Της Μαρίας Κελεπούρη,
Μιλώντας στους συντελεστές του ντοκιμαντέρ “A German Life” το 2016, έναν χρόνο πριν φύγει από τη ζωή η γραμματέας του Γιόζεφ Γκέμπελς, μοιράζεται τη δική της οπτική για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως εκείνη που βρισκόταν στο κέντρο των αποφάσεων, αλλά δεν είχε ιδέα για τις συνέπειες που αυτές επέφεραν. Η Μπρουνχίλντε Πόμσελ εξομολογείται τη ζωή της, η οποία έτυχε να συμπέσει με την άνοδο και την κυριαρχία του Χίτλερ, χωρίς ωστόσο να συνειδητοποιεί τα τεράστια πλήγματα που προκλήθηκαν και η ίδια αποτέλεσε -«εν αγνοία» της- μέρος τους.
Αυτή η διήγηση υπήρξε η αφορμή για τη δημιουργία ενός θεατρικού μονολόγου, στον οποίο η ζωή της Πόμσελ λειτουργεί για τον θεατή ως κριτικό εργαλείο απέναντι σε μια προπαγανδιστική πολιτική. Σε ένα από τα τελευταία έργα του, ο Κρίστοφερ Χάμπτον, του οποίου η καλλιτεχνική παρουσία είναι πολυποίκιλη μέσα από κινηματογραφικά σενάρια και θεατρικές διασκευές μυθιστορημάτων, μεταπλάθει μια ζωή εγκλωβισμένη από τα ιστορικά γεγονότα, σε ένα δαιμονικά ειρωνικό σενάριο. Το έργο ανέβηκε το 2019 στο Λονδίνο, με τη Μάγκι Σμιθ, ενώ στην εγχώρια θεατρική σκηνή τον ρόλο ανέλαβε να ενσαρκώσει η πολυβραβευμένη για τη θεατρική της πορεία, Ρένη Πιττακή.
Καθίζοντας την ηθοποιό σε μια πολυθρόνα, ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος αφήνει αμέσως να γίνει αντιληπτή η αφηγηματική χροιά αυτού που θα ακολουθήσει. Και πράγματι, εκείνη ανασύρει τις μνήμες της, για να διηγηθεί τη διαδρομή της, τις επαγγελματικές ευκαιρίες που εκμεταλλεύτηκε και το τίμημα που πλήρωσε, δίχως να καταλάβει ακριβώς γιατί. Δεν πρόκειται για την παρουσίαση των πράξεων των Ναζί μέσα από τα μάτια μιας ομοεθνούς τους, αλλά για την απόδειξη του (αποτελεσματικού;) τρόπου λειτουργίας της προπαγάνδας εντός του γερμανικού κράτους ή της εθελοτυφλίας των πολιτών του. Η Μπρουνχίλντε Πόμσελ εργαζόταν στο Υπουργείο Προπαγάνδας. Παρόλα αυτά, ισχυριζόταν πως δεν γνώριζε τίποτα για τις εγκληματικές πράξεις των ανωτέρων της.
