Της Σοφίας Πεχλιβανίδου,
Σε συζητήσεις μεταξύ φίλων, σε οικογενειακές συναντήσεις, στα περίφημα εορταστικά τραπέζια, όπου πάντα θα βρεθεί κάποιος να κάνει την ερώτηση σχετικά με την προσωπική μας ζωή, ερχόμαστε κάποια στιγμή αντιμέτωποι με το «βάσανο» για πολλές και πολλούς που λέγεται «Πώς θα βρω τον έρωτα της ζωής μου;» και προσθέτω ένα ακόμη ερώτημα: «Και όταν τον βρω, πώς θα ξέρω τι να τον κάνω;». Στ’ αλήθεια, όλοι έχουμε πει ή έχουμε ακούσει από δικούς μας ανθρώπους να λένε ότι είναι στην αναζήτηση του ανθρώπου τους ή ότι προσπαθούν να ξεπεράσουν εκείνο το άτομο που τους πλήγωσε, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι ανθρώπινες σχέσεις κάθε είδους, πολύ περισσότερο οι ερωτικές μας σχέσεις, έχουν γίνει —ή ήταν ανέκαθεν— πολύ σύνθετες και συχνά αποτυγχάνουν — ή απλώς είμαστε ειλικρινέστεροι πια στην παραδοχή ότι πράγματι δεν ταιριάζουν όλοι με όλους και όταν κάποιος δεν μας ταιριάζει, δεν τον ανεχόμαστε, αλλά τον εγκαταλείπουμε.
Κάθε έρωτας έχει δύο χαρακτηριστικά: τον ενθουσιασμό και τον φόβο. Ο έρωτας, όταν τον συναντάς, σε ενθουσιάζει, σε κάνει να νιώθεις δυνατότερος, έχεις υπερένταση, χαμογελάς συνέχεια και σκέφτεσαι τον άνθρωπο που ποθείς με τέτοιο τρόπο που νομίζεις ότι είστε μόνοι σας στον κόσμο. Από την άλλη, για κάθε ενθουσιώδη έρωτα, υπάρχει ο αντίστοιχα «ενθουσιωδώς» φοβισμένος εαυτός μας που τρέμει στην ιδέα ότι θα χαθεί όλο αυτό το γιγαντιαίο συναίσθημα που βιώνει. Και πράγματι, το ρίσκο του να χαθεί ο έρωτας, να μείνει ανεκπλήρωτος, να λήξει μια σχέση και να μην έχει σημασία ο ενθουσιασμός τελικά είναι τόσο μεγάλο, που συχνά αποτελεί και λόγο για τον οποίο πολλοί άνθρωποι αποφεύγουν να ερωτευτούν, θεωρώντας ότι προφυλάσσουν τον εαυτό τους από το να βιώσουν έναν μικρό θάνατο: την απώλεια ενός μεγάλου έρωτα.
Το ερώτημα που τίθεται είναι εάν αναγνωρίζουμε τον μεγάλο έρωτα όταν τον βιώνουμε ή όταν παύει να υπάρχει. Κάπως έτσι αναρωτιόταν για τον έρωτα που έχασε η Ελένη Καρακάση, στη θεατρική παράσταση του Ντίνου Σπυρόπουλου με τίτλο «Είμαι χάλια», που παρακολούθησα στο θέατρο Αυλαία στη Θεσσαλονίκη στο πλαίσιο της περιοδείας της. Η Ελένη, η μοναδική ηρωίδα της οποίας την ιστορία παρακολουθούμε στο θεατρικό έργο, έχει μόλις χωρίσει έπειτα από 20 χρόνια γάμου. Μετακομίζει και, ελεύθερη πια, αναρωτιέται αν έκανε τη σωστή επιλογή, τι πήγε λάθος, ποιος έφταιξε, αν έπρεπε να μείνει, αν τον αγαπάει ακόμη, αν έφταιγε κι εκείνος σε ό,τι συνέβη και τέλος πάντων, πού πήγε αυτός ο μεγάλος έρωτας που έζησε κάποτε με τον άνθρωπο που επέλεξε να παντρευτεί. Η Ελένη φτιάχνει τη νέα της ζωή από το μηδέν, σαν να ξαναζεί για πρώτη φορά, έχοντας χάσει αυτό που μας εξασφαλίζει μια σταθερή σχέση: συναισθηματική ασφάλεια και σταθερή καθημερινότητα. Αναντίρρητα, για την ίδια και για κάθε άνθρωπο που έχει ερωτευτεί, έχει σχετιστεί για καιρό με κάποιον ή κάποια και έχει αναπτύξει συναισθήματα, η απώλεια αυτή είναι το πιο οδυνηρό σημείο ενός χωρισμού.
