Της Νόρας Κούρτη,
Η κύρια δραστηριότητα των τραπεζικών και χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων είναι η αποδοχή καταθέσεων, ή άλλων επιστρεπτέων κεφαλαίων, και η παροχή πιστώσεων. Σε ένα τραπεζικό σύστημα υπάρχει ένα εύρος συμβάσεων, οι οποίες ποικίλλουν ως προς τη φύση τους, τις ανάγκες του ιδιώτη, των εμπόρων ή των νομικών προσώπων κ.ά. Μία από αυτές τις συμβάσεις, που συνιστά και λογαριασμό, είναι ο αλληλόχρεος, ή αλλιώς τρέχων λογαριασμός, με την οποία δημιουργείται μια διαρκής έννομη σχέση μεταξύ των συμβεβλημένων, ένας εκ των οποίων είναι έμπορος, αφού η σύμβαση απαιτεί μια χρονική διάρκεια.
Πιο συγκεκριμένα, πρόκειται για 2 λογαριασμούς: τρέχων και αλληλόχρεος. Η διαφορά έγκειται στη συμφωνία των μερών, προκύπτει δηλαδή από την τραπεζική σύμβαση. Όταν η σύμβαση δεν περιλαμβάνει εφάπαξ παροχή/καταβολή και διαρκεί, δημιουργούνται συνεχείς δοσοληψίες μεταξύ τράπεζας και πελάτη και συνάπτεται σύμβαση τρέχοντος ή αλληλόχρεου λογαριασμού. Ειδικότερα, αυτό σημαίνει ότι οι καταθέσεις και οι αναλήψεις καταχωρούνται ως ξεχωριστά κονδύλια χρεώσεως και πιστώσεως ενός λογαριασμού και εκκαθαρίζονται διαδοχικά κατά τη διάρκεια της σχέσης, έως ότου να κλείσει η κατάθεση και να προκύψει ένα υπόλοιπο το οποίο θα είναι απαιτητό (ΑΠ 248/2014). Για παράδειγμα, δημιουργείται μια σύμβαση-πλαίσιο που σου δίνει τη δυνατότητα να καταθέσεις 5 ευρώ σήμερα και να πάρεις 2 ευρώ αύριο, 3 μεθαύριο κ.ο.κ, να κάνεις δηλαδή επαναλαμβανόμενες καταθέσεις και αναλήψεις, χωρίς να χρειάζεται να υπολογίσεις έναντι ποιας ανάληψης γίνεται η κατάθεση και αντίστροφα.
Όλα, λοιπόν ,τα χρηματικά ποσά καθίστανται κονδύλια, χάνοντας την αυτοτέλεια τους, με συνέπεια απαιτητό να είναι το ποσό που προκύπτει από αυτές τις επαναλαμβανόμενες καταθέσεις-αναλήψεις. Αυτή είναι μια συμφωνία διαδοχικών συμψηφισμών των απαιτήσεων, τόσο από την πλευρά της τράπεζας, όσο και από την πλευρά του πελάτη, δημιουργώντας δικαιώματα πολλαπλών παροχών και για τα 2 μέρη.
Αναλυτικότερα, σχετικά με τη διαφορά μεταξύ τρέχοντος και αλληλόχρεου λογαριασμού, στον τελευταίο δημιουργούνται αντίστοιχες απαιτήσεις τράπεζας-πελάτη. Αντιθέτως, στον τρέχοντα λογαριασμό εξυπηρετείται μια σχέση κατά την οποία ο πελάτης δίνει ένα χρηματικό ποσό στην τράπεζα και η τράπεζα οφείλει να το διαφυλάσσει και να το επιστρέφει, όποτε το ζητήσει ο δικαιούχος. Από νομικής πλευράς, η διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στον αλληλόχρεο λογαριασμό οι αντίθετες απαιτήσεις συμψηφίζονται, ενώ στον τρέχοντα λογαριασμό καταχωρούνται και εκκαθαρίζονται διαδοχικά. Ο αλληλόχρεος λογαριασμός αποτελεί ευρύτατα διαδεδομένη πρακτική στις τραπεζικές πιστοδοτήσεις, και ιδίως στον βραχυπρόθεσμο δανεισμό των επιχειρήσεων.
Το κλείσιμο του λογαριασμού γίνεται όταν ο οφειλέτης του υπολοίπου, είτε, με τη σύμβαση περί λειτουργίας του λογαριασμού, υποσχέθηκε αφηρημένα την εξόφληση του καταλοίπου είτε, μετά το κλείσιμο του λογαριασμού, αναγνώρισε την οφειλή του για το υπόλοιπο. Η μετά το κλείσιμο του λογαριασμού αναγνώριση του υπολοίπου από τον οφειλέτη γίνεται με δήλωση της βούλησης αυτού προς τον δανειστή και την αποδοχή της από τον τελευταίο, καταρτιζόμενης, έτσι, συμβάσεως αναγνωρίσεως του υπολοίπου. Με αναγνώριση του τελικού καταλοίπου ισοδυναμεί και η πλασματική αναγνώριση που επέρχεται, σε εκτέλεση σχετικής έγκυρης συμφωνίας των διαδίκων μερών, με την παρέλευση της εύλογης προθεσμίας που τίθεται στον πιστούχο, χωρίς ο τελευταίος να έχει τη δυνατότητα αντίλογου κατά του γνωστοποιηθέντος καταλοίπου.
Όπως προαναφέρθηκε, με τη σύμβαση του αλληλόχρεου λογαριασμού, οι εκατέρωθεν απαιτήσεις των μερών δεν επιδιώκονται μεμονωμένα, χάνουν την αυτοτέλεια τους, με την καταχώριση στο λογαριασμό, και, τελικά, το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού τυχόν κατάλοιπο αποτελεί τη μοναδική απαίτηση μεταξύ των μερών. Αυτή υπόκειται στην προβλεπόμενη από τη διάταξη του άρθρου 249 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ) εικοσαετή παραγραφή και όχι στην πενταετή που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 250 παρ. 1 του ΑΚ. Αυτό συμβαίνει διότι στην τελευταία υπόκεινται όχι όλες οι αξιώσεις μεταξύ εμπόρων, αλλά εκείνες μόνο που έχουν ως περιεχόμενο την καταβολή τιμήματος για χορηγηθέντα εμπορεύματα, ή την καταβολή ανταλλάγματος για την εκτέλεση εργασιών και την επιμέλεια ξένων υποθέσεων. Επίσης, στην ίδια γενική εικοσαετή παραγραφή υπόκειται και η αξίωση του δικαιούχου του καταλοίπου έναντι του εγγυηθέντος υπέρ του πρωτοφειλέτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Σπυρίδων Ψυχομάνης, Εγχειρίδιο Τραπεζικού Δικαίου, Εκδόσεις Σάκκουλα, Θεσ/νίκη, 2016