Της Λουκίας Αστερίου,
Η οικονομία ενός κόσμου, σύμφωνα με τον Bruno Hildebrand, αναπτύσσεται σε τρεις φάσεις: στη φυσική, στην εκχρηματισμένη και την πιστωτική οικονομία. Βασική προϋπόθεση, για να οριστεί μία οικονομία σύμφωνα με τα παραπάνω, είναι ο ίδιος ο ρόλος και ο βαθμός αξιοποίησης του χρήματος. Έτσι, αν η θέση του τελευταίου σε μια κοινωνία δεν έχει άμεσο και καθοριστικό ρόλο στην ομαλή διεξαγωγή της οικονομικής δραστηριότητας, τότε η συγκεκριμένη οικονομία χαρακτηρίζεται ως φυσική. Πρόκειται για εκείνο το μοντέλο οικονομίας, στο οποίο τομείς, όπως αυτός της παραγωγής, της κατανάλωσης και της συναλλαγής δεν χρήζουν ανάγκης της παρέμβασης του χρήματος. Φυσικά, αποτέλεσμα αυτού του συστήματος είναι η δημιουργία μιας κλειστής οικονομίας, όπου τα πρόσωπα και οι συνθήκες που εμπλέκονται σε αυτήν ακολουθούν έναν φαύλο κύκλο χωρίς πολλές δυνατότητες προόδου. Η πορεία είναι προδιαγεγραμμένη, οι γαιοκτήμονες ικανοποιούνται από τις γεωργικές επιδόσεις των μικροκαλλιεργητών και οι τελευταίοι, με τη σειρά τους, καλύπτουν τις ανάγκες τους μέσα από την ίδια τη γη. Καμία ελπίδα για βελτίωση, πλουτισμό και ανέλιξη. Το ερώτημα που προκύπτει σε αυτή τη φάση είναι τι συμβαίνει στη μεσαιωνική δυτική Ευρώπη.
Η απάντηση, όσον αφορά τη φύση της οικονομίας στον δυτικό πρώιμο μεσαιωνικό κόσμο, είναι αρκετά πιο πολύπλοκη. Από τη μία, αναφορές σε κείμενα αναδεικνύουν τη χρήση του χρήματος σε συναλλαγές από όλα τα κοινωνικά στρώματα και άρα ανοίγουν τον δρόμο για τον χαρακτηρισμό της οικονομίας ως εγχρήματης και από την άλλη, φανερώνουν και μια άλλη πτυχή του χρήματος, εντελώς αντιφατική. Το χρήμα, δηλαδή, χρησιμοποιείται πολλές φορές ως σημείο αναφοράς και εκτίμησης (apreciadura) των προϊόντων. Τελικά, όμως, πραγματοποιούνται συναλλαγές με τις πρακτικές μίας φυσικής οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, μία υπηρεσία ή ένα προϊόν θα εκτιμηθεί με την αξία ενός ποσού. Όμως, στην πραγματικότητα, θα αποπληρωθεί το χρέος με κάποια άλλη, ίσως, υπηρεσία ή προϊόν αντίστοιχα. Έτσι, ο πλουραλισμός της μεσαιωνικής οικονομίας αφήνει ανοιχτά πολλά παράθυρα επιλογών.
Η οικονομική δραστηριότητα κατά τον Μεσαίωνα, λοιπόν, στηριζόταν έντονα και στον αντιπραγματισμό, αλλά και στην αξιοποίηση του χρήματος. Και παρά τα τεκμήρια που αποδεικνύουν την αδιάκοπη χρήση των νομισμάτων (με διαφορετική ένταση), συχνή είναι η εντύπωση ότι το τελευταίο ήταν αρκετά περιορισμένο˙ και αυτό ισχύει. Πράγματι, σε ευρύτερη αξιοποίησή του προβαίνουν τα μέλη των ανώτερων κοινωνικά τάξεων, κληρικοί και λαϊκοί άρχοντες, οι οποίοι, προβάλλοντας μια ανάγκη για την κάλυψη χρεών μέσω του χρήματος και, συνάμα, για λόγους γοήτρου, καταλήγουν σε αυτό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν αντικείμενα πολυτελείας και, συγχρόνως, η χρήση διαφορετικών μεταλλικών νομισμάτων. Από την άλλη, αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι ότι το νόμισμα έλυνε τα χέρια σε περιπτώσεις συναλλαγών, που δεν μπορούσαν να ολοκληρωθούν με τις μεθόδους του ανταλλακτικού εμπορίου. Αν λάβουμε υπόψη το παράδειγμα του αλατιού και τη σημασία που είχε για τον μέσο άνθρωπο, γίνεται αντιληπτό ότι τα άτομα κατέφευγαν στον αντιπραγματισμό, γιατί απλώς με αυτόν τον τρόπο υπήρχε η δυνατότητα να εξασφαλίσουν προϊόντα που δεν παρήγαν μόνοι τους.
Το ερώτημα που εύλογα δημιουργείται σε κάποιον έχει να κάνει με την εύρεση των ίδιων των χρημάτων. Για να δοθεί απάντηση, πρέπει να γίνει κατανοητή η δομή της μεσαιωνικής κοινωνίας. Ο τρόπος επιβίωσης των κοινωνικών τάξεων ήταν η υποταγή στην εξουσία κάποιου άλλου δυνατότερου. Έτσι λοιπόν, και οι μικρό–καλλιεργητές είχαν το δικαίωμα της επικαρπίας στη γη των ισχυρότερων γαιοκτημόνων με το αντάλλαγμα της εξασφάλισης των προς το ζην. Αντιλαμβανόμενος κανείς, επομένως, τον τρόπο που λειτουργούσε το γαιοκτητικό και, συνάμα, οικονομικό σύστημα στον Μεσαίωνα, δεν αποτελεί έκπληξη το ότι για τη χαμηλότερη κοινωνικά τάξη οι συναλλαγές γίνονταν κατά βάση με προϊόντα από την ίδια τη γη. Εξάλλου, όταν μοναδικό κίνητρο των ανθρώπων μέχρι τους κύριους μεσαιωνικούς χρόνους είναι η επιβίωση, είναι λογικό και ο τρόπος που δραστηριοποιούνται να αλλάζει. Η εξασφάλιση τροφής, οικίας και ενδυμάτων για την κάλυψη των καθημερινών και αναγκαίων είναι οι βασικές επιταγές της ζωής του μέσου ανθρώπου. Η γη μπορεί και εξυπηρετεί αυτές τις ανάγκες του ατόμου. Αυτό που πρέπει να γίνει σαφές είναι ότι στη μεσαιωνική κοινωνία τα όρια των τάξεων είναι αυστηρά οριοθετημένα και πλαισιωμένα, ώστε η μεταπήδηση από τη μία τάξη στην άλλη είναι σπάνιο φαινόμενο. Στόχος του μεσαιωνικού ανθρώπου είναι η διατήρηση της κοινωνικής του θέσης.
Στη διάρκεια του 10ου–14ου αιώνα, μπαίνουν νέες βάσεις για τη μετάβαση στην Δυτική Ευρώπη, από τη μία, στην εκχρηματισμένη οικονομία και, από την άλλη, στην αύξηση της φεουδαρχικής προσόδου. Πρόκειται για τους αιώνες που το βιοτικό επίπεδο στον Μεσαίωνα ανεβαίνει και κατά συνέπεια η υλική ζωή γνωρίζει ταχύτατη βελτίωση. Η δημογραφική αύξηση του πληθυσμού φέρει περισσότερα εργατικά χέρια προς αξιοποίηση. Έτσι, περισσότεροι άνθρωποι που καλλιεργούν τη γη παράγουν και περισσότερα και, έτσι, παρατηρείται πλεόνασμα και, συνάμα, αύξηση των μισθών. Η επέκταση του εμπορίου σε μεγάλη κλίμακα δημιούργησε την ανάγκη κοπής νομισμάτων στα αστικά κέντρα, προκειμένου να αξιοποιηθούν στο πλαίσιο των συμφωνιών και των συναλλαγών. Ο 13ος αιώνας είναι ο αιώνας της νομισματικής αναγέννησης, κατά τον οποίο Ισπανοί, Ιταλοί, Γάλλοι, Άγγλοι και Γερμανοί ηγεμόνες, αλλά και πόλεις ξεχωριστά κόβουν νομίσματα υψηλής αξίας. Τα παραπάνω θα λειτουργήσουν καταλυτικά και θα μεταμορφώσουν τη Δύση, θέτοντας τα πρώτα θεμέλια για την «οικοδόμηση» της νεότερης Ευρώπης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Le Goff, Jacques (1991), Ο Πολιτισμός της μεσαιωνικής Δύσης, μτφρ: Ρίκα Μπενβενίστε, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Βάνιας.
- Nicholas, David (2013), Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου, μτφρ: Μαριάννα Τζιαντζή, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.