Της Αριάδνης-Παναγιώτας Φατσή,
Συχνά λέγεται πως η κριτική μπορεί να μας εμπνεύσει για να βελτιώσουμε κάτι που έχουμε φτιάξει ή για να δούμε κάτι εντελώς διαφορετικά. Αυτή είναι εν ολίγοις και η ιστορία για το πώς το βιβλίο που σας παρουσιάζουμε σήμερα έφτασε στο τυπογραφείο. Αυτή η εισαγωγή μπορεί να φαίνεται ανορθόδοξη, αλλά συνεχίστε να διαβάζετε και όλα θα εξηγηθούν.
Όταν ο ιστορικός William McNeill είχε δημοσιεύσει το 1963 ένα προηγούμενο έργο του, το The Rise of the West, για την πορεία εξέλιξης των δυτικών κοινωνιών, κάποιος μελετητής που ασκούσε κριτική στο εν λόγω σύγγραμμα είχε ψέξει τον McNeill ότι δεν είχε λάβει όσο θα έπρεπε υπ’ όψιν του την εξέλιξη της τεχνολογίας και την επίδραση αυτής στα γεγονότα που περιέγραφε. Η κριτική αυτή, όπως εξηγούσε και ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογο του βιβλίου που διαβάσαμε, τον έκανε να προβληματιστεί τόσο πολύ, ώστε περί τα 20 χρόνια μετά δημοσίευσε για πρώτη φορά το The Pursuit of Power, το οποίο ο ίδιος έγραφε ότι ίσως θα μπορούσε να διαβαστεί ως μια μεγάλη υποσημείωση στο προηγούμενο έργο του.
Το βιβλίο αυτό, το οποίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Νίκο Ρούσσο και κυκλοφόρησε τον Νοέμβριο του 2019 από τις Εκδόσεις Παπαδόπουλος, με τον τίτλο Επιδιώκοντας την ισχύ: Πόλεμοι, τεχνολογία και κοινωνίες από την αρχαιότητα έως σήμερα, αναλύει ουσιαστικά τη σχέση της τεχνολογίας και της οικονομίας με ιστορικά γεγονότα που σφράγισαν την εξέλιξη της ανθρωπότητας και διαμόρφωσαν τις εκάστοτε κοινωνικές συνθήκες. Πριν, όμως, αναλυθεί το περιεχόμενό του, αξίζει να πραγματοποιηθεί μια αναφορά στον William McNeill, ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2016. Με καταγωγή από τον Καναδά και τις ΗΠΑ, ο McNeill είχε υπάρξει για 40 χρόνια καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Γεννημένος το 1917, ο συγγραφέας είχε υπηρετήσει στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τις δυνάμεις των ΗΠΑ. Οι ιστορικές του γνώσεις υπήρξαν εντυπωσιακές και ο ίδιος είχε υπογράψει πολλά επιτυχημένα βιβλία, για τα οποία είχε αποκομίσει και διακρίσεις, όπως το National Book Award και το National Humanities Medal στις ΗΠΑ.
Ένα από τα στοιχεία που καθιστούν αυτό το βιβλίο ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι ότι δε μένει σε μια ορισμένη ιστορική περίοδο, αλλά σταχυολογεί μια σειρά περιόδων και γεγονότων που είναι καταλληλότερη, για να διαφανούν τα επιχειρήματα και οι συσχετισμοί που επιδιώκονται. Ο συγγραφέας καλύπτει πολύ έδαφος, από τη μεσαιωνική Κίνα μέχρι τον αγώνα πυρηνικών εξοπλισμών του σύγχρονου κόσμου, και το κάνει με μοναδικό στυλ. Η γραφή του είναι σαφής και καλά οργανωμένη, πράγμα ζωτικής σημασίας για ένα βιβλίο με αυτήν την έκταση, και η τεράστια βιβλιογραφία που εξέτασε για να καταλήξει στο κείμενό του κάνει τις υποσημειώσεις σχεδόν εξίσου ενδιαφέρουσες με το κύριο κείμενο.
