Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,
Στο παρόν άρθρο, θα παρουσιαστούν ευσυνόπτως οι βασικές θέσεις δύο αποφάσεων, της υπ’ αριθμόν 338/2021 της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας (εφεξής «ΣτΕ») και της 503/2021 ΣτΕ. Αμφότερες οι αποφάσεις αυτές πραγματεύονται το ζήτημα της μη χορηγήσεως ή αφαιρέσεως του διαβατηρίου από τη Διοίκηση, επί ασκηθείσας εις βάρος του αιτούντος διαβατηρίου ποινικής διώξεως.
Σήμερα, για το συγκεκριμένο ζήτημα, εφαρμογή έχει το Προεδρικό Διάταγμα υπ’ αρίθμ. 25/2022 (ΦΕΚ 66/Α/30-3-2022), τιτλοφορούμενο ως «Προϋποθέσεις χορήγησης διαβατηρίων, χρονική ισχύς, αντικατάσταση, απώλεια και ακύρωση αυτών.» Το πλέον ισχύον Προεδρικό Διάταγμα κατήργησε με το άρθρο 7 το υπ’αρίθμ. 25/2004, το οποίο επιλαμβανόταν των ιδίων θεμάτων και αναφέρεται στις εξεταζόμενες εν συνεχεία αποφάσεις, που, ωστόσο, είχε ήδη τροποποιηθεί με το 30/2010. Όπως αναφέρεται στο πρώτο άρθρο του Προεδρικού Διατάγματος 30/2010: §1. Διαβατήριο είναι το έγγραφο που εκδίδεται από τη Διεύθυνση Διαβατηρίων και Εγγράφων Ασφαλείας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας, με το οποίο ο κάτοχος μπορεί νόμιμα να εξέρχεται και να εισέρχεται στη χώρα, μέσω των καθορισμένων για το σκοπό αυτό σημείων.
- 2. Τα διαβατήρια είναι ατομικά και χορηγούνται σε Έλληνες πολίτες. Δεν χορηγείται διαβατήριο σε πρόσωπο που: […] β. έχει ασκηθεί σε βάρος του ποινική δίωξη για κακούργημα ή για αδίκημα της περίπτωσης α` και για όσο χρόνο διαρκεί η εκκρεμοδικία.
Σημαντική επισήμανση που πρέπει να γίνει, πριν την παράθεση των σκέψεων των αποφάσεων, που αφορούν την ποινική δίωξη, και εξετάζεται, επίσης, αποτελεί το μέτρο του δικονομικού εξαναγκασμού της εισαγγελικής απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα. Πρόκειται για ένα μέτρο περιορισμού της προσωπικής ελευθερίας του κατηγορουμένου, του οποίου η επιβολή στοχεύει στην αποτροπή του κινδύνου φυγής του κατηγορουμένου. Μεταξύ άλλων, η εφαρμογή του προϋποθέτει τη βέβαιη ή τη σφόδρα πιθανολόγηση της πρόθεσης του καθ’ ού το μέτρο να μεταβεί στο εξωτερικό και να μην εμφανιστεί στον Ανακριτή προς απολογία.
Εν όψει των παραπάνω γενικών παρατηρήσεων, οι δύο αποφάσεις που παρατίθενται, πραγματευτήκαν το ζήτημα της άρνησης της Διοικήσεως να χορηγήσει διαβατήριο στους αιτούντες αυτό, εν όψει κινηθείσας ποινικής διώξεως εις βάρος τους. Πιο συγκεκριμένα:
338/2021 ΣτΕ (Επ.Αν): Εν προκειμένω, η αιτούσα έχοντας ήδη ασκήσει αίτηση ακυρώσεως, ασκεί και αίτηση αναστολής, δυνάμει του άρθρου 52 του Π.Δ. 18/89, προκειμένου να ανασταλεί η εκτέλεση των διοικητικών αποφάσεων, για τις οποίες έχει ασκηθεί το ένδικο βοήθημα. Για να γίνει δεκτή μία αίτηση αναστολής, η Επιτροπή αποφαίνεται, σύμφωνα με το άρθρο 52§6 του Π.Δ. 18/89 ως ισχύει, ότι η άμεση εκτέλεση της προσβαλλόμενης πράξης θα προκαλέσει στον αιτούντα ανεπανόρθωτη ή δυσχερώς επανορθώσιμη βλάβη, σε περίπτωση που η αίτηση ακυρώσεως ευδοκιμήσει. Στη συγκεκριμένη υπόθεση, η αιτούσα κατείχε διαβατήριο, χορηγηθέν δυνάμει του άρθρου 1§3 του Προεδρικού Διατάγματος για τη χορήγηση διαβατηρίου, ήτοι κατ’ εξαίρεση για λόγους υγείας που συνέτρεχαν στο πρόσωπό της.
Μάλιστα, η αιτούσα είχε υποβάλλει όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά και υπεύθυνες δηλώσεις για τη θεμελίωση της κατ’ εξαίρεσης χορήγησης διαβατηρίου και της συνέχισης του λόγου για τον οποίο είχε, εξ’αρχής, χορηγηθεί και γι’ αυτό δεν είχε παραδώσει πίσω στην υπηρεσία το διαβατήριο, όπως ορίζει το σχετικό Προεδρικό Διάταγμα. Εντούτοις, το αίτημά της, αρχικώς, απερρίφθη από τον Διευθυντή της Διευθύνσεως Διαβατηρίων και Εγγράφων Ασφαλείας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας και στη συνέχεια απερρίφθη κι η σχετική ενδικοφανής προσφυγή που υπέβαλλε η αιτούσα. Κοινή αιτιολογία των απορρίψεων ήταν ότι το γεγονός ότι είχε ασκηθεί ποινική δίωξη εις βάρος της αιτούσας για κακούργημα, επομένως, για όσο χρόνο διαρκεί η εκκρεμοδικία, δε δικαιούται τη χορήγηση διαβατηρίου.
