Του Ιωάννη Περγαντή,
Οι αρχές 4ου αιώνα μ.Χ. ήταν μία αρκετά ταραχώδης περίοδος για την πολύπαθη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Η άλλοτε ανίκητη πολεμική μηχανή, η οποία είχε κατακτήσει σχεδόν ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο, βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης. Οι επιδρομές και η επέλαση των βαρβαρικών φύλων από τον Βορρά και την Ανατολή, οι διάφορες εσωτερικές συγκρούσεις ανώτατων αξιωματικών και στρατιωτικών, καθώς και η στάση των Ρωμαίων αυτοκρατόρων απέναντι στον Χριστιανισμό, έθεταν σε κίνδυνο την ακεραιότητα του κράτους.
Ο Χριστιανισμός ανέκαθεν θεωρούνταν «απειλή» για τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας. Από την πρώτη εμφάνισή του μέχρι και την θέσπιση της αρχής της ανεξιθρησκίας, η κεντρική διοίκηση είχε κηρύξει «πόλεμο» εναντίον του. Τον έβλεπαν ως «μίασμα», ως παράγοντα που έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή και την ομαλή λειτουργία του κράτους.
Αυτή, όμως, η κατάσταση έμελλε να αλλάξει στις αρχές του 4ου αιώνα. Ο Διοκλητιανός, ανώτατος άρχων της αυτοκρατορίας μέχρι και το τέλος της εξουσίας του το 305 μ.Χ., εξαπέλυσε δριμείς διώξεις εναντίον των Χριστιανών. Ήταν οπαδός του έργου του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (214-275), ο οποίος πίστευε πως για την εξασφάλιση της σταθερότητας στο εσωτερικό του κράτους θα έπρεπε να υπάρχει πνευματική και θρησκευτική ομοιογένεια μεταξύ των υπηκόων. Έτσι, ο Διοκλητιανός προέβη στην καταδίωξη όσων είχαν ασπαστεί τον Χριστιανισμό και στην προώθηση του Ρωμαϊκού Πανθέου, συμπεριλαμβανομένου και του θεού Sol Invictus (Ανίκητος Ήλιος), ο οποίος γνώρισε ιδιαίτερη διάδοση επί του Αυρηλίου.
Παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη στάση απέναντι στους Χριστιανούς δεν ήταν παντού η ίδια. Στο πλαίσιο της Τετραρχίας, οι διώξεις αυτές δεν λάμβαναν μέρος σε όλη την επικράτεια της αυτοκρατορίας. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα αποτέλεσε ο Καίσαρας της Δύσης, Κωνστάντιος ο Χλωρός, στου οποίου τη δικαιοδοσία υπάγονταν οι σημερινές περιοχές της Γαλλίας και της Αγγλίας. Στις συγκεκριμένες επαρχίες, οι Χριστιανοί αντιμετωπίζονταν με ανεκτικότητα, χωρίς διώξεις και καταστροφές εκκλησιών και ιερών χώρων. Αυτή την ανεκτικότητα θα επεδείκνυε και ο διάδοχος του Κωνστάντιου του Χλωρού, ο Κωνσταντίνος ο Α΄ (Μέγας Κωνσταντίνος).
Μετά την παραίτηση του Διοκλητιανού, το 305 μ.Χ., επικράτησε μια σύγχυση και κόντρα μεταξύ των συναυτοκρατόρων, όσον αφορά τον νόμιμο διάδοχο του Διοκλητιανού, κυρίως μεταξύ του Κωνσταντίνου Α΄ και του Μαξέντιου, Αυγούστου της Δύσης (Ιταλία, Β. Αφρική, Ισπανία). Παρά αυτό το κλίμα διχόνοιας εκείνης της περιόδου, και οι 4 συναυτοκράτορες αναθεώρησαν τη στάση τους απέναντι στους Χριστιανούς. Συνειδητοποίησαν πως η βίαιη αντιμετώπισή τους και η προσπάθεια κατάπνιξης του Χριστιανισμού δεν απέδιδε καρπούς και προκαλούσε περισσότερα αρνητικά παρά θετικά αποτελέσματα. Έτσι, οι Χριστιανοί της αυτοκρατορίας από το 306 μ.Χ. άρχισαν να απολαμβάνουν μια σχετική ανεκτικότητα και είχαν περισσότερα δικαιώματα, όσον αφορά τη λατρεία της θρησκείας τους.
Η πρώτη επίσημη αναγνώριση των δικαιωμάτων της ανεξιθρησκίας συνέβη στις 30 Απριλίου 311 μ.Χ., όταν ο Γαλέριος, Καίσαρας της Ανατολής (Ιλλυρία, Βαλκάνια), δημοσίευσε το Έδικτο της Σερδικής (σήμερα Σόφια), παραχωρώντας το δικαίωμα στους Χριστιανούς να ασπάζονται ελεύθερα το δόγμα τους στις περιφέρειές του, χωρίς τον κίνδυνο των διώξεων. Αποτέλεσε την πρώτη επίσημη αναγνώριση του Χριστιανισμού ως νόμιμης θρησκείας εντός της επικρατείας της αυτοκρατορίας. Εκτός από τον Χριστιανισμό, το έδικτο προέβη και στην αναγνώριση των βίαιων διώξεων που διενεργήθηκαν εις βάρος των Χριστιανών ανά τα χρόνια.
