Της Ισιδώρας Ανδρέου,
Η υπαρξιακή κρίση ξεκινά από εμάς τους ίδιους, από τον καθένα μας ξεχωριστά που, ανεξαρτήτως ηλικίας, κάνει ένα βήμα πίσω και αντί να πει «μπράβο» αναρωτιέται «τι έχω κάνει ως εδώ;». Από εκεί, λοιπόν, ξεκινά το «λάθος», ήτοι το σωστό, μιας και όπου κι αν βρίσκεται καθένας από μας αυτήν τη στιγμή, βρίσκεται στον σωστό δρόμο. Πώς το ξέρουμε αυτό; Καλώς ή κακώς, έτσι είναι. Κανένας δεν το ξέρει. Μόνο εμείς οι ίδιοι και ίσως ο Θεός του καθενός μας. Η ενδοσκόπηση και η εσωτερική διαύγεια ξεκινούν από το βήμα που φοβόμαστε ή δε τολμάμε να κάνουμε. Όποιος είναι τολμηρός, το κάνει μόνος του, για όποιον είναι τυχερός, γίνεται από μόνο του και όποιος έχει δειλία, δεν λυτρώνεται ποτέ. Ο φόβος της υπαρξιακής κρίσης είναι συνώνυμος με τα επίθετα που λέμε οι ίδιοι στους εαυτούς μας, κάτι, δηλαδή, που πρέπει να αναλυθεί προτού λυθεί.
Πρέπει, λοιπόν, να δούμε την υπαρξιακή κρίση, μέσα από την ύψιστη των Τεχνών, της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας, μέσα, δηλαδή, από τα μάτια ενός αγαλματικού τύπου που όμοιό του δεν έχουμε ξανασυναντήσει.
Ο λόγος για τον Βωμό της Περγάμου, το έμβλημα του δραματικού ρεαλισμού, της υπερβολικής κίνησης και παραστατικότητας, ένα μαρμάρινο θαύμα. Θέμα της ζωφόρου του βωμού αποτελεί η Γιγαντομαχία, στην οποία πρωταγωνιστεί η σύνθεση δίνοντας στο γλυπτό τον απαραίτητο τόνο δραματικής κίνησης. Ο βωμός του Διός, όπως λέγεται, χτίστηκε στην Πέργαμο σε μία ειδικά διαμορφωμένη θέση, επί Ευμένους Β΄ και συγκεκριμένα στην Ακρόπολη της πόλης. Είχε τη μορφή μνημειακού περιβόλου με διαστάσεις 36,44×34,20 και αποτελεί ένα ιωνικό περιστύλιο. Η βάση του περιστυλίου έχει ύψος 2,3μ. και φέρει το θέμα της Γιγαντομαχίας, το οποίο αναπαρίσταται με τον καλύτερο, εκτελεσμένο από το χέρι του γλύπτη, τρόπο.
Αποτελεί ένα ιδιαίτερα έξεργο ανάγλυφο, μία παράσταση μορφών στιγματισμένων από το «μάτι», που λαξεύει και παγώνει στον χρόνο αυτήν τη στιγμή. Και κάπως έτσι, διόλου μαγικά, φτιάχνεται το άγαλμα. Το θέμα της Γιγαντομαχίας αποτελεί παραλληλισμό των πολεμικών θριάμβων των Ατταλιδών και περιγράφει με τον πιο εκφραστικό τρόπο τις πολεμικές τους διαμάχες. Το μάτι του θεατή, παρατηρώντας την αγαλματική σύνθεση βιώνει ακριβώς τη στιγμή της «πάλης» του ενός σώματος με το άλλο. Καταλυτικό ρόλο σε αυτό παίζουν η δραματική θεατρικότητα του ανάγλυφου, ο έντονος δραματισμός σε συνάρτηση με την κινησιολογία των μορφών και η βίαιη κίνηση.