Στην ουσία του πράγματος, όταν χάνουμε έναν άνθρωπο από τη βολική μας καθημερινότητα, χάνουμε τη συνήθειά μας, και η δύναμη της συνήθειας είναι πράγματι πολύ μεγαλύτερη απ’ όσο φανταζόμαστε. Στο πλαίσιο αυτής της αλλαγής συνηθειών, λοιπόν, η Ελένη συμβουλεύεται τον ψυχολόγο της —τον οποίο υποδύεται ο συγγραφέας και σκηνοθέτης του έργου, Ντίνος Σπυρόπουλος— προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της κάθε φορά που την παρασύρουν οι αναμνήσεις της ότι «είναι η Ελένη και είναι εντάξει!». Ο ψυχολόγος της Ελένης παρεμβαίνει σε διάφορα σημεία του έργου και όσο εκείνη περιγράφει στιγμές της σχέσης της με τον μεγάλο της έρωτα, άλλοτε χαμογελώντας, άλλοτε βρίζοντας, άλλοτε κλαίγοντας, μας υπενθυμίζει ότι στο τέλος, ο μεγάλος έρωτας δεν είναι αυτός που διαρκεί περισσότερο, ούτε αυτός που μας συνεπαίρνει ανεξαρτήτως διάρκειας, αλλά εκείνος που μας πληγώνει πιο πολύ, γιατί εκείνος μας δίνει και τα περισσότερα μαθήματα ζωής.
Αυτό που προκύπτει, λοιπόν, από την ιστορία της Ελένης, της κάθε Ελένης, είναι ότι το δύσκολο δεν είναι να βρεις τον έρωτα. Το δύσκολο ήταν πάντα, και είναι ακόμα, να μπορεί ο άνθρωπος που θα συναντήσει τον έρωτα να τον εκτιμήσει, να τον κρατήσει, να τον γνωρίσει σε βάθος και να μπορέσει να διαχειριστεί αυτό που του συμβαίνει, χωρίς να φοβάται. Η ανωριμότητα του συναισθήματος και η άγνοια του ίδιου μας του εαυτού είναι εκείνη που μας παγιδεύει σε σχέσεις άνευ νοήματος, σε έρωτες που αντί να μας ηρεμούν, μας ταράζουν, σε ανθρώπους που γίνονται τοξικοί για εμάς ή γινόμαστε εμείς για εκείνους και σε απογοητεύσεις που δεν μπορούμε πλέον να αποδεχτούμε. Δεν είναι η απώλεια του έρωτα που πονάει, επομένως, αλλά η διάψευση της προσδοκίας ότι επιτέλους βρήκαμε τον άνθρωπο που θα μας αντέξει και θα τον αντέξουμε, εκείνο το άτομο που θα προσπαθήσει να σώσει ό,τι χαλάει με τη φθορά που επιφέρει ο χρόνος και δεν θα τα παρατήσει και αντίστοιχα θα προσπαθήσουμε και εμείς για όλα αυτά.
Κάτι που σίγουρα θα κρατήσω στη μνήμη μου από τη συγκεκριμένη παράσταση και την προσπάθεια του συγγραφέα να ερμηνεύσει όσα βιώνει μια γυναίκα που έχει μόλις εγκαταλείψει τη βολική της ρουτίνα, θεωρώντας ότι έτσι μοιάζει μάλλον ο έρωτας, είναι η προτροπή του να εκφράζουμε τις συναισθηματικές μας ανάγκες, όσα θέλουμε, όσα ψάχνουμε, όσα νιώθουμε, είτε είμαστε γυναίκες είτε άντρες, να είμαστε ξεκάθαροι στο τι θέλουμε και στο τι δίνουμε στον εκάστοτε έρωτα που εμφανίζεται μπροστά μας. Ο έρωτας, άλλωστε, όπως είπε ο ψυχολόγος στο τέλος, είναι —ή πρέπει να είναι— το ταξίδι και όχι ο προορισμός μας. Ζώντας έρωτες και απογοητεύσεις, ερχόμαστε πιο κοντά σε αυτό που όντως θα μας κάνει ευτυχισμένους· και αν καμιά φορά η απογοήτευση και ο πόνος μάς ρημάζουν την καρδιά και πιστεύουμε ότι δεν θα αντέξουμε άλλο, να φωνάζουμε, όπως έκανε η Ελένη, με όλη μας τη δύναμη: «Είμαι χάλια!!!».
Για όσες φορές γίναμε χάλια και φοβηθήκαμε να το παραδεχτούμε στον ίδιο μας τον εαυτό, υπάρχουν αντίστοιχα άλλες τόσες που ήμασταν μια χαρά και δεν δώσαμε τη δέουσα σημασία στο συναίσθημα. Μέχρι τον επόμενο έρωτα που θα έρθει στον δρόμο μας, συνεπώς, ας φωνάξουμε αυτό που αισθανόμαστε δυνατά. Κι αν είμαστε χάλια, δεν πειράζει, τίποτα δεν κρατάει για πάντα ούτως ή άλλως, το ζητούμενο είναι το ταξίδι, ας το θυμόμαστε συχνότερα!