Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Η υιοθεσία ανήλικου τέκνου, πέρα από το γεγονός ότι συνιστά μια ευαίσθητη και καλοσυνάτη κοινωνική πράξη, που απαιτεί υπομονή και επιμονή για τους εν δυνάμει γονείς που αποφασίζουν να αποκτήσουν παιδί με αυτόν τον τρόπο, είναι και μια σύνθετη νομική πράξη, με αρκετές προϋποθέσεις.
Αρχικά, υιοθεσία καλείται η νομική πράξη με την οποία δημιουργείται, ανάμεσα σε δύο πρόσωπα, τεχνητή σχέση (νομικό πλάσμα) γονέα και τέκνου. Αυτός που αποκτά τη θέση του γονέα ονομάζεται θετός γονέας και αυτός που αποκτά τη θέση του τέκνου είναι το θετό τέκνο, ενώ η οικογένεια που δημιουργείται με την υιοθεσία λέγεται θετή οικογένεια. Προκειμένου να συντελεστεί η υιοθεσία, είναι απαραίτητη η συνδρομή τόσο του δικαιοπρακτικού-ουσιαστικού στοιχείου (συναινέσεις των μερών) όσο και του δικονομικού στοιχείου (έκδοση τελεσίδικης δικαστικής απόφασης). Γι’ αυτόν τον λόγο, δεν επιτρέπεται η κατάρτιση προσυμφώνου υιοθεσίας, ενώ, αν δεν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση, η υιοθεσία είναι ανυπόστατη.
Με την πράξη της υιοθεσίας, λοιπόν, οι δεσμοί του παιδιού αποκόπτονται από τη βιολογική του οικογένεια και εντάσσεται πλήρως νομικά στην οικογένεια των θετών του γονέων. Υπάρχουν τρεις κατηγορίες υιοθεσίας, οι οποίες είναι οι εξής:
- Κρατική υιοθεσία: ένα άτομο ή μια οικογένεια υιοθετεί παιδί από ίδρυμα
- Ιδιωτική υιοθεσία: ένα άτομο ή μια οικογένεια υιοθετεί παιδί κάποιου άλλου προσώπου, είτε συγγενικού είτε αγνώστου
- Διακρατική υιοθεσία: ένα άτομο ή μια οικογένεια υιοθετεί παιδί από το εξωτερικό
Προκειμένου να είναι επιτρεπτή η υιοθεσία οποιασδήποτε μορφής, πρέπει να πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 1543 του Αστικού Κώδικα, αυτός που υιοθετεί ανήλικο τέκνο πρέπει να είναι ικανός για δικαιοπραξία, να έχει συμπληρώσει τα τριάντα χρόνια του και να μην έχει υπερβεί τα εξήντα. Πολύ σημαντικό είναι αυτός που υιοθετεί ανήλικο να είναι μεγαλύτερος από τον υιοθετούμενο κατά δεκαοκτώ, αλλά όχι και περισσότερα από πενήντα χρόνια. Ο περιορισμός της ηλικίας δεν ισχύει για εκείνον από τους συζύγους που επιθυμεί να υιοθετήσει τέκνο που υιοθετείται ή έχει ήδη υιοθετηθεί από τον σύζυγό του.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η υιοθεσία δεν προϋποθέτει, αλλά ούτε αποκλείει, την ύπαρξη βιολογικού δεσμού ανάμεσα στα πρόσωπα που συνδέονται με αυτή. Έτσι, τον υιοθετούμενο μπορούν να υιοθετήσουν ακόμα και οι φυσικοί συγγενείς του, αν και από τη φύση των πραγμάτων δεν επιτρέπεται να υιοθετήσουν το τέκνο οι φυσικοί του γονείς, όταν η μητρότητα και η πατρότητα είναι νομικά θεμελιωμένες ή ο ένας σύζυγος να υιοθετήσει, όσο διαρκεί ο γάμος, τον άλλο σύζυγο.
