Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Η σύγκρουση στην κοιλάδα των Πλαταιών έχει λάβει τέλος. Το αποτέλεσμά της, παρά τις αντιξοότητες, ήταν για μια ακόμη φορά νικηφόρο για τους Έλληνες, οι οποίοι, έχοντας καταφέρει το ακατόρθωτο, έθεσαν δύο νέους στόχους. Πρώτον, την παραδειγματική τιμωρία όσων ελληνικών πόλεων «μήδισαν» και συντάχθηκαν με τον «βάρβαρο» κατακτητή και, δεύτερον, την παροχή βοήθειας στις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας, των οποίων οι ελπίδες για απελευθέρωση είχαν αναζωπυρωθεί μετά τους θριάμβους των ελληνικών πόλεων.
Η πόλη που τιμωρήθηκε πρώτη και με τρόπο σκληρό ήταν η Θήβα, με τους ηγέτες της φιλοπερσικής μερίδας να εκτελούνται, την ύπαιθρό της να λεηλατείται και την πόλη να μπαίνει υπό αυστηρή επιτήρηση. Όσον αφορά τον δεύτερο στόχο, καίριο ρόλο θα διαδραμάτιζε ο συμμαχικός στόλος, ο οποίος βρισκόταν σταθμευμένος στην Αίγινα, επιτηρώντας τα παράλια και τον περσικό στόλο, ο οποίος, μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, βρισκόταν στη Σάμο. Από την Αίγινα, ο στόλος των 110 τριηρών, με ναυάρχους τον Σπαρτιάτη Λεωτυχίδα και τον Αθηναίο Ξάνθιππο, μεταφέρθηκε στη Δήλο, προκειμένου να βρίσκεται εγγύτερα στα μικρασιατικά παράλια.
Στο στρατόπεδό τους στη Δήλο προσήλθαν τρεις Σάμιοι, ο Ηγησίστρατος, ο Αθηναγόρας και ο Λάμπων, οι οποίοι τους παρότρυναν να επιτεθούν εναντίον των Περσών, όντας σίγουροι για την επιτυχία της επίθεσης για δύο λόγους: οι δυνάμεις των Περσών ήταν διαιρεμένες, με τον στόλο στη Σάμο και τον στρατό στη Μυκάλη, και οι Ίωνες, που είχαν στρατολογηθεί από τους Πέρσες με τη βία, θα επαναστατούσαν αμέσως και θα τους βοηθούσαν εκ των έσω στην επίτευξη της νίκης. Αν και το επιτελείο του συμμαχικού στόλου διατηρούσε ορισμένες επιφυλάξεις, αποφάσισε να κινηθεί τάχιστα προς τη Σάμο, προκειμένου να αιφνιδιάσει τον περσικό στόλο.
Το πρώτο σκέλος της επιχείρησης δεν επιτεύχθηκε. Ο περσικός στόλος, σταθμευμένος στη Σάμο, είχε πλήρως απολέσει το ηθικό του και τη διάθεση για μάχη, επηρεασμένος από τις ήττες. Έτσι, μόλις πληροφορήθηκε πως ο στόλος των ελληνικών πόλεων κινείτο κατά πάνω τους, αποφάσισαν να κατευθυνθούν προς τη Μυκάλη. Εκεί, ενώθηκαν με απόσπασμα 60.000 ανδρών, το οποίο υπό την ηγεσία του Τιγράνη είχε μείνει στην περιοχή, για να ελέγχει την Ιωνία και να καταπνίξει ενδεχόμενη νέα εξέγερση. Συνολικά, οι Πέρσες με τα πληρώματα των πλοίων τους, τα οποία αποβιβάστηκαν στην ακτή, αριθμούσαν 100.000 άνδρες. Μη θέλοντας να συγκρουστούν με τους Έλληνες στη θάλασσα, κατασκεύασαν ξύλινο τείχος γύρω από το στρατόπεδό τους, το οποίο περίζωσαν με τάφρο.
Οι Έλληνες, από την άλλη, απογοητευμένοι που δεν μπόρεσαν να συγκρουστούν με τον περσικό στόλο, αποφάσισαν να συγκρουστούν με τους Πέρσες στη Μυκάλη. Φτάνοντας εκεί και λίγο πριν πραγματοποιήσουν απόβαση στην παραλία της Μυκάλης, ο Λεωτυχίδας έστειλε έναν κήρυκα με δυνατή φωνή με ένα πλοίο κοντά στην ακτή, ο οποίος παρότρυνε τους Ίωνες, κυρίως τους Σάμιους και τους Μιλήσιους, που ήταν οι περισσότεροι, να τους συντρέξουν την ώρα της μάχης, επαναστατώντας και χτυπώντας τους Πέρσες στα νώτα.
Με το τέχνασμα αυτό, οι Έλληνες κατάφεραν δύο πράγματα: αρχικά, οι Ίωνες αναθάρρησαν και πίστεψαν πως υπάρχει ελπίδα για ελευθερία και οι Πέρσες, πληροφορούμενοι τα λεγόμενα του κήρυκα, έχασαν την εμπιστοσύνη τους στους Ίωνες. Έτσι, αφόπλισαν τους Σάμιους και έδιωξαν από το πεδίο της μάχης τους Μιλήσιους, στέλνοντάς τους στα μετόπισθεν, να φρουρούν ορισμένα περάσματα. Μετά από αυτό, οι Πέρσες, όντας αρκετά αποθαρρυμένοι, παρατάχθηκαν μπροστά από το ξύλινο τείχος τους, με τις πρώτες γραμμές να αποτελούνται από τους γερροφόρους, Πέρσες επίλεκτους που έφεραν ολόσωμες ασπίδες από λυγαριά. Οι Έλληνες, αφού αγκυροβόλησαν στην ακτή Κάλαμοι, αποβιβάστηκαν χωρίς αντίσταση και παρατάχθηκαν για μάχη. Η δύναμη των Ελλήνων, αν οι τριήρεις ήταν 110, έφτανε τους 5-6.000 άνδρες, οι οποίοι ενισχύθηκαν από 20.000 μέλη των πληρωμάτων, τα οποία έφεραν ελαφρύ οπλισμό.
Στην αριστερή πλευρά παρατάχθηκαν οι Αθηναίοι, το κέντρο επανδρώθηκε από τους Κορίνθιους, τους Σικυώνιους και τους Τροιζήνιους, ενώ στα δεξιά τοποθετήθηκαν οι σκληραγωγημένοι Λακεδαιμόνιοι, με στόχο την πραγματοποίηση κυκλωτικής κίνησης. Η μάχη ξεκίνησε με επίθεση της αριστερής και κεντρικής πτέρυγας. Παρά την υπεροχή των Ελλήνων σε ποιότητα οπλισμού και ηθικό, οι Πέρσες αμύνονταν με γενναιότητα και, όσο οι γερροφόροι των πρώτων γραμμών παρέμεναν όρθιοι, απέκρουαν τις επιθέσεις. Όμως, οι ασπίδες από λυγαριά δεν μπορούσαν να κρατήσουν για πολύ. Τα ρήγματα που δημιουργήθηκαν στις περσικές γραμμές από τις σφοδρές επιθέσεις των Ελλήνων επιβατών οδήγησαν στην υποχώρηση των Περσών πίσω από το τείχος του στρατοπέδου.
Όμως, μαζί με τους Πέρσες, εισήλθαν στο στρατόπεδο και οι Έλληνες οπλίτες, οι οποίοι, καταδιώκοντάς τους, ξεκίνησαν μια ανελέητη σφαγή. Σε αυτή συμμετείχαν και οι Σπαρτιάτες, οι οποίοι εισήλθαν, με τη σειρά τους, στο στρατόπεδο, ενώ στον χορό του πολέμου μπήκαν και οι Σάμιοι. Αν και αφοπλισμένοι, επιτέθηκαν με κάθε μέσο εναντίον των Περσών, παρακινώντας σε ανταρσία και τους υπόλοιπους Ίωνες. Από όλα τα φύλα που απάρτιζαν το περσικό στράτευμα, μόνο οι Πέρσες προέταξαν αντίσταση, ακόμη και όταν όλα έμοιαζαν χαμένα. Υποχωρώντας το περσικό στράτευμα μπροστά στην ορμή των συμμάχων, προσπάθησε να διαφύγει από τα περάσματα, που βρίσκονταν στα μετόπισθεν. Εκεί, όμως, τους περίμεναν οι Μιλήσιοι, οι οποίοι, μιμούμενοι τους άλλους Ίωνες, έδειξαν όλο τους το μένος, σκοτώνοντας δίχως οίκτο.
Οι Πέρσες, σε αυτή τη φονική μάχη, έχασαν περίπου 40.000 άνδρες, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Τιγράνης. Όσοι κατάφεραν να γλιτώσουν, έφτασαν στις Σάρδεις, όπου βρισκόταν ο Ξέρξης. Ο τελευταίος, φοβούμενος για την ασφάλεια της πόλης, άφησε ένα τμήμα του στρατού του εκεί και αναχώρησε για τα Εκβάτανα. Οι Έλληνες, από την πλευρά τους, έχασαν πολλούς άνδρες, με τους Σικυώνιους να μετρούν τις περισσότερες απώλειες μαζί με τον στρατηγό τους, Περίλαο. Συγκεντρώνοντας τα λάφυρα από το περσικό στρατόπεδο και καίγοντας τα περσικά καράβια και το στρατόπεδο, αναχώρησαν για τη Σάμο, προκειμένου να συνεδριάσουν και να αποφασίσουν για τα επόμενά τους βήματα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γαρουφαλής, Ν. Δημήτριος (2003), Περσικοί Πόλεμοι 490-479 π. Χ.: Ο τιτάνιος αγώνας, που συγκλόνισε τον αρχαίο κόσμο, Αθήνα: Εκδ. Περισκόπιο
- Γιαννόπουλος, Χρήστος (2009), Πολεμιστές της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα. Αθήνα: Εκδ. Περισκόπιο
- Συλλογικό έργο (2015), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους Αρχαϊκός Ελληνισμός (Β), τόμ. 4, Αθήνα: Παραπολιτικά Εκδόσεις Α. Ε.