Της Λουκίας Αστερίου,
Είναι γνωστό πως από τον 11o αι. συμβαίνουν καθοριστικές αλλαγές στη γαιοκτητική δομή της δυτικής μεσαιωνικής Ευρώπης. Άνθρωποι εγκαταλείπουν τη ζωή στην ύπαιθρο, καταφεύγουν σε πόλεις και καταφέρνουν να δραστηριοποιηθούν οικονομικά μακριά από τις ασφυκτικές πιέσεις των φεουδαρχών. Είναι οι ίδιοι που δημιουργούν επαγγέλματα και συσπειρώνονται μεταξύ τους, κάτω από μια ομπρέλα κοινών επιθυμιών και αναγκών για την προώθηση του επαγγέλματός τους και για την εξασφάλιση ευνοϊκότερων όρων για αυτούς. Σταδιακά, μέσα στις πόλεις συγκροτούνται μικρές αγορές, που με την πάροδο του χρόνου γίνονται μόνιμες έδρες εμπόρων και καταναλωτών. Η σημασία του εμπορίου, λοιπόν, γίνεται καταλυτική, γι’ αυτό και πολλά μέλη της επιστημονικής κοινότητας κάνουν λόγο για τη μετάβαση από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό.
Οι πόλεις της Αγγλίας ήδη από τον 10ο-11ο αιώνα καταφέρνουν να γίνουν πυκνοκατοικημένα κέντρα, με παγιωμένους αστικούς ιστούς. Οι φλαμανδικές πόλεις από το 1050 προχωρούν στην υλοποίηση έργων υποδομής και ευποιίας προς όφελος των περιοχών τους, αποξηραίνουν παράκτια τέλματα, ο πληθυσμός αστικοποιείται κατά ένα μεγάλο μέρος και δημιουργούν εμπορικές επικοινωνίες με άλλες πόλεις. Πιο συγκεκριμένα, οι συναλλαγές με τις αγγλικές πόλεις και, ταυτόχρονα, το μονοπώλιο πρώτων υλών αναδεικνύονται σε επικερδείς δραστηριότητες για τη Φλάνδρα. Τα μάλλινα υφάσματα που παράγουν αποτελούν αναγκαίο προϊόν για τις πόλεις της κεντρικής Μεσογείου, όπου, με την κατάλληλη τελική επεξεργασία, οι τελευταίες διαμορφώνουν ένα τελικό προϊόν προς πώληση. Οι ιταλικές πόλεις, με τη σειρά τους, γίνονται πόλεις σταθμοί τόσο για το διαμετακομιστικό εμπόριο όσο και για την εξαγωγή προϊόντων από τις ίδιες. Η εσωτερική αγορά που δημιουργείται, αλλά και η εξωτερική, καταφέρνει να λειτουργήσει με ευρυθμία, ενώ δεν θα πρέπει να λησμονηθεί και η σημασία των προσκυνηματικών ταξιδιών. Ιδιαίτερα η Ρώμη, ως κέντρο της χριστιανοσύνης στη Δύση, παρείχε στους προσκυνητές τη δυνατότητα να ενδυναμώσουν το θρησκευτικό τους συναίσθημα μέσα από το πλήθος των προσκυνημάτων και των λειψάνων, ενώ δεν εξέλειπαν πλήθος κειμηλίων που οι ταξιδιώτες αγόραζαν, φεύγοντας για τις περιοχές τους.
Η οικονομική ευφορία που αναδυόταν σταδιακά στις πόλεις πρόσφερε τη δυνατότητα της αυτοδιοίκησης στις ίδιες. Ήδη από το 1125 παρατηρούνται αστικά συμβούλια, που λαμβάνουν αποφάσεις σχετικά με τις υποθέσεις τους, ρυθμίζουν οι ίδιες τους κανόνες προσφοράς και ζήτησης, ως ένα μεγάλο βαθμό, ενώ οι πιο ισχυρές καταφέρνουν να επιβληθούν σε κατοίκους και περιοχές εκτός των τειχών τους μέσω φορολογήσεων (άλλες ζητώντας υπέρογκα ποσά, βλ. το παράδειγμα της Φλωρεντίας). Η παραγωγικότητα έχει αυξηθεί, όλο και περισσότερο αυξάνονται οι θέσεις εργασίας και αυτό, με τη σειρά του, οδηγεί στην εξειδίκευση. Η ανάγκη για περισσότερες συναλλαγές έφερε και το επόμενο μεγάλο βήμα, δηλαδή τη νομισματική άνθιση, που παρατηρήθηκε από τον 13ο αιώνα και κατά την οποία ο χρυσός επαναφέρθηκε ξανά στο προσκήνιο.
Αυτό που συνέβη, ουσιαστικά, τον 13ο αιώνα ήταν ο εκχρηματισμός της οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, μία από τις δύο πιο σημαντικές αλλαγές που επέφερε το εμπόριο μεγάλου βεληνεκούς κατά τον Μεσαίωνα ήταν η ευρεία επέκταση της χρήσης των νομισμάτων και η ανάγκη έκδοσης άλλων με υψηλότερη αξία. Αν οι συναλλαγές δεν πραγματοποιούνταν συστηματικά και δεν είχαν λάβει αυτή την έντονα επικερδή μορφή, δεν θα υπήρχε η ανάγκη έκδοσης νέων χρημάτων από πόλεις και ηγεμόνες. Πρόκειται για εκείνο το κομβικό σημείο μετάβασης από τη φεουδαρχία στην προ-καπιταλιστική Ευρώπη, όπως πολλοί υποστηρίζουν και συνέπεια αυτού είναι και η σημαντική υποχώρηση του αντιπραγματισμού. Πόλεις-πυρήνες των εμπορικών συναλλαγών στην Ιταλία, ηγεμόνες Γάλλοι, Γερμανοί, Άγγλοι, και Ισπανοί καταφεύγουν σε αυτή την κοινή πρακτική και μια σειρά νομισμάτων αρχίζουν να κόβονται, όπως τα αργυρά gros και, αργότερα, τα χρυσά νομίσματα (φιορίνι της Φλωρεντίας το 1252, το σκούδο του αγίου Λουδοβίκου, το βενετσιάνικο δουκάτο).
Φυσικά, όμως, αυτό το «μεγαλεμπόριο», σύμφωνα με τον Le Goff, μεταμόρφωσε τον χάρτη με την ανάπτυξη μιας κοινής θρησκευτικής συνείδησης. Πιο συγκεκριμένα, οι πόλεις που αναμείχθηκαν σε αυτό το εμπόριο ήταν χριστιανικές και ακριβώς αυτή η εμπορική εξάπλωσή τους σε άλλες περιοχές δεν άργησε να φανεί και ως θρησκευτική. Η Βενετία, για παράδειγμα, έχοντας συνάψει ευνοϊκές εμπορικές συνθήκες με την Κωνσταντινούπολη, καταφέρνει μετά το κομβικό έτος του 1204 να επεκταθεί, μεταξύ άλλων, και στα νησιά: Κρήτη, Ιόνιο και Αιγαίο και στις ακτές της Αδριατικής. Ακόμα, η άλλη σημαντική ναυτική πόλη της Γένουας καταφέρνει να ελέγξει τα παράλια της Μικράς Ασίας και της Μαύρης θάλασσας, ενώ δεν είναι αμελητέα και η προσπάθεια της εμπορικής ένωσης διαφόρων πόλεων του Βορρά (Hansa) να εδραιώσει την παρουσία της από την Αγγλία ως τη Ρωσία, σε εδάφη άλλοτε ορθόδοξα και άλλοτε ειδωλολατρικά. Έτσι, ο τρόπος, με τον οποίο το εμπόριο εξαπλώθηκε σε όλα αυτά τα μέρη, δημιούργησε πρόσφορο έδαφος για την προαγωγή μιας κυρίαρχης θρησκείας.
Καταλήγοντας, το εμπόριο, το οποίο για αρκετό καιρό αφορούσε την εισαγωγή και εξαγωγή πολύτιμων ειδών ή και ορισμένων πρώτων υλών, σταδιακά φτάνει να περιλαμβάνει και πιο σύνθετα προϊόντα. Οι πλατείες, στις οποίες μπορούσαν να γίνουν οι αγοραπωλησίες και οι αλλαγές των νομισμάτων, προκειμένου να διεξαχθεί η εμπορική συναλλαγή, άρχισαν να μην επαρκούν. Πόλεις, κάποιες με τη μορφή ενώσεων (π.χ. η χανσεατική), ενώ άλλες μόνες τους (Φλωρεντία, Σιένα), καταφέρνουν να αποκτήσουν οικονομική και πολιτική ισχύ και να δημιουργήσουν έναν εμπορικό χάρτη που ξεπερνούσε τα μέχρι τότε γνωστά σύνορα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Le Goff, Jacques (1991), Ο Πολιτισμός της μεσαιωνικής Δύσης, μτφρ: Μπενβενίστε, Ρίκα, Θεσσαλονίκη: Εκδ. Βάνιας.
- Nicholas, David (2013), Η εξέλιξη του μεσαιωνικού κόσμου, μτφρ: Τζιαντζή, Μαριάννα, Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.