Οι μορφές χαρακτηρίζονται από έντονο ρεαλισμό σε συνάρτηση με την παθητική έκφραση και στάση, με την έντονη θεατρικότητα να πρωταγωνιστεί σε σκηνές απείρου μαρμάρινου κάλλους. Εικονίζονται 100 μορφές γιγάντων και Θεών, ενώ σώζονται περίπου 85 από αυτές, καθώς και άλλες μορφές ζώων και θηρίων. Στη ζωφόρο του βωμού διατηρείται η αρχή της ισοκεφαλίας, οι μορφές, δηλαδή, καταλαμβάνουν όλο το διαθέσιμο ύψος του ταυτόσημου χρόνου και η δράση εκτυλίσσεται την ίδια χρονική στιγμή.
Ο χρόνος, λοιπόν, τόσο στη ζωφόρο όσο και στην πραγματική ζωή, είναι ένας, η στιγμή που ζούμε τώρα, κι όσο κι αν ίσως επιθυμούσαμε να ζήσουμε σε κάποιον άλλον χωροχρόνο, σε κάποιον άλλον τόπο, οφείλουμε να εγκωμιάσουμε αυτήν εδώ τη στιγμή. Τη στιγμή που ο γλύπτης επιλέγει και «σταματά» το πλήρωμα του χρόνου, αράζοντας στο «λιμάνι» που λέγεται «ταυτόχρονη στιγμή» μάς δείχνει, δηλαδή, πως εν μέσω πολέμου, Γίγαντες και Θεοί, Θεοί και θνητοί, αθάνατοι και μη παλεύουν για το ίδιο αγαθό, τη ζωή τους.
Έτσι και στη σημερινή κοινωνία καθένας από εμάς παλεύει, δίνοντας καθημερινά τον δικό του αγώνα επιβίωσης, στο δικό του ξεχωριστό πεδίο μάχης για να κερδίσει τη μάχη του με ζωή. Η δυσκολότερη μάχη που δίνουμε είναι εκείνη της ρουτίνας, της καθημερινότητας, είναι μία μάχη που συχνά νομίζουμε πως χάνουμε.
Η θεατρικότητα των μορφών λόγω των έξεργων ανάγλυφων, μαρτυρά τη θεατρικότητα της κίνησης και συνάδει με την καθημερινή μας βιοπάλη, και το πόσο πασχίζει καθένας μας ξεχωριστά να κερδίσει μία θέση ανεβαίνοντας τα «σκαλιά» της κοινωνίας. Ο γλύπτης έχει επιτύχει την έντονη φωτοσκίαση που εντείνεται από τις πτυχώσεις των ενδυμάτων, ενώ άλλες λεπτομέρειες, όπως όπλα και εξαρτήματα αποδίδονται εξίσου γλαφυρά επάνω στο μάρμαρο.
Καταλήγουμε, λοιπόν, πως η εικόνα που μας δίνουν οι μαρμάρινες, ανάγλυφες μορφές, οι οποίες πάλλονται και μάχονται στο μαρμάρινο «πεδίο» θα μπορούσε να είναι μία καθημερινή εικόνα στο μετρό ή ακόμα σε κάποιο συσσίτιο, όπου ο υπερβολικός συνωστισμός προκαλεί χάος, ήτοι, πόλεμο. Τα αγάλματα ίσως να είναι αυτό ακριβώς που αποδίδει η λέξη, μα δεν είναι βουβά, έχουν τη δική τους μοναδική μορφή έκφρασης, μας «μιλούν» όντας ο εαυτός τους. Ένα άγαλμα, μια μαρμάρινη μορφή, είναι από μόνο του μία εικόνα ενός ατόμου στη σημερινή κοινωνία, είναι, δηλαδή, αυτό που είναι, ένα άγαλμα μέσα στο πλήθος. Παραμένει, επομένως, στη δική του ευχέρεια το εάν θα βγάλει «φωνή», εάν θα επιλέξει να έχει μεταφραστή ή το εάν θα παραμείνει για πάντα ένα άγαλμα μέσα στο πλήθος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Ελληνική Τέχνη και Αρχαιολογία, Δημήτρης Πλάντζος, 1200-30 π.Χ.
- Ο Βωμός της Περγάμου: Η λαμπρότητα, η δόξα, η Γιγαντομαχία, η κλοπή, voria.gr, διαθέσιμο εδώ.