Του Ιάσονα Λαδέα,
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, η ατζέντα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής επικεντρώνεται σχεδόν αποκλειστικά στις εξελίξεις στο ουκρανικό μέτωπο. Κάτω από τις πρωτόγνωρες αυτές συνθήκες, με επικείμενες δυσμενείς συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία και την ευρωπαϊκή κοινωνική συνοχή, η εγχώρια πολιτική ηγεσία στρέφεται στην προοπτική των στρατηγικών σχέσεων, με σκοπό να ισχυροποιήσει τη θέση της στην Ανατολική Μεσόγειο με γνώμονα την ανάδειξη σε έναν πυλώνα σταθερότητας, ασφάλειας και δημοκρατίας.
Στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής, η Ελληνική Κυβέρνηση έχει πραγματοποιήσει αλματώδη βήματα, όσον αφορά τη διπλωματική της σχέση με τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Πιο συγκεκριμένα, ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, μετέβη στη Σούδα, όπου συνοδευόμενος από τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας, Κωνσταντίνο Φλώρο, συναντήθηκε με τον πρέσβη των ΗΠΑ, Τζέφρι Πάιατ. Στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η Σούδα αποτελεί έναν κατ’ εξοχήν χώρο εγκατάστασης της στρατιωτικής δύναμης των Αμερικανών σε ελληνικό έδαφος. Στην πραγματικότητα, η συνάντηση αυτή επισφράγισε το θετικό κλίμα ανάμεσα στις δύο πλευρές, την αναγκαιότητα της αμυντικής συνεργασίας, καθώς και την κοινή κατεύθυνση των ιστορικών και πολιτικών αξιών των δύο χωρών.
Η ελληνική πλευρά είχε προχωρήσει στην ενδυνάμωση των σχέσεών της με την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μέσα από την υπογραφή μιας πενταετούς Συμφωνίας, η οποία υπογράμμιζε την αμοιβαία αμυντική συνεργασία. Ειδικότερα, η Συμφωνία αυτή έδινε ιδιαίτερη έμφαση, μεταξύ άλλων, στην ανάπτυξη επενδυτικών κινήσεων των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων σε διάφορες περιοχές της ελληνικής επικράτειας.
Η Αλεξανδρούπολη αποτέλεσε τον πυρήνα εγκατάστασης της αμερικανικής στρατιωτικής δύναμης. Η «Σούδα του Βορρά», όπως αλλιώς είναι ευρέως γνωστή η περιοχή της Αλεξανδρούπολης, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πόλος έλξης για την αμερικανική πλευρά, αν αναλογιστεί κανείς πως προσφέρει εύκολη πρόσβαση στα Βαλκάνια, την Κεντρική, αλλά και την Ανατολική Ευρώπη. Η Ελλάδα, εκμεταλλευόμενη την αμερικανική επιθυμία για άμεση ανάπτυξη δυνάμεων και συμφερόντων στη Μαύρη Θάλασσα και τα Βαλκάνια, χρησιμοποίησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το γεωπολιτικό της πλεονέκτημα, δίνοντας σάρκα και οστά σε μία νέα σελίδα της ελληνοαμερικανικής φιλίας.
Παράλληλα, πέρα από τη χορήγηση σημαντικών οπλικών συστημάτων στην Ελλάδα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, κυρίως μέσα από την παρουσία τους σε ελληνικές περιοχές σπουδαίας διπλωματικής και γεωπολιτικής σημασίας, έχουν στείλει ένα ξεκάθαρο μήνυμα απέναντι στην τουρκική προκλητικότητα. Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως επρόκειτο για μία αμερικανική καταδίκη του “casus belli”, ήτοι της απειλής πολέμου από την τουρκική πλευρά. Η ύπαρξη του αμερικανικού στρατού θωρακίζει τα ελληνικά σύνορα, δίνει ιδιαίτερη βάση στα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, ενώ προασπίζει την εδαφική ακεραιότητά της. Η εδαφική ακεραιότητα, εξάλλου, αποτελεί μια απαραβίαστη αρχή, η οποία, μετά τη ρωσική εισβολή, έχει αποκτήσει έναν επίκαιρο χαρακτήρα.
Αδιαμφισβήτητα, δεν πρέπει να παραλείψουμε την κοινή ατζέντα των δύο πλευρών, όσον αφορά την ένοπλη σύρραξη ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία. Η διαμάχη αυτή μονοπώλησε την εγχώρια επικαιρότητα, σπρώχνοντας τον αστερίσκο του κορωνοϊού και το φαινόμενο της ακρίβειας στο περιθώριο. Η Ελλάδα στήριξε έμπρακτα τον ουκρανικό λαό, αποστέλλοντας στρατιωτικό εξοπλισμό, ενώ την ίδια στιγμή έδωσε τη δική της έγκριση στο πακέτο κυρώσεων που ετοιμάζουν η Ευρωπαϊκή Ένωση, το ΝΑΤΟ, καθώς και οι ΗΠΑ απέναντι στη Ρωσία. Οι υποστηρικτικές ενέργειες της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εστιάζουν στο αναφαίρετο δικαίωμα της ανεξαρτησίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας. Είναι πολύ σημαντικό σε μία πρωτοφανή κρίση, η ελληνική πλευρά να κινείται πάντοτε σύμφωνα με τις αρχές του Διεθνούς Δικαίου και του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Σε τελική ανάλυση, η ελληνική πλευρά εγκαινιάζει ένα νέο κεφάλαιο στο πεδίο της ελληνοαμερικανικής συνεργασίας. Η στρατηγική σχέση ανάμεσα στις δύο χώρες αποδεικνύεται σπουδαίας σημασίας σε πολλά επίπεδα. Η Ελλάδα εκμεταλλεύεται, στην πραγματικότητα, τη γεωπολιτική της θέση, προσφέροντας με αυτόν τον τρόπο στην Αμερική την ευκαιρία να εξετάσει σοβαρά την προοπτική επενδυτικών κινήσεων στα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο. Αναπόφευκτα, η χώρας μας εμπλουτίζει σημαντικά τον στρατιωτικό της κορμό, ενώ, παράλληλα, πετυχαίνει έναν σκοπό πρωταρχικής σημασίας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, την ανάδειξη της χώρας ως μίας σημαντικής δύναμης στην Ανατολική Μεσόγειο και ενός πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Παναγιωτόπουλος από Σούδα: Η στρατηγική σχέση Ελλάδας – ΗΠΑ βασίζεται σε κοινές αξίες, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ
- Κορυφώνεται η αμερικανική απόβαση στην Αλεξανδρούπολη, Χαραλαμπάκης Μάνος, tanea.gr, διαθέσιμο εδώ