Του Θανάση Κουκόπουλου,
Εκ πρώτης όψεως, οι σχέσεις Βυζαντίου – Κίνας μοιάζουν με σενάριο επιστημονικής φαντασίας. Ενδεχομένως, ο αναγνώστης να νομίζει ότι η επαφή της Άπω Ανατολής με τον δυτικό κόσμο να ξεκίνησε στα οψιμότερα μεσαιωνικά χρόνια και συγκεκριμένα με τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο. Και εδώ, έγκειται μία μεγάλη παρεξήγηση. Στην πραγματικότητα, οι λεγόμενοι «δρόμοι του μεταξιού» δεν ανακαλύφθηκαν από τον διάσημο Βενετό εξερευνητή, αλλά κατ’ ουσίαν υπήρχαν ήδη από τα ρωμαϊκά χρόνια. Όπως είναι φυσικό, μία τέτοια ιδιότυπη επαφή δεν ήταν καθόλου εύκολη, όχι μόνο λόγω των τεράστιων αποστάσεων, αλλά και λόγω των εχθρικών κρατών που μεσολαβούσαν μεταξύ Βυζαντίου και Κίνας.
Η βασική και πανάρχαια οδική αρτηρία με κατεύθυνση προς την Κίνα ξεκινούσε από την Αντιόχεια, περνούσε από τον ποταμό Ευφράτη κοντά στην Ιεράπολη (Mabboug) και από τη Βόρεια Περσία στη γραμμή Εκβάτανα (Hamadan) – Ράγα (Ray, κοντά στη σημερινή Τεχεράνη), ενώ στη συνέχεια διέσχιζε το Εκατόμπυλο και την όαση Merv. Βασικός σταθμός ήταν το Kashgar της Κεντρικής Ασίας, κέντρο ανταλλαγής εμπορευμάτων ανάμεσα στους Κινέζους και δυτικούς ή Πέρσες εμπόρους. Από εκεί και πέρα μπορούσε κανείς να συνεχίσει το ταξίδι του, μέχρι και τη Luoyang της ανατολικής Κίνας. Σημαντικός σταθμός του διαμετακομιστικού εμπορίου μεταξύ Άπω Ανατολής και Δύσης, όπου μεταξύ άλλων, ελλιμενίζονταν και πλοία με βυζαντινά προϊόντα, ήταν και η Σρι Λάνκα (η Ταπροβάνη των βυζαντινών πηγών).
Κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο, το κατεξοχήν εχθρικό κράτος που αποτελούσε τροχοπέδη στην εμπορική δραστηριότητα προς ανατολάς, ήταν η περσική/σασσανιδική αυτοκρατορία, η οποία δημιουργούσε προβλήματα ιδιαίτερα όσον αφορά το εμπόριο του πολυτιμότατου μεταξιού, στο οποίο κατείχε την πρωτοκαθεδρία. Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α΄ (βασιλεία: 527-565) αναγκάστηκε, μάλιστα, αρχικά να επιβάλλει κρατικό μονοπώλιο στην αγορά του. Αυτό πρακτικά σήμαινε υψηλότερη τιμή με δυσβάσταχτες συνέπειες για την οικονομία. Το πρόβλημα της κυριαρχίας των Περσών μεσαζόντων ο Ιουστινιανός μπόρεσε τελικά να λύσει, όταν το 553/4 κάποιοι μοναχοί κατάφεραν να μεταφέρουν λαθραία από την Κίνα μεταξοσκώληκες. Έτσι, ξεκίνησε η καλλιέργειά τους (αρχικά στην περιοχή της Συρίας και στη συνέχεια στη Μικρά Ασία και στον ελλαδικό χώρο) και η παραγωγή μεταξιού στο Βυζάντιο.
