Του Χριστόφορου Σωτηρίου,
Παραμονή της 1ης Απριλίου 1955 και τα πάντα στην σκλαβωμένη μεγαλόνησο ήταν έτοιμα. Έτοιμη ακόμη και η πυρακτωμένη ψυχή της. Γνωστά ακόμη τα διδάγματα των προγόνων της, γνωστή η παλληκαριά, η τόλμη και η δόξα. Η δροσερή άνοιξη με την απλωμένη δροσιά της είχε αρχίσει να δίνει τη θέση της στο εύφορο καλοκαίρι. Μια εποχή, που οι χρυσοκέντητες του ήλιου ακτίνες θα κατεύθυναν τα βέλη τους στις καταπράσινες κοιλάδες και αετοράχες των βουνών, όπου οι φτερωτοί μουσουργοί του Ύψιστου θα έψελναν το νέο λυρικόφωνο τραγούδι για τη λευτεριά της Κύπρου. Την ίδια εκείνην ώρα ένας και μόνος κτύπος έπαλλε στην ψυχή των Κυπρίων, «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ». Λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 1ης Απριλίου, η θρυαλλίδα ανάβει. Το σύνθημα του ιερού αγώνα δόθηκε, το ελληνικό νησί συγκλονίζεται. Εκρήξεις, ανατινάξεις, φλόγες, καπνοί από τη μια και από την άλλη οι τεράστιες φλόγες, οι φλόγες της επαναστατημένης Κύπρου. Θα αναφερθώ σε μια από τις σημαντικότερες μάχες του αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών).
Ο Γρηγόρης Πιερή Αυξεντίου γεννήθηκε στις 22 Φεβρουαρίου του 1928 στο χωριό Λύση, που βρίσκεται ανάμεσα στη Λευκωσία και την Αμμόχωστο. Μετά τη φοίτησή του στο Δημοτικό Σχολείο του χωριού του εισήλθε στο Γυμνάσιο της Αμμοχώστου, το οποίο βρισκόταν πιο κοντά στη Λύση. Ύστερα από την αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο ήρθε στην Ελλάδα, προκειμένου να σπουδάσει στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, όμως δεν κατάφερε να επιτύχει στις εισαγωγικές εξετάσεις. Κατατάχθηκε στον ελληνικό στρατό και πέρασε από τη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού, ενώ παράλληλα μελετούσε φιλολογία, για να μπει στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών. Απολύθηκε από τον Στρατό ως Έφεδρος Ανθυπολοχαγός Πεζικού και στη συνέχεια υπηρέτησε τρεισήμισι και πλέον χρόνια στις ακριτικές περιοχές της μάνας πατρίδας.
Στην Κύπρο επέστρεψε τον Μάρτιο του 1953, δύο χρόνια πριν την έναρξη της επανάστασης, όπου και συναντήθηκε με τον στρατιωτικό αρχηγό του αγώνα, Στρατηγό Γεώργιο Γρίβα Διγενή. Με το κίνημα να αρχίζει τον αγώνα του, ο Γρηγόρης αναλαμβάνει δράση σε όλο το νησί, καθοδηγώντας αγωνιστές σε ρεματιές, πεδιάδες και απάτητες βουνοκορφές. Ο γαληνεμένος του εαυτός μετατράπηκε σε θύελλα, η έκφρασή του μετατράπηκε σε άγρια νεροποντή και ο κτύπος της ψυχής του σε κεραυνό κι΄ αστροπελέκι. Τίποτα πλέον δεν μπορούσε να ανακόψει την ορμή, την αυτοθυσία και την τόλμη του. Ένεκα της δράσης του σε σαμποτάζ, ανατινάξεις, ενέδρες κλπ. του ανετέθη η θέση του τομεάρχη σε πολλές περιοχές και κατόπιν του υπαρχηγού της Ε.Ο.Κ.Α. Όταν εισήλθε στον αγώνα, έλαβε τα ψευδώνυμα «Ρήγας», «Ζήδρος», «Αίαντας», «Μάστρος», «Άρης», «Ανταίος» και «Ζώτος». Τρομοκρατημένοι οι Άγγλοι για τα πολλά πλήγματα, τον επικήρυξαν δια του ποσού των 5.000 λιρών. Αλλά τα τεχνάσματά του δεν ήταν λίγα, ένα από αυτά ήταν και η μεταμφίεσή του σε καλόγερο στα μοναστήρια, ένα εκ των οποίων ήταν και η μονή του Μαχαιρά.
Στις 28 Φεβρουαρίου 1957, στο Μοναστήρι του Μαχαιρά επρόκειτο να γραφεί ο μεγαλύτερος επίλογος μιας πρωτοφανούς για την ιστορία μάχης. Στο μοναστήρι επικρατούσε ησυχία, όταν ξαφνικά ένα δυνατό κτύπημα στις θύρες διέκοψε τον ύπνο των μοναχών. Όλοι οι μοναχοί με επικεφαλής τον Ηγούμενο Ειρηναίο, ανασηκώνονται, ενώ τα κτυπήματα συνεχίζονταν. Στις ατέλειωτες φωνές και απειλές η θύρα ανοίγει και εκείνο που επακολουθεί δεν περιγράφεται, ο ηγούμενος συλλαμβάνεται και βασανίζεται άγρια, όπως και οι άλλοι μοναχοί, για να μαρτυρήσουν που είναι ο Αυξεντίου με τους συναγωνιστές του. Κτυπήματα από τη μια, γρονθοκοπήματα από την άλλη, τραβήγματα μαλλιών, μπήξιμο βελονών στο σώμα του Ηγούμενου και κρέμασμα μοναχών σε ύψος 50 ποδιών. Τίποτα όμως δεν βγήκε από το στόμα τους, ενώ το μοναστήρι έγινε ανάστατο. Όμως τα μαρτύρια δεν τελείωσαν εδώ, ένας τσοπάνης του μοναστηριού παρουσιάστηκε στους Άγγλους ως νέος Ιούδας Ισκαριώτης, προδίδοντας με την εγκληματική πράξη του την αντάρτικη ομάδα, που βρισκόταν λίγο πιο κάτω από τους πρόποδες του μοναστηριού.
3 Μαρτίου 1957. Η ώρα ήτανε τρεις το πρωί. Μια ανεμοθύελλα και ένας δυνατός βοριάς που συνοδεύονταν από αδιάκοπη βροχή, μούσκευαν τα πάντα. Ταυτόχρονα, στο κρησφύγετο ο Αυξεντίου και οι άνδρες του περιμέναν ανέμελοι για οδηγίες. Την ίδια ώρα, μια αγγλική περίπολος δέκα ανδρών και ενός διερμηνέα κτένιζαν επί δέκα ώρες την περιοχή, όταν ένας δεκανέας ονόματι Πήτερ Μπράουν διέκρινε μια οπή στο έδαφος, σταμάτησε, ενώ μετά από λίγο, όταν άκουσε ομιλίες από τους αγωνιστές, διέταξε να παραδοθούν και έριξε μια χειροβομβίδα στην είσοδο του κρησφύγετου. Κατά τον Άγγλο δημοσιογράφο Τσάρλς Φόλλευ, που παρευρέθηκε στην μάχη, παραδόθηκαν οι τέσσερεις σύντροφοι του Αυξέντιου: Αυγουστής Ευσταθίου, Αντώνιος Παπαδόπουλος, Ανδρέας Στυλιανού και Φειδίας Συμεωνίδης. Η παράδοσή τους έγινε κατόπιν διαταγής από τον Γρηγόρη Αυξεντίου. Δεν πέρασαν και πολλά δευτερόλεπτα και μια ριπή οπλοπολυβόλου του Αυξεντίου συνοδευόμενη με το «ΜΟΛΩΝ ΛΑΒΕ», άφησε επί τόπου τον Άγγλο δεκανέα, ενώ ταυτόχρονα έρχονταν ενισχύσεις και ελικόπτερα για βοήθεια των Άγγλων. Αν και ο Άγγλος ταξίαρχος του φώναζε στην μητρική του γλώσσα να παραδοθεί, δεν εισακούσθηκε και η μάχη είχε αγριέψει ενώ η γύρω περιοχή και οι πλαγιές των βουνών δονούντο από τα κροταλίσματα των αυτόματων όπλων και το καιόμενο ατσάλι από τους κάλυκες.
Κατά τη μαρτυρία του Αυγουστή Ευσταθίου, τον οποίο μετά τη ρίψη χειροβομβίδας στο κρησφύγετο ανάγκασαν οι Άγγλοι να επιστρέψει, για να ελέγξει αν ο Αυξεντίου ήταν ζωντανός και να τον πείσει να τα παρατήσει, εκείνος προτίμησε να μείνει μαζί του. «Τώρα είμαστε δύο. Ελάτε να μας πάρετε», φώναξε ο Αυξεντίου. Έτσι, η μάχη συνεχίστηκε ως το απόγευμα. Οι δυο αγωνιστές προσπαθούσαν να αντέξουν μέχρι να νυχτώσει, ώστε να καταφέρουν να διαφύγουν. Η μάχη συνεχίσθηκε για 10 ώρες, χωρίς αποτέλεσμα. Τόσος στρατός και δεν κατάφεραν να συλλάβουν έναν άντρα. Καταντροπιάστηκαν παντού. Και τότε, για να τελειώνουν την αποστολή τους, έχυσαν βαρέλια βενζίνης με ελικόπτερο και έριξαν στο κρησφύγετο εμπρηστικές βόμβες. Ο σύντροφος του Αυξέντιου κατάφερε να εξέλθει του κρησφύγετου, όπου και συνελήφθη. Οι φλόγες, όμως, εξαπλώθηκαν και έκαψαν ζωντανό τον Αυξεντίου. Το απανθρακωμένο σώμα του θάφτηκε από Άγγλους στρατιώτες στις 4 Μαρτίου στις Κεντρικές Φυλακές Λευκωσίας, στον χώρο που σήμερα είναι γνωστός ως «τα φυλακισμένα μνήματα», εξαιτίας του φόβου λαϊκών εκδηλώσεων.
Στο σημείο που δόθηκε η τελευταία μάχη του Αυξεντίου έχει ανεγερθεί ένα μνημείο, ενώ στο παρακείμενο μοναστήρι στήθηκε ένα τεράστιο άγαλμά του. Ο αγώνας και ο θάνατος του Γρηγόρη Αυξεντίου ενέπνευσε πολλούς Έλληνες και ξένους ποιητές, οι οποίοι αφιέρωσαν στον ήρωα ποιήματα. Δύο από αυτούς ήταν ο Κύπριος Κώστας Μόντης και ο Γιάννης Ρίτσος με το ποίημα «ο Αποχαιρετισμός». Κλείνοντας, το άρθρο μου θα παραθέσω το ποίημα που έγραψε η μητέρα του ηρώα προς τιμήν του.
Σήμερον που σ’ αντίκρισα (Ξύπνα Γληόρη*)
Σήμερον που σ’ αντίκρυσα, τζι είδα την ζωγραφκιάν σου,
την τόλμην σου φαντάστηκα, τζιαι την παλληκαρκάν σου.
Να μεν σε πιάσουν ζωντανόν, τζι ας ήταν όπως τύχει,
αφού για την Πατρίδα μας, το γαίμα σου εχύθην.
Ξύπνα Γληόρη μου να δεις που κόντεψεν η Νίκη,
τζι εσέναν βάλλουσιν μπροστά γιατί σ’ εσέν’ ανήκει.
Μια μάνα τέτοιου ήρωα εν προσβολή να κλάψει,
προσβάλλει τον λεβέντη της, τζιείνον που θ’ απολάψει.
Χαλάλιν της Πατρίδος μου ο γιος μου, η ζωή μου,
τζι αφού εν επαραδόθηκεν τζι έμεινεν τζι εσκοτώθηκεν
ας έσιει την ευτζήν μου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Καουρής, Αντρέας, Γρηγόρης Αυξεντίου, Τόμ. Α΄, Ιδιωτική Έκδοση
- Καουρής, Αντρέας, Γρηγόρης Αυξεντίου, Τόμ. Β΄, Ιδιωτική Έκδοση
- Μούσκος, Αναστάσιος, Στον βωμό της ελευθερίας, Έκδοση 35η, Αθήνα: Εκδόσεις Αλφειός