Το κύριο θέμα στο πόνημα αυτό είναι η αλληλεπίδραση μεταξύ των δυνάμεων της αγοράς και της ανάπτυξης στρατιωτικής ισχύος. Ο McNeill παρουσιάζει μια ευρεία ερμηνεία της επίδρασης του στρατού στην ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας και εξετάζει μια ποικιλία στρατιωτικών, τεχνολογικών και κοινωνικών εξελίξεων από νέες οπτικές γωνίες. Το έργο, μετά από μια σύντομη εισαγωγή, μας ταξιδεύει στην Κίνα, περί τα 1000 μ.Χ., που για μεγάλο χρονικό διάστημα οι Κινέζοι ηγέτες ήταν σε θέση να διατηρήσουν περιοριστικό έλεγχο στις αυξανόμενες εμπορικές πρακτικές εντός της σφαίρας τους, αλλά οι εμπορικές πρακτικές όντως πολλαπλασιάστηκαν και συνέβαλαν στην υλική προμήθεια των νομάδων που κατάφεραν τελικά να σπάσουν τις κινεζικές άμυνες.
Στην Ευρώπη κατά την ίδια περίοδο (1000-1600), η ανάπτυξη εμπορικών πρακτικών, μαζί με την ίδρυση καλά οργανωμένων στρατιωτικών μονάδων υποστηριζόμενων από φόρους, αντιπροσώπευε μια νέα σειρά ζυμώσεων, που είχε ως αποτέλεσμα την ευρωπαϊκή στρατιωτική επικράτηση. Από εκεί και πέρα, ο McNeill επικεντρώνεται στην Ευρώπη και την Αμερική, καταγράφοντας τέτοιους μετασχηματισμούς στον πόλεμο, όπως εκείνους που προκύπτουν από την ανάπτυξη αξιωματικών επιτελείου που ετοίμαζαν γραπτά σχέδια μάχης ή από καινοτομίες στην κατασκευή υψικαμίνων, που κατέστησαν δυνατό τον σχεδιασμό νέων πυροβόλων, όπως κανονιών, με μεγαλύτερη ισχύ και ακρίβεια. Καθώς οι συγκεντρωτικές μοναρχίες ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, οι στρατοί ενισχύονταν γρήγορα σε μέγεθος, εκπαίδευση, επιμελητεία και οργάνωση.
Η τεχνολογία των όπλων επιταχύνθηκε ταχύτερα από ό,τι στον υπόλοιπο κόσμο, πράγμα που οι ιστορικοί αποκαλούν συχνά ως «Στρατιωτική Επανάσταση». Οι μοναρχίες χρειάζονταν να συγκεντρώσουν τεράστια χρηματικά ποσά για να πληρώσουν για αυτούς τους αναπτυσσόμενους στρατούς, οδηγώντας σε αλλαγές στη φορολογία και τη χρηματοδότηση του στρατού. Η Γαλλική Επανάσταση και οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι του 20ού αιώνα οδήγησαν σε μαζικές κινητοποιήσεις στον πόλεμο. Ο τεράστιος γαλλικός στρατός του Ναπολέοντα, για παράδειγμα, αποδίδεται από τον McNeill στην πίεση του πληθυσμού (την οποία θεωρεί κύρια αιτία της Γαλλικής Επανάστασης). Στη συνέχεια, η ξαφνική, συντριπτική ζήτηση για όπλα που επέφεραν τα γεγονότα του Κριμαϊκού Πολέμου θεωρείται ότι εγκαινιάζει την εποχή των όπλων μαζικής παραγωγής που κατέστησαν δυνατή χάρη στις νέες τεχνικές βιομηχανικής παραγωγής. Στη συνέχεια, η βιομηχανική τεχνολογία και ο πόλεμος συνυπήρξαν και συνυπάρχουν ακόμα με αρκετούς τρόπους, από τις νέες τεχνολογίες μεταφοράς έως τις σύγχρονες έννοιες των ολοκληρωμένων οπλικών συστημάτων.
Το έργο αυτό σίγουρα θα προξενήσει μεγαλύτερο ενδιαφέρον στους μελετητές της Ιστορίας, παρά σε άτομα που δεν έχουν αυτήν ιδιαίτερη σχέση. Παρά ταύτα, είναι ένα εγχειρίδιο που διέπεται από λιτό λόγο, χωρίς περιττές επιτηδεύσεις και μπορεί να διαβαστεί ακόμη και από μη ειδικούς. Είναι ένα πόνημα που, παρά τον κάπως εξειδικευμένο του χαρακτήρα, απαντά στην ανάγκη για στρατιωτική Ιστορία που συνδέεται με τη γενική Ιστορία των ανθρωπίνων κοινωνιών. Γι’ αυτό το διαβάσαμε και σας το προτείνουμε!