Όσον αφορά τις κινεζικές πηγές, δύο είναι τα ονόματα που πρέπει να προσελκύσουν το ενδιαφέρον μας: η Da Qin και η Fulin. Έχει θεωρηθεί ότι με αυτά οι Κινέζοι αναφέρονταν στην αρχαία Ρώμη και το Βυζάντιο αντίστοιχα, αν και κάποιοι ερευνητές ισχυρίζονται πως παραπέμπουν σε μια ουτοπία σχετιζόμενη με τον Ταοϊσμό. Το χρονικό της περιόδου της δυναστείας Tang (618-907) παρουσιάζει την πρωτεύουσα της Fulin να έχει μία μεγάλη πύλη διακοσμημένη με χρυσάφι, ένα παλάτι από χρυσάφι, ευωδιαστό ξύλο και ελεφαντόδοντο, ένα χρυσό αυτόματο (=κατασκευή που δούλευε με τη βοήθεια συμπιεσμένου αέρα ή νερού) με μορφή ανθρώπου, που υποδείκνυε την ώρα με το χτύπημα καμπανών. Επίσης, το χρονικό αναφέρει ότι 12 υπουργοί διοικούν αυτή τη χώρα, ενώ ο αυτοκράτορας φοράει ένα στέμμα με μορφή πουλιού. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν άρματα και φορούν φανταχτερά ενδύματα. Είναι προφανές, πως αν τα παραπάνω αφορούν το Βυζάντιο, τότε πρόκειται ξεκάθαρα για μία ιδεαλιστική περιγραφή.
Πολύ σημαντικό τεκμήριο για την περαιτέρω διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ των δύο πολιτισμών είναι και η ανακάλυψη συνολικά περίπου 100 βυζαντινών χρυσών νομισμάτων και απομιμήσεών τους σε διάφορες, διάσπαρτες ανά την κινεζική επικράτεια ανασκαφές. Τέτοιες περιπτώσεις άρχισαν να έρχονται στο φως ήδη από τα τέλη του 19ου αι. Επιπλέον, έχουν βρεθεί πρόσφατα και αργυρά νομίσματα. Η πλειοψηφία αφορά το διάστημα μεταξύ 5ου και 7ου αι. και αυτό το στοιχείο υποδηλώνει μία κορύφωση των επαφών τότε. Θεωρείται ότι δεν ασκείτο κρατικός έλεγχος στην κοπή νομισμάτων – απομιμήσεων. Αξίζει να αναφερθεί και η περίπτωση ενός χρυσού περιδέραιου που ανακαλύφθηκε στον τάφο μίας πριγκίπισσας, ονόματι Li Jingxun. Θεωρείται ότι ένα τμήμα του θα μπορούσε να είναι βυζαντινό.
Αν και ο Ιουστινιάνειος Κώδικας απαγόρευε κανονικά την εξαγωγή πολύτιμων μετάλλων από εμπόρους, φαίνεται ότι, εν τέλει, η μεταφορά βυζαντινών χρυσών και αργυρών νομισμάτων εκτός των συνόρων της αυτοκρατορίας γινόταν ανεκτή, καθώς ήταν μία ευκαιρία για προβολή της αυτοκρατορικής εξουσίας στη μακρινή χώρα. Φαίνεται ότι τα νομίσματα αυτά χαρίζονταν ως δώρα στους Κινέζους. Και για να μπουν στη διαδικασία οι τελευταίοι να τα μιμηθούν, σημαίνει ότι όντως εντυπωσιάζονταν τόσο από τα νομίσματα αυτά καθαυτά όσο και από τα βυζαντινά προϊόντα και τις διηγήσεις που άκουγαν. Είναι χαρακτηριστικό πως τουλάχιστον ένα αυθεντικό, βυζαντινό νόμισμα βρέθηκε στον τάφο ενός Κινέζου αυτοκράτορα!
Υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο που υποδηλώνει επαφές μεταξύ Βυζαντίου και Κίνας. Πρόκειται για το μυθικό κινεζικό πουλί Feng Huang, το οποίο εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της περιόδου Han (206 π.Χ.-220 μ.Χ.) και αρχικά είχε αποτροπαϊκό χαρακτήρα, γι’ αυτό και εικονιζόταν συχνά σε ταφικά μνημεία. Αργότερα, όμως, εξελίχθηκε σε ένα πιο διακοσμητικό στοιχείο, γι’ αυτό και απεικονιζόταν σε αντικείμενα μικροτεχνίας. Στο Βυζάντιο πολύ χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός ελεφαντοστέινου κιβωτιδίου, που φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο του καθεδρικού της Troyes στη Γαλλία. Σε αυτό, μεταξύ άλλων, εικονίζονται και κάποιοι έφιπποι συναυτοκράτορες, αλλά και Πέρσες έφιπποι κυνηγοί. Στις στενές πλευρές, εικονίζεται το Feng Huang. Επιπλέον, το πουλί αυτό συναντάται και σε μικρογραφία ενός χειρόγραφου, σε σφραγίδα αξιωματούχου, αλλά και σε ένα ελεφαντοστέινο τρίπτυχο. Δεν είναι σίγουρο αν οι Βυζαντινοί γνώριζαν το σχετικό με αυτό το πουλί συγκείμενο. Η ερμηνεία σε κάθε περίπτωση εξαρτάται από το είδος του αντικειμένου, τις προθέσεις και τις γνώσεις του χορηγού.
Τέλος, ας αναφερθεί πως στην Κίνα έφτασαν το 635 νεστοριανοί μοναχοί (ο Νεστοριανισμός είναι μια χριστιανική αίρεση που ξεκίνησε από τα σπλάχνα της βυζαντινής αυτοκρατορίας τον 5ο αι.). Η ιστορία των νεστοριανικών κοινοτήτων της Κίνας είναι άγνωστη, μεταξύ του τέλους του 9ου αι. και του 12ου αι. Από τον 13ο αι., όμως, οι κοινότητες αυτές είναι γνωστές στους Ευρωπαίους ταξιδευτές. Το 1278/9 δύο Νεστοριανοί, ο μετέπειτα αρχιεπίσκοπος Yabh Allaha III και ο πνευματικός του, Rabban Sauma, ξεκίνησαν από το Πεκίνο, με σκοπό να επισκεφτούν σημαντικά προσκυνήματα του νεστοριανισμού στη Μεσοποταμία, αλλά και τους Αγίους Τόπους. Δεν περιορίστηκαν μόνο σε αυτά μέρη, αλλά ταξίδεψαν και στην Κωνσταντινούπολη, όπου τους υποδέχτηκε ο αυτοκράτορας Ανδρόνικος Β΄ Παλαιολόγος.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Καραγιαννόπουλος, Ιωάννης (1996), Το Βυζαντινό Κράτος, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.
- Oxford Dictionary of Byzantium (1991), στο λήμμα «Automata», τ. 1, σελ. 235.
- Oxford Dictionary of Byzantium (1991), στο λήμμα «China», τ. 1, σελ. 422.
- Oxford Dictionary of Byzantium (1991), στο λήμμα «Silk», τ. 3, σελ. 1896.
- Oxford Dictionary of Byzantium (1991), στο λήμμα «Yabh Allaha III», τ. 3, σελ. 2213.
- Walker, Alicia, “Patterns of Flight: Middle Byzantine Adoptions of the Chinese Feng Huang Bird”, Ars Orientalis 38 (2010), σελ. 188-216.
- Yunyan, Guo (2021), “Classification of Byzantine Gold Coins and Imitations Found in China”, στο: Günther, Sven & Qiang, Li & Ying, Lin & Sode, Claudia (επιμ.), From Constantinople To Chang’an Byzantine Gold Coins In The World Of Late Antiquity, Changchun: Institute for the History of Ancient Civilizations, σελ. 207-240.