Του Αθανάσιου Ρούτση,
Η χρήση των πτητικών μηχανών ως μέσου διεξαγωγής πολέμου είναι ένα, σχετικά, πρόσφατο φαινόμενο. Για πρώτη φορά εμφανίστηκαν το 1903 και η πρώτη χώρα που προχώρησε στη χρήση τους ήταν η Γαλλία, όταν, το 1910, αποτέλεσε την πρώτη αεροπορική δύναμη στον κόσμο. Ακολούθησαν, φυσικά, και άλλες χώρες στους μετέπειτα πολέμους, αρχής γενομένης από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου η Γαλλία, η Μ. Βρετανία, η Γερμανία, ακόμα και η Ιταλία, διέθεταν αεροπορικές δυνάμεις.
Όσον αφορά την τακτική χρήση τους, υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις για να μπορέσουν οι αεροπορικές δυνάμεις να γίνουν λειτουργικές. Για να μπορέσει ένα επιτιθέμενο κράτος να προβάλλει ισχύ σε έναν αντίπαλο, χρησιμοποιώντας την αεροπορία του, θα πρέπει αυτό να αποκτήσει τον εναέριο έλεγχο της περιοχής, προτού καταφέρει να αποφέρει κάποιο πλήγμα. Από τη στιγμή που έχει επιτευχθεί αυτό, η αεροπορία του εκάστοτε επιτιθέμενου κράτους μπορεί να επιδιώξει τρία ενδεχόμενα.
Αρχικά, μπορεί να υποστηρίξει τις μονάδες του στρατού ξηράς, που μάχονται στο έδαφος. Αυτός ο ισχυρισμός, ωστόσο, βασίζεται στην προϋπόθεση που υποστηρίζεται από πολλούς, και ενίοτε από την ίδια την πραγματικότητα, πως από μόνες τους οι αεροπορικές δυνάμεις δεν είναι σε θέση να διεκδικήσουν τη νίκη σε έναν πόλεμο. Οπότε, η αποστολή τους είναι να παράσχουν άμεση τακτική υποστήριξη στις χερσαίες δυνάμεις. Σε αυτήν την περίπτωση, η αεροπορία στοχεύει στο να καταστρέψει εχθρικά στρατεύματα από τον αέρα, κυρίως με τη ρίψη βομβών. Μπορεί, επίσης, να χρησιμεύσει στη μεταφορά εφοδίων και στρατευμάτων.
Ένα δεύτερο ενδεχόμενο πλήγμα που μπορεί να επιδιώξει είναι η στρατηγική απομόνωση. Αυτή συνίσταται σε αεροπορικά πλήγματα στις πίσω γραμμές του αντίπαλου στρατού, με στόχο την καταστροφή αντίπαλων στρατευμάτων ή την καθυστέρηση της μεταφοράς εφοδίων στην πρώτη γραμμή. Στόχοι αυτής της τακτικής μπορούν, επίσης, να αποτελέσουν αποθήκες εφοδιασμού, εφεδρικές μονάδες, ακόμα και γραμμές επικοινωνιών. Παράλληλα, πιθανό είναι να επιχειρηθεί η απομόνωση της πολιτικής ηγεσίας από τον γενικό πληθυσμό.
Εντούτοις, πέρα από αυτές τις επικουρικές προς τον στρατό ξηράς επιχειρήσεις, οι αεροπορικές μονάδες μπορούν να προβάλλουν και ανεξάρτητα ισχύ εναντίον ενός εχθρικού κράτους με τον στρατηγικό βομβαρδισμό. Μέσω αυτού, η αεροπορία προσπαθεί να πλήξει άμεσα το έδαφος του αντιπάλου, αδιαφορώντας για το τι συμβαίνει σε αυτό. Αυτή η χρήση των αεροπορικών μονάδων είναι και αυτή που εγείρει τους ισχυρισμούς ότι η αεροπορία είναι ικανή από μόνη της να κερδίσει πολέμους. Παρ’ όλα αυτά, στόχος του στρατηγικού βομβαρδισμού είναι να εξαναγκάσει τον αντίπαλο σε όσο το δυνατόν γρηγορότερη παράδοση. Αυτό μπορεί να συμβεί είτε μέσω μαζικών χτυπημάτων εναντίον του άμαχου πληθυσμού είτε καταστρέφοντας την οικονομία του.
