Της Ιωάννας Μπινιάρη,
«Λένε πως τίποτα δεν διαρκεί για πάντα, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή φοβούνται πως θα διαρκέσει περισσότερο απ’ όσο μπορούν να το αγαπήσουν».
Από τον τίτλο και μόνο του μυθιστορήματος Στη γη είμαστε πρόσκαιρα υπέροχοι, το οποίο κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις Eκδόσεις Gutenberg σε μετάφραση της Έφης Φρυδά, ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται να διαβάσει κάτι φιλοσοφικό, ποιητικό, αλλά και εντελώς συμβολικό. Η πένα του νεαρού συγγραφέα από το Βιετνάμ, Ocean Vuong, είναι άκρως καθηλωτική, λόγω της ιδιαίτερης γραφής και του προσωπικού του στίγματος, δικαιολογώντας τη διάκρισή του με το βραβείο T.S. Eliot για την ποιητική συλλογή Νυχτερινός ουρανός με τραύματα εξόδου.
Πρόκειται για την επιστολή ενός γιου προς την αναλφάβητη μητέρα του, που ενώ γνωρίζει ότι μάλλον εκείνη δε θα το διαβάσει ποτέ, ίσως αυτό να αποτέλεσε και το εφαλτήριο για να της το γράψει. Ο ήρωας του βιβλίου, που αποκαλείται από τους οικείους του καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας του ως «Μικρός Σκύλος», φέρνει στο φως την ιστορία της οικογένειάς του, που εγκατέλειψε το Βιετνάμ κατά τη διάρκεια του πολέμου και εγκαταστάθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, προσπαθώντας να ξεφύγει από τα δεινά των εμπόλεμων συνθηκών.

Κύριος θεματικός άξονας αυτού του, βιογραφικού θα λέγαμε, μυθιστορήματος είναι η δραματική ζωή της μητέρας του ήρωα, αλλά και της γιαγιάς του, στις οποίες έχει ιδιαίτερη αδυναμία, καθώς είναι τα μοναδικά του στηρίγματα. Αν και απευθύνεται αποκλειστικά στη μητέρα του, εξιστορώντας, μάλιστα, και τα περιστατικά, όπου εκείνη συχνά υπήρξε βίαιη απέναντί του, ιδιαίτερη μνεία γίνεται στη γιαγιά του, Λαν, που πάντα τον φρόντιζε, τον υπερασπιζόταν και του έδειχνε με τον δικό της τρόπο την αγάπη της απέναντί του. Η μητέρα του, από την άλλη, βασανισμένη από τη φτώχεια και τις στερήσεις, δίνει την εντύπωση μιας δυστυχισμένης γυναίκας, που προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες της σε έναν άγνωστο τόπο, όπου δεν μιλά καν τη γλώσσα.
Παράλληλα, αυτή η εξομολόγηση του «Μικρού Σκύλου» στη μητέρα του δημιουργεί έναν στρόβιλο συναισθημάτων, καθώς βρίσκει την ευκαιρία να ομολογήσει τις βαθύτερες αγωνίες και τους φόβους του, αλλά και έναν θυελλώδη έρωτα που έζησε. Ο ήρωάς μας αποκαλύπτει τις ερωτικές του προτιμήσεις για άτομα του ιδίου φύλου και περιγράφει με άκρως γλαφυρό και λεπτομερή τρόπο τις πρώτες του σεξουαλικές επαφές με τον Τρέβορ, έναν άνθρωπο-καταλύτη στη ζωή του. Ανάμεσα σε ναρκωτικά, τσιγάρα και βία, αυτά τα δύο αγόρια ανακαλύπτουν παρέα την ηδονή και τη χαρά, χωρίς, βέβαια, να υπάρχει τρυφερότητα απέναντι στο κίτρινο αγόρι από τον εραστή του.
Μάλιστα, σε μια από αυτές τις στιγμές πάθους, όπου ο Μικρός Σκύλος βρίσκεται στο μεταίχμιο μεταξύ πόνου και χαράς, θυμάται μια ρήση της γνωστής φιλοσόφου και πολιτικής ακτιβίστριας Σιμόν Βέιλ: «Η απόλυτη χαρά αποκλείει ακόμα και το ίδιο το συναίσθημα της χαράς, γιατί μες στην ψυχή που είναι γεμάτη από το αντικείμενο, δεν έχει απομείνει ούτε μια γωνιά για να πει “Εγώ”». Και τότε αντιλαμβάνεται ότι βρίσκει το κουράγιο να διηγηθεί αυτές τις στιγμές στη μητέρα του, επειδή κατά βάθος ξέρει ότι εκείνη δεν μπορεί να διαβάσει το επίμαχο γράμμα του.

Εν τέλει, πρόκειται για ένα βαθύτατα λυρικό μυθιστόρημα, που αφήνει μια γλυκόπικρη γεύση στον αναγνώστη, ο οποίος συνειδητοποιεί το βάρος που συνοδεύει την ετερογενή ταυτότητα ενός ατόμου, που πασχίζει να ταιριάξει σε έναν κόσμο σκληρό και μη ανεκτικό. Η εσωτερική αναζήτηση του νεαρού αγοριού και η προσπάθεια συμφιλίωσης με το παρελθόν κυριαρχεί, ωστόσο, αποδεικνύεται ότι η αγάπη και η αποδοχή από την οικογένεια είναι τα πιο σημαντικά αγαθά, στα οποία μπορεί να ελπίζει κανείς.
Τότε είναι που ο «Μικρός Σκύλος» κατανοεί ότι, πράγματι, η οικογένειά του προέρχεται από το επίκεντρο του πολέμου, όμως, η γιαγιά του, με το όνομα που έδωσε στον εαυτό της, αξίωσε ο εαυτός να είναι όμορφος. Άρα, και η μητέρα του και εκείνος δεν γεννήθηκαν από τον πόλεμο, όπως λανθασμένα θεωρούσε τόσο καιρό, αλλά γεννήθηκαν από την ομορφιά, που έμεινε αναλλοίωτη και δεν άφησε το τέρας της βίας να την κατασπαράξει.