Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Όλοι μας λίγο πολύ έχουμε ακούσει κάπου φευγαλέα για ορισμένα αξιόλογα αρχιτεκτονήματα και επιτεύγματα των αρχαίων πολιτισμών της Μεσογείου, όμως, κάποια από αυτά ξεχωρίζουν για την πολυπλοκότητα, την αρτιότητα και το μεγαλείο τους. Έτσι, έχει προκύψει να συγκαταλέγουμε επτά από αυτά τα αρχαία κατασκευάσματα στα θαύματα του Αρχαίου κόσμου. Ωστόσο, η επιλογή τους διαφέρει ανά εποχή και ανά συγγραφέα, αφού ο καθένας θέτει τα δικά του κριτήρια. Η κατηγοριοποίηση που έχει επικρατήσει στις μέρες μας προέρχεται από δύο συγγραφείς της Ελληνιστικής περιόδου, τον Αντίπατρο της Σιδώνας και τον Φίλωνα τον Βυζάντιο. Επιγραμματικά, λοιπόν, τα έξι από αυτά είναι οι πυραμίδες της Αιγύπτου, ο ναός της Αρτέμιδος στην Έφεσο, το χρυσελεφάντινο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία, το Μαυσωλείο της Αλικαρνασσού, ο Κολοσσός της Ρόδου και ο φάρος της Αλεξάνδρειας. Το εύλογο ερώτημα, όμως, που γεννάται σε αυτό το σημείο είναι «ποιο είναι το έβδομο θαύμα;».
Το έβδομο θαύμα, με το οποίο θα ασχοληθούμε σε αυτό το άρθρο, είναι οι Κρεμαστοί Κήποι της Βαβυλώνας, ένα σπάνιο επίτευγμα της μηχανικής, της αρχιτεκτονικής και της φυτολογίας. Ωστόσο, η ύπαρξή τους έχει διχάσει τους ειδικούς, διότι η έλλειψη αρχαιολογικών ευρημάτων έχει οδηγήσει ορισμένους μελετητές στο να αμφισβητούν την υπόστασή τους, ενώ, από την άλλη, υπάρχουν οι επιστήμονες που στηρίζονται στις μαρτυρίες των αρχαίων ιστορικών, αν και αυτές είναι αρκετά μεταγενέστερες της εποχής που εικάζεται ότι χτίστηκαν οι κήποι. Το σίγουρο είναι, πάντως, ότι έχουν αφήσει μια μακρά ιστορία γύρω από το όνομά τους. Επίσης, ορισμένοι μελετητές έχουν ισχυριστεί πως η έδρα των κήπων δεν ήταν στη Βαβυλώνα, αλλά στην πόλη Νινευή, δίνοντας μια διαφορετική τροπή στην όλη υπόθεση, καθώς εκεί υπάρχουν ορισμένα αρχαιολογικά κατάλοιπα.
Οι περισσότεροι, όμως, τοποθετούν την ίδρυσή τους μεταξύ 605-562 π.Χ., επί της βασιλείας του Nebuchadnezzar II (με μια άλλη εκδοχή να θέλει τη βασίλισσα Sammuramat να έχει χτίσει τους κήπους), ενός σημαντικού ηγεμόνα που εδραίωσε την εξουσία της αυτοκρατορίας του, καθιστώντας τη Βαβυλώνα ως πρωτεύουσα, χτίζοντας, επίσης, μνημειώδη τείχη για την προστασία της, ενώ επεξέτεινε τα σύνορα της αυτοκρατορίας του έναντι των Ασσυρίων, φτάνοντας μέχρι την Ιερουσαλήμ, όπου και την κατέλαβε το 597 π.Χ. Η Βαβυλώνα, μάλιστα, συνέχισε να αποτελεί καίριας σημασίας πόλη και σε μετέπειτα πολιτισμούς, όπως των Αχαιμενιδών και των Σελευκιδών.
Μια από τις πρωιμότερες πηγές που αναφέρεται στους κήπους είναι αυτή του Έλληνα ιστορικού Ηρόδοτου, ο οποίος κάνει μια αναφορά όχι στους κήπους αυτούς καθ’ αυτούς, αλλά στο αρδευτικό σύστημα που διέθεταν, καθώς το θεωρούσε αρκετά αξιόλογο. Μια πληρέστερη εικόνα έχουμε από τον Berossus (Βηρωσσός), έναν Βαβυλώνιο συγγραφέα που είχε φτάσει στην Κω και στο έργο του, που έχει σωθεί αποσπασματικά, μαθαίνουμε ορισμένες χρήσιμες πληροφορίες.
Εκεί, λοιπόν, αναφέρει πως οι κήποι δημιουργήθηκαν για χάρη της Αμύτης (βασιλική σύζυγος), έτσι ώστε να της θυμίζουν την ανθισμένη πατρίδα της, ωστόσο, το όνομα της γυναίκας αυτής δεν συναντάται στα αναλυτικά βαβυλωνιακά αρχεία, καθιστώντας το επιχείρημα αυτό έωλο. Σχετικά με την αρχιτεκτονική του χώρου, ο Berossus μας περιγράφει ψηλές πέτρινες αναβαθμίδες, ενώ οι βεράντες που δημιουργούνταν ήταν περικυκλωμένες από αναρριχόμενα φυτά, προσδίδοντας στο τοπίο μια τροπική αίσθηση, πέραν, όμως, από τα φυτά αυτά, υπήρχαν και πολλά είδη δέντρων, καρποφόρων (Συκιές, Κυδωνιές, Αμυγδαλιές κ.α.) και μη (Ιτιές, Έλατα, Φοινικιές κ.λπ.). Στον χώρο αυτό δεν υπήρχαν, όμως, μόνο φυτά και δέντρα, καθώς, σύμφωνα με τις περιγραφές, έχουμε και πλήθος αγαλμάτων και αγγείων, παρέχοντας, έτσι, μια πιο ολοκληρωμένη σύνθεση.
Από την άλλη, έχουμε και τις περιγραφές δύο ακόμα συγγραφέων, του γεωγράφου Στράβωνα και του Διόδωρου Σικελιώτη. Ο τελευταίος, μέσα από το πολυσχιδές σύγγραμμά του Bibliotheca historica, μας έχει αφήσει μια λεπτομερή καταγραφή για το πώς ήταν κατασκευασμένοι οι κήποι. Σύμφωνα, λοιπόν, με τον Διόδωρο, υπήρχαν μεγάλοι δοκοί, οι οποίοι συγκρατούσαν ένα στρώμα από καλαμιές που είχαν ανακατευτεί με πίσσα, για να δημιουργήσουν ένα συμπαγές σώμα. Από πάνω, είχαν τοποθετηθεί ψημένα τούβλα και το τελευταίο στρώμα που υπήρχε ήταν φτιαγμένο από μόλυβδο. Η κατασκευή αυτή δεν είχε μόνο ένα επίπεδο, αλλά πολλά, καθιστώντας το όλο θέαμα επιβλητικό λόγω των πολλών επιπέδων και του ύψους του. Ο Στράβωνας, με τη σειρά του, παραθέτει πως το πότισμα των πλούσιων φυτών και δέντρων γινόταν μέσω του Ευφράτη ποταμού και μιας περίπλοκης υδραυλικής κατασκευής.
Η σύγχρονη αρχαιολογική έρευνα στη Βαβυλώνα ξεκινά το 1899 από τον Γερμανό αρχαιολόγο Robert Koldewey, ο οποίος κατάφερε να φέρει στην επιφάνεια 14 θολωτά δωμάτια, θεωρώντας πως πρόκειται για τους περίφημους κήπους, ωστόσο, όπως αποδείχτηκε, τελικά, στη συνέχεια, δεν ήταν τίποτα περισσότερο από τις αποθήκες του παλατιού. Από την άλλη, έχουμε ορισμένες έμμεσες μαρτυρίες για την ύπαρξη ενός μνημειώδους κατασκευάσματος με πλούσια βλάστηση, καθώς έχουν σωθεί σφραγίδες και ψηφιδωτά από άλλες περιοχές της Μεσογείου, οδηγώντας αρκετούς μελετητές στην υπόθεση πως είναι αποτυπώσεις των περίφημων κήπων της Βαβυλώνας. Όποια κι αν είναι η αλήθεια, το βέβαιο είναι πως οι Κρεμαστοί Κήποι έχουν αφήσει τη δική τους μεγάλη ιστορία και πλέον μένει να φανεί για το εάν ήταν πραγματική ή προϊόν θρυλικών παραδόσεων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Από την ιστοσελίδα Britannica, στο “Hanging Gardens of Babylon”, Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα History, στο “Hanging Gardens Existed, but not in Babylon” του Christopher Klein, Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα World History Encyclopedia, στο “Hanging Gardens of Babylon” του Mark Cartwright, Διαθέσιμο εδώ
- Από την ιστοσελίδα National Geographic, στο “We know where the 7 wonders of the ancient world are—except for one” του J. L. Montero Fenollós, Διαθέσιμο εδώ