Το τελικό βήμα για την εδραίωση του Χριστιανισμού ως αναγνωρισμένης και νόμιμης θρησκείας εντός της αυτοκρατορίας έγινε το 313 μ.Χ. Ο Κωνσταντίνος Α΄, μετά τη νίκη του στη μάχη της Μιλβίας Γέφυρας, το 312 μ.Χ., απέναντι στον Μαξέντιο και την είσοδό του στη Ρώμη ως θριαμβευτή, συνάντησε τον Λικίνιο (είχε διοριστεί αρχικά ως Αύγουστος της Δύσης, αργότερα απέκτησε τον έλεγχο της Ανατολής) στα Μεδιόλανα (σημερινό Μιλάνο) για τους εορτασμούς του γάμου του τελευταίου με την ετεροθαλή αδελφή του Κωνσταντίνου, την Κωνσταντία. Εκεί, αφού συσκέφθηκαν, συμφώνησαν από κοινού πως θα έπρεπε να προβούν και αυτοί μετά τον Γαλέριο στην αναγνώριση του δικαιώματος των υπηκόων για ελεύθερη άσκηση της θρησκευτικής λατρείας τους. Μετά από μια έκτακτη εκστρατεία του Λικίνιου στη Μικρά Ασία εναντίον του σφετεριστή Μαξιμίνου (στρατηγός που υπαγόταν στον Λικίνιο) στις 15 Ιουνίου του ίδιου έτους δημοσιεύτηκε στην πόλη της Νικομήδειας ένα διάταγμα, το οποίο αναφερόταν σε όλα όσα είχαν συμφωνήσει αυτός και ο Κωνσταντίνος. Αυτό το διάταγμα αποτελεί το περίφημο Έδικτο των Μεδιολάνων.
Μέσω αυτού του εδίκτου, η ανεξιθρησκία αναγνωριζόταν επίσημα από το κράτος, δίνοντας την ευκαιρία στους υπηκόους να ακολουθούν οποιοδήποτε δόγμα επιθυμούν, χωρίς τη βίαιη αποτροπή και απαγόρευση από την κεντρική διοίκηση. Το περιεχόμενο του εδίκτου αναφέρεται σε μια σειρά παραχωρήσεων εκ μέρους της αυτοκρατορικής αρχής προς τους Χριστιανούς, όπως το δικαίωμα της συνάθροισης και του εκκλησιασμού, η επιστροφή της κινητής και της ακίνητης περιουσίας που είχε δημευθεί από το κράτος προς τους Χριστιανούς χωρίς κάποιο αντίτιμο και η αναγνώριση της βιαιότητας των πράξεων των προηγουμένων χρόνων, μέσω της οποίας ουσιαστικά ζητούν τη συγχώρεσή τους. Με λίγα λόγια, το κράτος παραχώρησε απόλυτη ελευθερία, όσον αφορά την αυτοδιαχείριση και τη λατρεία της θρησκείας, χωρίς καμία κύρωση και επέμβαση από κάποιον τρίτο.
Παρά την από κοινού ψήφιση αυτού του εδίκτου, ο Λίκινος δεν προχώρησε στην άμεση εφαρμογή του στο πλαίσιο της επικρατείας του, με τις διώξεις στις περιφέρειές του να μαίνονται. Η οριστική επικράτηση της αρχής της ανεξιθρησκίας και των άρθρων του εδίκτου θα λάβει χώρα το 324 μ.Χ., όταν ο Κωνσταντίνος, μετά την επικράτησή του εις βάρος του Λικίνιου, θα γίνει ο απόλυτος άρχων της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Το έδικτο αυτό υπήρξε καθοριστικό για την ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, άλλα και της ανθρωπότητας εν γένει. Χάρη σε αυτό, ο Χριστιανισμός μπόρεσε να ανθίσει και να υπερβεί τα όρια της αυτοκρατορίας, εκτοπίζοντας τους παλαιούς θεούς και πρακτικές και ανοίγοντας τον δρόμο για την ανάδυση μιας νέας Ευρώπης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κ. Αναστασίου (2013), 1.700 χρόνια από το διάταγμα των Μεδιολάνων, Η Καθημερινή. Διαθέσιμο εδώ
- Καρπόζηλος, Απόστολος (1997), Βυζαντινοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι (4ος-7ος αι.), τ. Α΄, Αθήνα: Εκδόσεις Κανάκη
- Συλλογικό Έργο (2021), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τ. 16, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών