Της Νόρας Κούρτη,
Ο όρος δικαστική πλάνη είναι γνωστός σε όλους μας, ωστόσο, πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν αναφερόμαστε σε νομικό όρο, αλλά περισσότερο σε κοινωνιολογικό. Σε δικαστική πλάνη οδηγούν τα ουσιαστικά σφάλματα του δικαστηρίου, δηλαδή ελλείψεις ή παρερμηνείες, που σχετίζονται με τα πραγματικά περιστατικά μιας υπόθεσης και απαντούν στην ερώτηση: «Τι ακριβώς έγινε;», και όχι τα νομικά σφάλματα, που προκύπτουν από την επαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε κάποιον κανόνα δικαίου, τα οποία φυσικά αποτελούν και λόγους αναίρεσης. Συνήθως, στη δικαστική πλάνη έχουμε καταδίκη ενός αθώου και σπάνια έως ποτέ το αντίστροφο.
«Δεν υπάρχει μεγαλύτερο έγκλημα από το να φυλακίζεται ένας αθώος» ήταν τα λόγια ενός Έλληνα κρατουμένου που παρέμεινε στον Κορυδαλλό για περισσότερο από 17 μήνες και στη συνέχεια αθωώθηκε. Πράγματι, το φαινόμενο της δικαστικής πλάνης είναι ιδιαίτερα απεχθές, καθώς σε ένα κράτος δικαίου ο πολίτης στερείται το ύψιστο δικαίωμα της ελευθερίας και, επιπλέον, υφίσταται έναν ηθικό διασυρμό για έγκλημα που δεν έχει τελέσει και μάλιστα όλο αυτό δημιουργείται από κρατικά όργανα που υπηρετούν την απονομή δικαιοσύνης (τακτικοί/λαϊκοί δικαστές).
Είναι προφανές ότι η δικαστική πλάνη είναι ταυτόσημη με την ατελή φύση του ανθρώπου και την αναπόφευκτη διάπραξη σφαλμάτων. Για αυτόν τον λόγο, δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθεί αυτό το φαινόμενο από το δικαιικό μας σύστημα, παρά μόνο να περιοριστεί, όσο το δυνατόν περισσότερο, με την επιμελή επιμόρφωση και ενημέρωση των δικαστικών λειτουργών. Παράλληλα, μπορεί να συναινέσει η εφαρμογή της αρχής «in dubio pro reo», δηλαδή εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου, γεγονός που σημαίνει ότι ο δικαστής, βάσει των εμπειριών και του διανοείσθαι, οφείλει να προχωρεί σε αθώωση ή σε επιεικέστερη μεταχείριση, αν τα στοιχεία δεν είναι επαρκή.
Ωστόσο, αν τελικά δεν εξαφανιστεί το εν λόγω φαινόμενο και δεν περιοριστεί ο εγκλεισμός αθώων πολιτών, πράγμα το οποίο στην ελληνική κοινωνία συμβαίνει, όσον αφορά την προσωρινή κράτηση σε ποσοστό τουλάχιστον 5%, ο μόνος τρόπος για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της άρσης προσβολής της προσωπικότητας του αθωωθέντος είναι να δοθεί μια εύλογη αποζημίωση.
Είναι γεγονός ότι η θεωρία της εύλογης αποζημίωσης, για όποιον κατηγορήθηκε αδίκως, ήταν ανύπαρκτη μέχρι το 2001. Παρά τη ρητή συνταγματική επιταγή του άρθρου 7 παράγραφος 4 του Συντάγματος, και παρά τις νομικές δεσμεύσεις που ανέλαβε η χώρα μας να ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), άρθρο 5 παράγραφος 5 του νόμου 2329/1953, και, εκ νέου, νομοθετικό διάταγμα 53/1974, με το Διεθνές Σύμφωνο του ΟΗΕ για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ), άρθρο 9 παράγραφος 5 και 14 παράγραφος 6 του νόμου 2462/1997, και με το Έβδομο Πρωτόκολλο στην ΕΣΔΑ, άρθρο 3 νόμου 1705/1987, μόλις 2 φορές σε διάστημα 70 ετών κατεγράφη στον νομικό τύπο ότι έγιναν δεκτά αιτήματα αποζημίωσης. Επιπλέον, η ισχύσασα τότε νομοθεσία, κατά παρομοίωση των γερμανικών προτύπων ήταν ιδιαίτερα ασαφής και προκατειλημμένη εναντίον όσων είχαν ποινικό παρελθόν, ενώ υπήρχε και μια διάθεση συγκάλυψης συναδέλφων και μη επιβάρυνσης του Δημοσίου.
Ωστόσο, ήδη από το 1997, η Ελλάδα καταδικάσθηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου για την παραβίαση του άρ. 5 παρ. 5 ΕΣΔΑ στις υποθέσεις Γεωργιάδης κατά Ελλάδος (απόφ. ΕΔΔΑ 29.5.1997), Τσιρλής και Κουλούμπας κατά Ελλάδος (απόφ. ΕΔΔΑ 29.5.1997), Γούτσος κατά Ελλάδος (απόφ. Ευρ. Επιτρ. ΔΑ 16.4.1998), Andy Sinnesael κατά Ελλάδος (απόφ. Ευρ. Επιτρ. ΔΑ 15.4.1999), Καρακάσης κατά Ελλάδος (απόφ. ΕΔΔΑ 17.10.2000) και Α. Sajtos κατά Ελλάδος (απόφ. ΕΔΔΑ 21.3.2002).
Τέλος, άμεση συνέπεια αυτών των υποθέσεων ήταν η επιτακτική αλλαγή της νομοθεσίας και η προσαρμογή της στα πλαίσια ενός κράτους δικαίου. Αυτό επετεύχθη με τις παρακάτω καινοτομίες: α) για στέρηση δικαιώματος αποζημίωσης απαιτείται δόλια συμπεριφορά π.χ. ψευδής ομολογία, β) η απόφαση δικαστηρίου για την αποζημίωση να είναι πλήρως και ειδικά αιτιολογημένη, ύστερα από αίτηση εκείνου που αθωώθηκε και να προσβάλλεται αυτοτελώς με τα ένδικα μέσα, γ) το ύψος της αποζημίωσης να λαμβάνει τη μορφή μιας κατ’ αποκοπήν ημερήσιας αποζημίωσης για ζημία και ηθική βλάβη, δ) οι δικαστικοί λειτουργοί δεν ευθύνονται πλέον για την επιβολή μιας άδικης προσωρινής κράτησης, εφόσον βέβαια ενήργησαν στο πλαίσιο των καθηκόντων τους, ε) αποφεύγεται να γράφεται καταδικάστηκε αδίκως, καθώς το άδικο προϋποθέτει συνειδητότητα μιας πράξης αντίθετης του δικαίου και της δικαιοσύνης, ενώ στη δικαστική πλάνη υπάρχουν απλώς λανθασμένες εκτιμήσεις και ελλιπή στοιχεία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νέστωρ Ε. Κουράκης, Δικαστικές πλάνες και αποζημίωση των θυμάτων τους με αφορμή τη συμπλήρωση 5ετίας από την εισαγωγή της νέας νομοθεσίας, διαθέσιμο εδώ