Του Παναγιώτη Γεραμάνη,
Μετά την υποβολή μήνυσης, ή έγκλησης, για ένα έγκλημα στα αρμόδια όργανα, υπάρχει η εξής δυνατότητα για τον εισαγγελέα, κατόπιν, σχεδόν πάντα, μιας προκαταρκτικής εξέτασης: Να την απορρίψει ή να την κάνει δεκτή και να διατάξει την έναρξη της ποινικής δίωξης. Το δεύτερο αυτό ενδεχόμενο συνεπάγεται κάποια αποτελέσματα, με βασικότερο την ενεργοποίηση κάποιων δικαιωμάτων υπέρ του προσώπου που κατηγορείται. Τα δικαιώματα αυτά έχουν ως ακολούθως περιγράφεται.
Αρχικά, δύναται να παρίσταται σε κάθε εξέτασή του με συνήγορο και να μην εμποδίζεται η επικοινωνία του με αυτόν (άρθρο 89 §§1, 2 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας -εφεξής- ΚΠοινΔ). Ο διορισμός συνηγόρου του κατηγορουμένου ή (άλλου διαδίκου) γίνεται με προφορική δήλωση, που καταχωρείται στα πρακτικά ή στην έκθεση εξέτασής του ως υπόπτου, ή κατά την απολογία του κατηγορουμένου, ή στην κατάθεσή του ως μάρτυρα, ή ΙΙ), με έγγραφη δήλωση, κατά τις διατυπώσεις του άρθρου 42 παρ. 2 εδ. β ́ και γ’ ΚΠοινΔ, ́ ή ΙΙΙ), με την έκθεση ή τη δήλωση άσκησης ενδίκου μέσου.
Ο διορισμός παρέχει στον συνήγορο την εξουσία να εκπροσωπεί τον εντολέα του σε όλες τις διαδικαστικές πράξεις που αφορούν τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, εκτός αν η πληρεξουσιότητα παρέχεται για ορισμένες μόνο από τις πράξεις αυτές. Η γενική πληρεξουσιότητα περιλαμβάνει την άσκηση ενδίκων μέσων, εφόσον αυτό μνημονεύεται ρητά. Η επικοινωνία είναι ιδιαιτέρως σημαντική, διότι κατά βάση ο δικηγόρος είναι αυτός που προετοιμάζει την απολογία του κατηγορουμένου και τους υπερασπιστικούς του ισχυρισμούς. Ακόμα, ο συνήγορος εγγυάται την προστασία του κατηγορουμένου από κάθε παρέκκλιση της ποινικής διαδικασίας που μπορεί να βλάψει τα έννομα συμφέροντά του.
Δικαιούται, περαιτέρω, να λαμβάνει γνώση των εγγράφων της ανάκρισης αυτοπροσώπως ή διά του συνηγόρου του (άρθρο 100 ΚΠοινΔ). Ο ανακριτής, μόλις μετά την κλήτευσή του εμφανισθεί ή οδηγηθεί σε αυτόν ο κατηγορούμενος για να απολογηθεί, του ανακοινώνει το περιεχόμενο του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της ανάκρισης. Επιτρέπεται επίσης στον κατηγορούμενο να μελετήσει ο ίδιος ή ο συνήγορός του το κατηγορητήριο και τα έγγραφα της ανάκρισης. Με γραπτή αίτηση του κατηγορουμένου και με δαπάνη του χορηγούνται σε αυτόν αντίγραφα του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της ανάκρισης. Την ίδια υποχρέωση έχει ο ανακριτής, και τα ίδια δικαιώματα ο κατηγορούμενος, όταν κληθεί ξανά σε συμπληρωματική απολογία.
Πάντως, μετά το τέλος της ανάκρισης, και προτού διαβιβαστεί η δικογραφία στον εισαγγελέα (άρθρο 308 παρ. 1 ΚΠοινΔ), καλείται πάντοτε ο κατηγορούμενος να μελετήσει όλη τη δικογραφία. Συμπληρωματικά προς τούτο, δικαιούται να λαμβάνει 48ωρη προθεσμία για την προετοιμασία της απολογίας του κατά το στάδιο της ανάκρισης (άρθρο 103 ΚΠοινΔ), με δυνατότητα παράτασης, κατόπιν αιτήσεώς.
Επιπλέον, δικαιούται κατά την απολογία του να παραμείνει σιωπηλός, προκειμένου να μην πει κάτι που θα ληφθεί υπόψη σε βάρος του, σε ό,τι αφορά την ενοχή του. Η σιωπή αυτή δεν επιτρέπεται να λειτουργεί σε βάρος του κατηγορουμένου. Αντί σιωπής στην ανάκριση, ο κατηγορούμενος μπορεί να επιλέξει να απολογηθεί με την υποβολή υπομνήματος, όπου εκθέτει όλες του τις θέσεις.
Αν, τέλος, δεν ομιλεί την ελληνική γλώσσα, δικαιούται να του δίδονται μεταφρασμένα από την ελληνική τα έγγραφα της δικογραφίας και να διορίζεται μεταφραστής, που θα διευκολύνει την επικοινωνία του με το δικηγόρο του ή με τον ανακριτή (άρθρο 101 ΚΠοινΔ).
Απαραίτητη προϋπόθεση όλων αυτών αποτελεί το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, που σημαίνει ότι δεν μπορεί αυτός να θεωρηθεί ένοχος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, παρά μόνο αν αυτό αποδειχθεί στο ακροατήριο της εκδίκασης, κατά τρόπο αδιάσειστο. Χωρίς αυτή την πρόβλεψη του νομοθέτη, τα ως άνω δικαιώματα δεν θα είχαν καμία ουσία. Αλλά και χωρίς τα ανωτέρω δικαιώματα, το τεκμήριο αθωότητας θα παρέμενε γράμμα κενό, αφού αυτά έχουν θεσπισθεί προς διαφύλαξή του.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Κατηγορούμενος: βασικά δικαιώματα στην προδικασία κατά τον νέο ΚΠΔ, διαθέσιμο εδώ
- Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης, «ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΗΣ», 5η εκδ., Π.Ν ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, Αθήνα, 2020
- Αργύριος Καρράς, «Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο», 6η εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη ΑΕΒΕ, Αθήνα, 2019