Στην αιτούσα, στο μεταξύ, είχε επιβληθεί μόνο ο περιοριστικός όρος της εμφάνισης στο αστυνομικό τμήμα της κατοικίας της το α’ δεκαπενθήμερο κάθε μήνα, ο οποίος όρος και διατηρήθηκε σε ισχύ και η ίδια της τηρούσε αμελλητί και επιμελώς. Η ίδια, επίσης, ισχυρίστηκε ότι η μη χορήγηση διαβατηρίου, εν όψει των παραπάνω, της προκαλεί ανεπανόρθωτη βλάβη, λόγω της μη συνέχισης της επαγγελματικής της απασχόλησης σε χώρα του εξωτερικού, επικαλούμενη μάλιστα ότι, κατά την ισχύουσα στη χώρα αυτή νομοθεσία, η είσοδος, η παραμονή και η εργασία αλλοδαπών επιτρέπεται, υπό την απειλή βαρύτατων κυρώσεων, μόνο σε κατόχους ισχύοντος διαβατηρίου.
Λαμβάνοντας όλα τα παραπάνω υπόψιν, η Επιτροπή Αναστολών του ΣτΕ απεφάνθη ότι, εφόσον δεν επιβλήθηκε ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα, μόνο η εκκρεμοδικία για κακούργημα δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την άρνηση του αρμόδιου Διοικητικού Οργάνου να απορρίψει τη χορήγηση διαβατηρίου. Γι’ αυτό, στο διατακτικό της, η Επιτροπή Αναστολών διατάσσει τη Διεύθυνση Διαβατηρίων και Εγγράφων Ασφαλείας του Αρχηγείου της Ελληνικής Αστυνομίας να εξετάσει και να αποφανθεί επί του αιτήματος της αιτούσας για την έκδοση διαβατηρίου, χωρίς να λάβει υπ’ όψιν την ανωτέρω εις βάρος της ποινική εκκρεμοδικία, διότι αυτή την εμπίπτει σε κάποια από τις περιπτώσεις μη χορήγησης διαβατηρίου του άρθρου 1 του σχετικού Προεδρικού Διατάγματος.
503/2021 ΣτΕ: Εν προκειμένω, ο αιτών είχε υποβάλλει το 2018 αίτηση στην αρμόδια Διεύθυνση Διαβατηρίων και Εγγράφων Ασφαλείας για την έκδοση διαβατηρίου, σε αντικατάσταση του προηγούμενού του. Ωστόσο, κατέστη στη Διεύθυνση γνωστό από την αρμόδια Ανακρίτρια ότι για τον αιτούντα είχε σχηματιστεί, από το 2014, ποινική δικογραφία κι είχε κινηθεί ποινική δίωξη για κακουργηματικά αδικήματα, που αφορούν εγκληματική οργάνωση και βαριές μορφές παραβάσεων, σχετικές με τους ειδικούς ποινικούς νόμων περί ναρκωτικών και όπλων. Μάλιστα, για την ποινική αυτή υπόθεση είχε εκδοθεί πρωτοβάθμια απόφαση από το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Πειραιώς, ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της εφέσεως ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου Κακουργημάτων.
Εν όψει των ανωτέρω, η Διεύθυνση Διαβατηρίων διέταξε την αφαίρεση του διαβατηρίου από τον αιτούντα, λόγω της εκκρεμοδικίας της ανωτέρω ποινικής δίκης. Ο αιτών, άσκησε ενδικοφανή προσφυγή —η οποία απερρίφθη με την ίδια ανωτέρω αιτιολογία— κατά της απόφασης διαταγής αφαίρεσης του διαβατηρίου, προβάλλοντας ότι ουδέποτε του επιβλήθηκε με οιοδήποτε τρόπο ο περιοριστικός όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη Χώρα. Επί των τεθειμένων πραγματικών περιστατικών, το ΣτΕ εβρέθη σε διχογνωμία αναφορικά με το νόμιμο ή μη της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης.
Πιο συγκεκριμένα, το ότι δεν επεβλήθη σε κανένα στάδιο της ποινικής διαδικασίας το μέτρο της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, καθιστά μη ισχύοντα τα κριθέντα στις αποφάσεις Ολομελείας 357-358/2020, τα οποία αφορούν περιπτώσεις επιγενόμενης άρσης από την αρμόδια δικαστική αρχή της αρχικώς επιβληθείσας από την ίδια απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα, και άρα η αιτιολογία της Διοίκησης είναι νόμιμη. Εντούτοις, μία Σύμβουλος μειοψήφησε, με το σκεπτικό ότι τα κριθέντα στις ανωτέρω αποφάσεις ισχύουν και για την περίπτωση που ουδέποτε επεβλήθη ο περιοριστικός αυτός όρος, επομένως, η αιτιολογία απόρριψης εκ μέρους της Διοίκησης δεν ήταν νόμιμη. Εν όψει των ανωτέρω και της σπουδαιότητας του ζητήματος που ανέδειξε η υπόθεση, το ΣτΕ απείχε από την οριστική απόφαση επί του θέματος, παραπέμποντας την υπόθεση στην επταμελή του σύνθεση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚH ΠΗΓH
-
Τα πλήρη κείμενα των αποφάσεων διαθέσιμα στη Νομική Βάση Δεδομένων Nomos Intrasoft