποιήσεις. Εάν ήταν στο σπίτι του, επειδή όλα τα νοσοκομεία εκεί ήταν κοντά, ίσως να τον προλάβαιναν.
- Τέλος, με τα χρόνια να έχουν περάσει και σήμερα να τιμάμε τον Στράτο Διονυσίου 32 χρόνια μετά το «φευγιό» του, θα μπορούσατε να μας αναφέρετε ποια υπήρξε η παρακαταθήκη του στον λαϊκό μας πολιτισμό;
Επειδή ο Στράτος ήταν ένας ερμηνευτής που τραγουδούσε με όλη του την ψυχή, ερμήνευε πράγματα που τον άγγιζαν τον ίδιο και τον εξέφραζαν. Δεν ήθελε να κάνει πράγματα, που δεν ήταν αντιπροσωπευτικά για εκείνον. Ήταν ένας αυθεντικός λαϊκός ερμηνευτής και άφησε πράγματα που αντέχουν και θα αντέχουν νομίζω στον χρόνο. Λαϊκά τραγούδια, που θα τα τραγουδούν πάρα πολλές ακόμη γενιές και θα διδάσκονται από την τεχνική του.
Επίσης, είχε όνειρο να τραγουδήσει τα λεγόμενα «Βυζαντινά» τραγούδια, μιας και είχε τη βυζαντινή καταγωγή και παιδεία. Μια δουλειά που, επίσης, δεν πραγματοποιήθηκε και που θα ήταν, πιστεύω, παρακαταθήκη για τον λαϊκό μας πολιτισμό, εάν είχε συμβεί.
Με τον θάνατο του Στράτου, το λαϊκό τραγούδι πήρε διαφορετική τροπή. Βλέπουμε στη σημερινή εποχή πόσο βάλλεται το μπουζούκι, με την απουσία του από τα καινούργια λαϊκά τραγούδια. Ο Στράτος θα ήταν ανοιχτός σε καινούργια πράγματα που θα τον εξέφραζαν, αλλά θα είχαν πάντα το λαϊκό στοιχείο που τον χαρακτήριζε.
Ευχαριστούμε από καρδιάς την κυρία Κική Λουκά για την ευγενική παραχώρηση της συνέντευξης!