Η Γερμανία ήταν η πρώτη χώρα που χρησιμοποίησε τις αεροπορικές της μονάδες για τον βομβαρδισμό εχθρικών πόλεων. Τα αεροπλάνα, βέβαια, εκείνης της περιόδου δεν ήταν εξελιγμένα. Η Γερμανία χρησιμοποίησε αερόπλοια τύπου zeppelin για να βομβαρδίσει βρετανικές πόλεις. Από την άλλη πλευρά, τα βρετανικά αεροσκάφη δεν ήταν σε θέση να χρησιμοποιηθούν επιθετικά, καθώς υστερούσαν σε θέμα τεχνολογίας σε σχέση με τα γερμανικά. Τα γαλλικά αεροσκάφη βρίσκονταν σε καλύτερη μοίρα από αυτή των βρετανικών, όμως και πάλι η τεχνολογική ανάπτυξη της εποχής, γενικότερα, δεν μας επιτρέπει να κάνουμε λόγο για μονάδες πολεμικής αεροπορίας, όπως συμβαίνει σήμερα ή όπως συνέβη κάποια χρόνια μετά, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Κατά κύριο λόγο, η χρήση των αεροσκαφών, κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγινε για αναγνωριστικούς σκοπούς, αλλά και για μεταφορά στρατιωτών. Βέβαια, δεν έλειψαν και οι περιπτώσεις χρήσης τους για ρίψη αερίων.
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η τεχνογνωσία που τα κράτη κατείχαν ήταν σαφώς ανώτερη από αυτή των προηγούμενων ετών. Αυτό αποτυπώνεται και στα νούμερα που τα αντίπαλα στρατόπεδα κινητοποίησαν από πλευράς αεροπορικών δυνάμεων. Ενδεικτικά, το 1940, η αεροπορική δύναμη του Γ΄ Ράιχ ανέρχονταν στα 5.466 αεροσκάφη, από τα οποία, ωστόσο, μόνα τα 4.020 (ή και λιγότερα) ήταν άμεσα διαθέσιμα και λειτουργικά. Η Γαλλία, από την άλλη, διέθετε μια δύναμη της τάξης των 3.562 μαχητικών αεροσκαφών και η Μ. Βρετανία, σε συνδυασμό με το Βέλγιο και την Ολλανδία, άλλα 500. Αυτό το νούμερο, όμως, δεν ήταν ενδεικτικό των δυνατοτήτων της βιομηχανίας της Μ. Βρετανίας, καθώς, μέσα στα επόμενα χρόνια, το μέγεθος της δύναμής της αυξήθηκε κατά πολύ. Κατά τη διάρκεια αυτού του πολέμου ήταν που ο βομβαρδισμός αμάχων και στρατηγικών σημείων χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον.
Βέβαια, η τακτική του στρατηγικού βομβαρδισμού δεν αποτέλεσε σημαντικό είδος προβολής ισχύος σε αντίπαλο κράτος, μετά το 1945. Με την ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων, οι Μεγάλες Δυνάμεις έπαψαν να απειλούν η μία την άλλη με τη χρήση συμβατικών βομβαρδιστικών. Αντ’ αυτού, βασίστηκαν στην κατοχή και στην απειλή χρήσης των πυρηνικών όπλων. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός πως, κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, ούτε οι Η.Π.Α. ούτε η Ε.Σ.Σ.Δ. σχεδίαζαν να πραγματοποιήσουν συστηματική εκστρατεία στρατηγικού βομβαρδισμού η μία εναντίον της άλλης, σε περίπτωση μεταξύ τους πολέμου.
Παρ’ όλα αυτά, το ίδιο δεν ίσχυσε, όταν οι Μεγάλες δυνάμεις βρέθηκαν σε εμπόλεμη κατάσταση με άλλες μικρότερες. Η τακτική του στρατηγικού βομβαρδισμού συνέχισε να χρησιμοποιείται. Αυτή χρησιμοποίησε, για παράδειγμα, η Σοβιετική Ένωση εναντίον του Αφγανιστάν, τη δεκαετία του 1980, και οι Η.Π.Α. εναντίον του Ιράκ και της Γιουγκοσλαβίας, τη δεκαετία του 1990. Το ίδιο έπραξαν και χώρες, όπως η Ιταλία εναντίον της Αιθιοπίας, το 1936, η Ιαπωνία εναντίον της Κίνας, από το 1937 ως το 1945.
Ωστόσο, φαίνεται πως, σε καμία περίπτωση, ο στρατηγικός εναέριος βομβαρδισμός και η χρήση αεροπορικών δυνάμεων, γενικότερα, δεν ήταν επαρκής, ώστε να εξαναγκάσει τον αντίπαλο σε συνθηκολόγηση. Σε όλες τις περιπτώσεις που προαναφέρθηκαν, αλλά και σε πολλές άλλες, ο σοβαρός βομβαρδισμός του αντιπάλου ξεκίνησε. Στην περίπτωση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, επί παραδείγματι, ο βομβαρδισμός της Γερμανίας αποφασίστηκε από τους συμμάχους στη διάσκεψη της Casablanca, τον Ιανουάριο του 1943, ενώ η ήττα της Γερμανίας ήταν ήδη εμφανής από το 1942. Εκτός αυτού, η ισχυρή εναέρια επίθεση δεν ξεκίνησε παρά μόνο την άνοιξη του 1944.
Παρά ταύτα, η χρήση των αεροπορικών δυνάμεων δεν χρησιμοποιήθηκε μόνο για επιθετικούς σκοπούς. Μια τέτοια περίπτωση ήταν αυτή του αποκλεισμού του Βερολίνου από τη Σοβιετική Ένωση, που ξεκίνησε στις 24 Ιουνίου 1948, με αφορμή την προσπάθεια των δυτικών να εισαγάγουν στη δική τους ζώνη κατοχής ένα ενιαίο νόμισμα. Η αντίδραση των δυτικών στον αποκλεισμό ήταν άμεση και, αφού εξέτασαν τις επιλογές τους, στις 26 του ίδιου μήνα, ξεκίνησε μια τεράστια προσπάθεια τροφοδοσίας της πόλης με αεροπλάνα. Όσο κράτησε ο αποκλεισμός (1948-1949), οι ημερήσιες παραδόσεις εφοδίων ξεπερνούσαν τους 6.000-7.000 τόνους, με πτήσεις που πολλές φορές κατέφθαναν ανά λεπτό.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Frieser, Karl-Heinz (2013), The Blitzkrieg Legend: The 1940 Campaign in the West, Annapolis: Naval Institute Press
- Mearsheimer, John J. (2007), Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, Αθήνα: Εκδ. Ποιότητα
- Stevenson, David (2012), 1914-1918: The History of the First World War, Penguin Books
- Αποστολόπουλος, Κ. Δημήτρης (2011), Ο Ψυχρός Πόλεμος και τα αίτια της γερμανικής διχοτόμησης, 1945-1949, στο Π. Ήφαιστος, Κ. Κολιόπουλος, Ευ. Χατζηβασιλείου (επιμ.), «Η έναρξη του Ψυχρού Πολέμου, 1941-1950: Στρατηγικά ή Ιδεολογικά αίτια;» (σελ. 212-238), Αθήνα: Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο