Της Ιωάννας Λυμιώτη,
Πολλές είναι οι προσπάθειες που καταβάλλονται τα τελευταία χρόνια σε κρατικό και διεθνές επίπεδο για τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας. Παρά την καταχώρηση, όμως, θεμελιωδών εργασιακών δικαιωμάτων, το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα του ανθρώπου σε ένα υγιές περιβάλλον εργασίας καταπατάται σε καθημερινή βάση – και πολύ συχνότερα από ότι θα περιμέναμε – ακόμα και στις Δυτικές χώρες.
Η προσβολή του δικαιώματος αυτού μπορεί να λάβει διάφορες μορφές, με τις συχνότερες να είναι η σεξουαλική παρενόχληση, η μη διασφάλιση των κατάλληλων εξωτερικών συνθήκων εργασίας, η ηθική παρενόχληση (το λεγόμενο mobbing), καθώς και ο εργασιακός εκφοβισμός ή εργασιακό bullying. Αρκεί μία μόνο από τις παραπάνω παθογένειες για τη διαμόρφωση ενός τοξικού περιβάλλοντος εργασίας, από το οποίο, φυσικά, απουσιάζει η απαιτούμενη παραγωγικότητα και αποτελεσματικότητα και διαταράσσεται η ψυχική ισορροπία του εργαζομένου.
Το εργασιακό bullying συνιστά την πιο γενική μορφή παραβιαστικής συμπεριφοράς για αυτό και χρησιμοποιείται συχνά ως «όρος ομπρέλα». Ωστόσο, ακριβώς λόγω της ευρύτητας του όρου, συχνά είναι δύσκολο να προσδιορίσουμε μια συμπεριφορά, που συνιστά εργασιακό εκφοβισμό, ιδίως αν δε γνωρίζουμε με σαφήνεια τη σημασία του. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Υγεία στην Εργασία, ως εργασιακή παρενόχληση ορίζεται η επαναλαμβανόμενη και αδικαιολόγητη συμπεριφορά προς έναν εργαζόμενο που προκαλεί κινδύνους, τόσο για την υγεία όσο και την ασφάλειά του. Όπως σε όλες τις μορφές παρενόχλησης, έτσι και εδώ καθοριστικό ρολό έχουν οι σχέσεις εξουσίας και η κατάχρηση της τελευταίας. Σε πρώτη ανάγνωση, η έννοια του bullying, παρ’ ότι μας είναι οικεία, φαίνεται να μην ταιριάζει σε μια συζήτηση που αφορά τις πιο τυπικές και επίσημες σχέσεις εργασίας. Στην πραγματικότητα, όμως, όσο εύκολα παρατηρούνται φαινόμενα εκφοβισμού σε ένα σχολείο, σε μια παρέα, σε μια ανεπίσημη κοινωνική συνθήκη, άλλο τόσο μπορούν να εμφανιστούν και σε ένα περιβάλλον εργασίας.
Όπως σε κάθε περίπτωση, έτσι και ο εργασιακός εκφοβισμός μπορεί να λάβει τη μορφή της λεκτικής (ή και σπάνια φυσικής) επίθεσης ή της ψυχολογικής πίεσης και κακομεταχείρισης. Ενώ, όμως, ως ενήλικες φαίνεται να έχουμε ξεπεράσει την ευάλωτη φάση της παιδικής ηλικίας κατά την οποία στέκουμε ανυπεράσπιστοι και απροστάτευτοι μπροστά σε κακοποιητικές συμπεριφορές, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τέτοια φαινόμενα πολλές φορές βρισκόμαστε σε εξίσου αδύναμη θέση. Το «γιατί» πρέπει να αναζητηθεί στις καθιερωμένες σχέσεις εξουσίας στον εργασιακό χώρο: Όταν μια παραβιαστική συμπεριφορά προέρχεται από κάποιον που βρίσκεται σε ανώτερη θέση (π.χ. εργοδότη, επικεφαλής τμήματος κλπ.), αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να την ανεχτούμε, είτε επειδή φοβόμαστε για την τύχη της εργασίας μας, της ανέλιξής μας, της πορείας μας στον συγκεκριμένο χώρο είτε λόγω συμπλεγμάτων υποταγής. Το τελευταίο σημαίνει ότι ακόμα και να μην μας ενδιαφέρει το μέλλον μας στον συγκεκριμένο χώρο εργασίας, λόγω των βιωμάτων μας, έχει υποσυνείδητα εγγραφεί ως τάση ή ένστικτο το να προσαρμοζόμαστε στις απαιτήσεις όσων ασκούν κάποια μορφή εξουσίας πάνω μας, με αυτό να μας οδηγεί ακόμα και στην ανοχή ακραίων συμπεριφορών εκφοβισμού.
Ακόμα, όμως, και να έχουμε ξεπεράσει τέτοιου είδους συμπλέγματα, η αντίδρασή μας σε εκφοβιστικές συμπεριφορές δεν είναι και πάλι βέβαιη και αυτό, γιατί πολλές φορές, όταν μας συμβαίνουν παρόμοια περιστατικά, σε μια προσπάθεια εκλογίκευσής τους, τείνουμε να μειώνουμε το μέγεθος των συμπεριφορών χαρακτηρίζοντάς τις ως «ατυχή ξεσπάσματα» ή «μεμονωμένες κακές στιγμές» στο πλαίσιο του φυσιολογικού. Αρνούμαστε με αυτόν τον τρόπο να αναγνωρίσουμε τον επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα, την τοξικότητα της κατάστασης και τις βαρύτατες συνέπειες, που έχει πάνω μας ο εκφοβισμός.
Όπως προκύπτει, επομένως, πρώτο βήμα για να αντιμετωπίσουμε τον εργασιακό εκφοβισμό είναι να τον αναγνωρίσουμε. Η κατ΄ επανάληψη σκληρή και αχρείαστη κριτική, η διαρκής υποτίμηση και απαξίωση των ιδεών και της δουλειάς του εργαζομένου, αλλά και ο αρνητικός σχολιασμός του στους συνάδελφους του με στόχο την απομόνωσή του, αποτελούν μερικές από τις συνηθέστερες τακτικές του εκφοβιστή. Συχνά παρατηρείται, ακόμα, η προσβολή του εργαζομένου για ορισμένα χαρακτηριστικά, όπως η εμφάνιση, το φύλο, η φυλή του, χάριν αστεϊσμού, η διάδοση φημών και ψευδών πληροφοριών, αλλά και τα επίμονα επικριτικά βλέμματα που στοχεύουν στον εκφοβισμό. Στους μη λεκτικούς τρόπους εντάσσονται και οι συνεχείς εναλλαγές διάθεσης, με ξεσπάσματα θυμού, η ανύψωση της φωνής και η χρήση ειρωνικού τόνου με στόχο την ταπείνωση του εργαζομένου και η έμπρακτη «εκδίκηση» προς τον εργαζόμενο, όταν αυτός εκφράσει κάποιο παράπονο (π.χ. με ανάθεση παραπάνω εργασίας).
Όταν, μάλιστα, ο εκφοβισμός προέρχεται από τον εργοδότη συχνά παρατηρείται η στοχοποίηση του εργαζομένου και ο χαρακτηρισμός του ως ανεύθυνου ή ανίκανου, όταν αυτός δεν ανταπεξέρχεται σε ασαφείς και αυθαίρετες εντολές. Ο εκφοβιστής-εργοδότης δεν αφήνει κανένα περιθώριο λάθους, αποδίδει στον εργαζόμενο ευθύνη για καταστάσεις που δεν βρίσκονται υπό τον έλεγχό του και ασκεί υπερβολική πίεση, χωρίς να σέβεται τις ανάγκες και τις αποφάσεις του εργαζομένου. Ο εκφοβισμός που προέρχεται από τον εργοδότη είναι αυτός που παραλύει περισσότερο τα αντανακλαστικά του εργαζομένου, ο οποίος δεν γνωρίζει πού να απευθυνθεί και πώς να διεκδικήσει τα δικαιώματά του.
Αποδεδειγμένα, από όπου κι αν προέρχεται το bullying, πόσο μάλλον από το καθημερινό περιβάλλον εργασίας, οι επιπτώσεις του είναι καταλυτικές για την ψυχική υγεία του ατόμου. Η συστηματική υποτίμηση και η αυξημένη πίεση οδηγούν στη διαμόρφωση συμπλεγμάτων κατωτερότητας και σε μια προσπάθεια απόδειξης της αξίας μέσα από την υπερεργασία και, εν τέλει, οδηγούν στην υπερκόπωση και την εξουθένωση. Όσο σημαντική και να είναι μια θέση εργασίας, κάθε εργαζόμενος πρέπει να προτάξει τη σωματική και ψυχική του υγεία και να αντισταθεί σε φαινόμενα, που παραβιάζουν το αναφαίρετο δικαίωμά του στην αξιοπρέπεια, αρχικά συζητώντας τα ζητήματα που τον απασχολούν και εφόσον δεν υπάρξει βελτίωση, καταγγέλλοντας τις παρενοχλητικές συμπεριφορές.
Όπως θα συμβουλεύαμε ένα παιδί να μην ανέχεται πράξεις εκφοβισμού απ’ τους συμμαθητές του, έτσι κι εμείς οφείλουμε να μην ανεχόμαστε συμπεριφορές που καταπατούν την αξιοπρέπειά μας και διαταράσσουν τη συναισθηματική μας ισορροπία, απ΄ όπου κι αν προέρχονται.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το τοξικό εργασιακό περιβάλλον είναι Νο.1 λόγος που παραιτούνται οι εργαζόμενοι, lifo.gr, διαθέσιμο εδώ
- Το φαινόμενο του εκφοβισμού στον εργασιακό χώρο και το νομικό οπλοστάσιο έναντι αυτού, lawspot.gr, διαθέσιμο εδώ