Του Μάριου-Πέτρου Δελατόλα,
Από τη στιγμή της ρωσικής εισβολής στο ουκρανικό έδαφος, η ελληνική κοινή γνώμη βρήκε πάλι την ευκαιρία για νέους διχασμούς και έντονη πολιτικοποίηση. Μετά το τραγελαφικό φαινόμενο των αντι-εμβολιαστών και συνωμοσιολόγων, ήρθε στο προσκήνιο εκείνο των ρωσόφιλων, ωσάν να πρόκειται για κάποια ιδεολογία. Ξαφνικά, αισθάνθηκα σαν να βρίσκομαι πίσω στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας μας που ο πολιτικός κόσμος ήταν διαχωρισμένος σε τρία κόμματα, με βάση την υποστήριξη στην εκάστοτε μεγάλη δύναμη. Οφείλουμε, όμως, να αντιληφθούμε τα αίτια και το προφίλ αυτών των υποστηρικτών, να αναλύσουμε το διαχρονικό των ελληνορωσικών σχέσεων, καθώς και την πραγματικότητα στο παρόν.
Είναι γνωστόν, πως η οικονομική κρίση και τα χρόνια των μνημονίων δεν προκάλεσαν ζημιά μόνο στα οικονομικά της χώρας, αλλά δηλητηρίασαν και τις ψυχές πολλών συμπολιτών μας. Παρεπόμενα, δημιουργήθηκε μεγάλο κύμα αντίδρασης – απέχθειας τόσο προς την Ε.Ε. όσο και προς τον πολιτικό κόσμο συλλήβδην. Με άλλα λόγια, για να χρησιμοποιήσω έναν δικό τους όρο, καλλιεργήθηκε μια «αντισυστημική» κουλτούρα. Την περίοδο των μνημονίων αυτή η κουλτούρα εκφράστηκε με ψήφο σε λαϊκιστικά κόμματα, σε βαθμό που ένα εξ αυτών κατάφερε και ανήλθε στην εξουσία της χώρας για περίπου πέντε χρόνια. Η ρωσοφιλία εκείνη την περίοδο ήταν υποβόσκουσα για κάποιους και φανερή για κάποιους άλλους. Εκφραζόταν με επιχειρήματα περί δανεισμού και στροφής προς την Ρωσία με σκοπό την «τιμωρία» των ανάλγητων θεσμών που μας είχαν επιβάλλει τέτοιους όρους με τα μνημόνια. Υπήρξε διάχυτη η απουσία ενσυνείδησης για τις συνθήκες που μας είχαν οδηγήσει σε εκείνη την, ομολογουμένως, πολύ άσχημη κατάσταση, από την οποία δεν έχουμε ανακάμψει ακόμα. Οδηγηθήκαμε στην άρση της νομιμοποίησης προς ένα πολιτικό σύστημα που πλέον δεν παρήγαγε αποτελέσματα, μονάχα που λησμονήσαμε πως τα διαρθρωτικά του χαρακτηριστικά ήταν ακριβώς τα ίδια, όταν το επαινούσαμε την περίοδο των «παχέων αγελάδων» που μας οδήγησε στο υπέρογκο χρέος το οποίο καλούμαστε να διαχειριστούμε στο σήμερα. Οφείλουμε ως πολιτικός κόσμος να μην υποτιμήσουμε αυτό το ρεύμα που δείχνει μεγάλη δυναμική σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε..
Σε αυτό το σημείο καλούμαστε να κατανοήσουμε την πραγματικότητα, καθώς και να αναδείξουμε το παράδοξο αυτής της προσκόλλησης. Είναι δεδομένο, πως στο μυαλό πολλών συμπολιτών μας το κοινό θρησκευτικό δόγμα, παίζει πρωτεύοντα ρόλο, ωσάν να είναι ικανό να αδελφοποιήσει δυο λαούς. Μια τέτοια αντίληψη είναι προδήλως λανθασμένη και μακριά από την πραγματικότητα με την οποία λειτουργούν οι διεθνείς σχέσεις και η διεθνή πολιτική. Οι πολιτικές θέσεις της τσαρικής Ρωσίας αρχικά, της ΕΣΣΔ αργότερα, αλλά και της Ρωσικής Ομοσπονδίας, ήταν διαχρονικά εναντίον των ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Ενδεικτικά θα αναφερθούν ορισμένα γεγονότα: πρώτον, την αρχή της Επανάστασης του 1821 στις παραδουνάβιες ηγεμονίες ακολούθησε η καταδίκη του Τσάρου. Σαν να μην έφθανε αυτό, επέτρεψε στα οθωμανικά στρατεύματα να μπουν στις ηγεμονίες και να κατασφάξουν τον Ιερό Λόχο στη Μάχη του Δραγατσανίου. Σε όλη τη διάρκεια της επανάστασης δεν επιθυμούσαν ανεξάρτητο ελληνικό κράτος, αλλά τρεις ανεξάρτητες ηγεμονίες, υπό οθωμανική επικυριαρχία. Στη διάρκεια του 19ου αιώνα, υποστήριξε το κίνημα του Πανσλαβισμού και της Μεγάλης Βουλγαρίας, δημιουργώντας το Μακεδονικό ζήτημα με αποκορύφωμα τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, που ευτυχώς ανατράπηκε γρήγορα. Στον θρησκευτικό τομέα, το 1899 ανέτρεψε την ελληνική ηγεμονία του Πατριαρχείου Αντιοχείας.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση και την εμπλοκή της Ελλάδος στην Κριμαία στο πλευρό της Αντάντ, ακολούθησαν μαζικοί διωγμοί ελληνικών πληθυσμών από τα ρωσικά εδάφη από τους επαναστάτες Μπολσεβίκους. Στη διάρκεια της Μικρασιατικής Εκστρατείας, ήταν ο πρώτος σύμμαχος της Κεμαλικής αντίστασης, προμηθεύοντας με όπλα και χρήματα τον ίδιο τον Μουσταφά Κεμάλ, με αποτέλεσμα τη δημιουργία τακτικού τουρκικού στρατού και την ελληνική ήττα του 1922. Το 1934 με την Κομιντέρν, αναγνώρισαν «Μακεδονική Εθνότητα» προς τέρψιν της Γιουγκοσλαβίας. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ΕΣΣΔ υποκίνησε τον Ελληνικό Εμφύλιο Πόλεμο, μέσω της επιρροής – ελέγχου που είχε στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ. Σε όλο αυτό το διάστημα, προήγαγε την ιδέα της Μακεδονικής Εθνότητας με σκοπό την απόσπαση της Μακεδονίας από το ελληνικό κράτος. Ως Ρωσική Ομοσπονδία είχε αναγνωρίσει την –στο παρόν αναγνωρισμένη– Βόρεια Μακεδονία ως Μακεδονία και ουδέποτε προσπάθησε να κάνει άρση της αναγνώρισής της στην περίοδο της διαπραγμάτευσης της Συμφωνίας των Πρεσπών, όπως ισχυρίζονταν κάποιοι. Μετά το 2016 στηρίζει έμπρακτα την Τουρκία στην στροφή που κάνει προς την Ανατολή. Έχουν αμφότερες κοινό συμφέρον να μην καταφέρει η Ελλάδα και η Κύπρος να αποκτήσουν τον έλεγχο των κοιτασμάτων στην Ανατολική Μεσόγειο, διότι με έναν τέτοιον τρόπο η Τουρκία θα παραγκωνιζόταν και η Ε.Ε. θα ήταν ενεργειακά ανεξάρτητη.
Μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε για ποιο λόγο όλο αυτό το διάστημα ο Πούτιν υποστήριξε την Τουρκία. Στη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί δεν αντέδρασε ούτε για τους τύπους. Στο παρόν, έχει τεθεί επί τάπητος η δημιουργία Ρωσικού προξενείου στα κατεχόμενα της Κύπρου. Τα παραπάνω είναι απλώς μια συντομία σημαντικών περιστατικών που θα ήθελαν πολλές σελίδες για να αναλυθούν. Εξαιτίας των παραπάνω, είναι ανορθολογική έως και ακατανόητη η προσκόλληση και η συνταύτιση πολλών συμπολιτών μας με την Ρωσική ηγεσία, αλλά και με την Ρωσία γενικότερα. Τα παραπάνω ισχύουν προφανώς για κάθε είδους προσκόλληση και συνταύτιση με οποιαδήποτε μεγάλη δύναμη. Μοναδικό κριτήριο στις επιλογές της εξωτερικής πολιτικής οφείλει να είναι το εθνικό συμφέρον.
Για να αναλύσουμε το παρόν θα ξεκινήσουμε με μια αναδρομή στο 2018, όπου η τότε Κυβέρνηση αποφάσισε την απέλαση δύο Ρώσων διπλωματών και την απαγόρευση εισόδου στη χώρα σε άλλους δύο. Η αιτιολογία ήταν ο κίνδυνος εθνικής ασφαλείας, όπως επισήμως τονίστηκε. Το παραπάνω ήταν η επισημοποίηση μιας δεδομένης ψύχρανσης των σχέσεων των δύο χωρών που είχε ξεκινήσει καιρό, ως αποτέλεσμα των διαφορετικών συμφερόντων και κατευθύνσεων των δύο κρατών. Η κορύφωση των τεταμένων σχέσεων παρατηρείται στο σήμερα, με την αποστολή όπλων από την Ελλάδα στην Ουκρανία, αλλά και την απέλαση άλλων δώδεκα Ρώσων διπλωματών μετά από έρευνες 18 μηνών. Η εκπρόσωπος του Κρεμλίνου, Μαρία Ζαχάροβα, χαρακτήρισε ως εχθρική τη συγκεκριμένη κίνηση και πως θα υπάρξει απάντηση. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν δύναμαι να βρω ικανοποιητική δικαιολογία για την υποστήριξη ενός τέτοιου καθεστώτος, στην παρούσα χρονική περίοδο, με απροκάλυπτα εχθρικές νότες εναντίον της πατρίδας μας.
Μετά από όλα αυτά, καλούμαστε να διαλογιστούμε ποιοι θα επιθυμούσαν έναν τέτοιο διαχωρισμό εντός της κοινωνίας μας, καθώς και ποια συμφέροντα μια τέτοια εντονότατη διένεξη θα εξυπηρετούσε. Η ιστορία είναι το κρίσιμο εργαστήριο των διεθνών σχέσεων, είναι αμείλικτη, δεν αλλάζει και είμαστε υποχρεωμένοι να την μελετούμε και να την αναλύουμε, για να μπορούμε να μπορούμε να προσεγγίσουμε όσο το δυνατόν πιο ορθολογικά τέτοια ζητήματα.