Ακόμη, σύμφωνα με το άρθρο 1547 του Αστικού Κώδικα, επιτρέπεται να υιοθετηθούν, από το ίδιο πρόσωπο, περισσότεροι ανήλικοι με την ίδια πράξη ή διαδοχικά. Ωστόσο, κατά το άρθρο 1545 του Αστικού Κώδικα, δεν επιτρέπεται να υιοθετηθεί το ίδιο πρόσωπο ταυτόχρονα από περισσοτέρους, εκτός αν αυτοί είναι σύζυγοι ή έχουν καταρτίσει σύμφωνο συμβίωσης, και δεν επιτρέπεται η υιοθεσία προσώπου, που είναι ήδη υιοθετημένο από άλλον, όσο διαρκεί η υιοθεσία, εκτός αν πρόκειται για διαδοχική υιοθεσία του ίδιου προσώπου και από τον σύζυγο ή σύμβιο σε σύμφωνο συμβίωσης αυτού που υιοθέτησε πρώτος.
Σε κάθε περίπτωση, δεν είναι δυνατή η υιοθεσία υπό αίρεση ή προθεσμία (άρθρο 1548 Αστικού Κώδικα), με αποτέλεσμα ακόμα και στις περιπτώσεις που το δικαστήριο απαγγείλει την υιοθεσία με απόφαση που καταστεί αμετάκλητη και άρα απρόσβλητη, κατά το άρθρο 1569 του Αστικού Κώδικα, η υιοθεσία ισχύει, χωρίς όμως την αίρεση ή προθεσμία. Για παράδειγμα, αν ένα ζευγάρι υποβάλλει αίτηση στο Μονομελές Πρωτοδικείο για να υιοθετήσει ένα ανήλικο παιδί με την αίρεση ότι θα συνάψει γάμο στο μέλλον, τότε το δικαστήριο θα απορρίψει την αίτηση, αφού μόνο σύζυγοι μπορούν να υιοθετήσουν από κοινού τον υιοθετούμενο και αίρεση υπό αίρεση ή προθεσμία δεν επιτρέπεται.
Χρήζει αναφοράς, επιπλέον, ότι η υιοθεσία πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του υιοθετουμένου, τόσο περιουσιακό όσο και προσωπικό, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 1555 του Αστικού Κώδικα, ενώπιον του δικαστηρίου συναινεί αυτοπροσώπως και ο ανήλικος που υιοθετείται, εφόσον έχει συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας του. Ανάλογα, πάντως, με την ωριμότητα του ανηλίκου, το δικαστήριο οφείλει να ακούει και τη δική του γνώμη.
Τέλος, μόλις εκδοθεί η δικαστική απόφαση, που κάνει δεκτή την αίτηση των υποψήφιων θετών γονέων, ακολουθεί η επίδοσή της στον Εισαγγελέα, η οποία συνιστά βασική δικονομική προϋπόθεση για την τελεσιδικία της αποφάσεως. Μετέπειτα, οι θετοί, πλέον, γονείς πρέπει να εγγράψουν τη δικαστική απόφαση στο αρμόδιο Ληξιαρχείο, πράξη η οποία έχει ως αποτέλεσμα να διαγράφονται τα στοιχεία των βιολογικών γονέων του υιοθετούμενου τέκνου και να αντικαθίστανται με των νέων. Έτσι, αποκτάται συγγένεια μεταξύ των μελών της θετής οικογένειας και του υιοθετούμενου και διακόπτονται αντίστοιχα όλοι οι δεσμοί με μέλη της παλιάς οικογένειας, ενώ οι θετοί γονείς αποκτούν αυτοδικαίως τη γονική μέριμνα.
Συμπερασματικά, αντιλαμβανόμαστε ότι η διαδικασία της υιοθεσίας απαιτεί τεράστια ωριμότητα και υπευθυνότητα από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, καθώς πρόκειται για μια αρκετά χρονοβόρα διαδικασία που χρειάζεται προσοχή, αλλά και ψυχικό σθένος, μέχρι την ολοκλήρωσή της. Σίγουρα, πάντως, μόλις πραγματοποιηθεί η υιοθεσία, η ικανοποίηση και η ευτυχία που βιώνει κανείς για τη δημιουργία της πολυπόθητης οικογένειας θα αξίζουν τον κόπο και θα αποδιώξουν την όποια ταλαιπωρία ενδεχομένως υπάρξει.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Εγχειρίδιο Οικογενειακού Δικαίου, Απόστολος Σ. Γεωργιάδης, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, 2014
-
«Υιοθεσία Ανηλίκου Τέκνου – Το νομικό πλαίσιο και οι προϋποθέσεις που έχουν τεθεί», διαθέσιμο εδώ