Αντιθέτως, τους παρουσιάζει αν όχι επαινετικά, σίγουρα θετικά. Ήταν αυτό που στ’ αλήθεια έβλεπε, ή αυτό που ήθελε να δει, γιατί δεν μπορούσε να αντέξει την πραγματική τους υπόσταση; Είναι η προσωπική της εκτίμηση ή αντιπροσωπεύει την εικόνα που είχαν και οι συμπολίτες της για τον κύκλο του Χίτλερ; Αυτά τα ερωτήματα εγείρονται μέσα από την αβίαστη αφήγησή της, την αυτοαναίρεση των λόγων της και την προσπάθειά της να βρει με έναν διακριτικά απεγνωσμένο τρόπο μια δικαιολογία για τη δική της αδιαφορία. «Μα, ο καθένας είχε τα δικά του προβλήματα», θα πει. Όσο κι αν είχαν ακούσει για τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τι μπορούσαν να κάνουν; Κι αν ήταν φήμες;
Η λιτή σκηνογραφία της Τζίνας Τζόκα εναρμονίζεται με το σκηνικό που πλάθει ο θεατής στον νου του και αφήνει τη βαρύτητα της ερμηνείας να κυριαρχήσει. Τα στιγμιότυπα και οι ιστορικές σκηνές από τα όσα συνέβαιναν στο Βερολίνο που προβάλλονται ακριβώς πίσω από την ηθοποιό, προσδίδουν στο έργο το κύρος της ιστορικής έρευνας και ταυτόχρονα εμφανίζονται ως η ιστορική αλήθεια που διαδραματίζονταν ακριβώς μπροστά της, αλλά εκείνη έκλεινε τα μάτια, αρνούμενη να την αντιληφθεί. Αντίλογος σε αυτή τη μεταφορά είναι το βίντεο με τον εαυτό της που στέκεται δίπλα της και τη συνοδεύει καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης. Είναι το alter ego της, το υποσυνείδητο και ταυτόχρονα ο κριτής της.
Η Ρένη Πιττακή δεν ενδύεται απλά την προσωπικότητα της Μπρουχίλντε Πόμσελ, αλλά και ένα κομμάτι της Σύγχρονης Ιστορίας. Σε αυτόν τον μονόλογο δεν καλείται να αναμετρηθεί μόνο με τις απαιτήσεις του ρόλου και την ιδιοσυγκρασία ενός υπαρκτού προσώπου, αλλά και με τον ίδιο της τον εαυτό, ο οποίος την κοιτάζει άλλες φορές καχύποπτα και άλλες επιβεβαιώνει, με τις συγκρατημένες και πολύ προσεκτικές κινήσεις του, την πειθαρχημένη και σε μεγάλο βαθμό οριοθετημένη συμπεριφορά της. Επιθυμίες που υπάκουσαν στην επιβολή των γονιών και ύστερα ηθικοί φραγμοί που δεν αντιστάθηκαν στη φρίκη, γιατί προσποιήθηκαν πως δεν γνώριζαν τα εγκλήματα που συνέβαιναν γύρω τους.
Κατά τύχη γράφτηκε στο ναζιστικό κόμμα, κατά τύχη έγινε γραμματέας του κοντού «συμπαθητικού» Γκέμπελς, αλλά καθόλου τυχαία δεν συνέχισε να εργάζεται δίπλα του ως το τέλος του πολέμου, που κανείς δεν περίμενε πως θα χαθεί. Ήταν τόσο πειστική η τακτική της παραπληροφόρησης ή οι πολίτες τόσο αφελείς; Μάλλον, ο χαρακτηρισμός «ευθυνόφοβοι» ταιριάζει περισσότερο. Και δυστυχώς αυτή η απαθής στάση αντικατοπτρίζει με μια τρομακτική ακρίβεια τη θεωρία της Χάνα Άρεντ για την «κοινοτοπία του κακού». Η αδιαφορία για το κοινωνικό σύνολο αρκεί για να σε καταστήσει συνένοχο. Πόσο μάλλον αν δεν ακολουθείται από κάποιο σημάδι μεταμέλειας, ή έστω συνειδητοποίησης του κακού που έχει προκληθεί.
Η ροή της αφήγησης δεν διακόπτεται, ούτε καν από το επικριτικό βλέμμα του εαυτού της μέσα από την οθόνη. Η ίδια περιγράφει και παραθέτει λεπτομέρειες, όμως η αινιγματική της ερμηνεία δημιουργεί έναν εύστοχα υπόγειο παραλληλισμό με την «κοινοτοπία του κακού» στον σύγχρονο κόσμο και αφήνει αιχμές για τις ευθύνες απέναντι στον εαυτό μας και στο σύνολο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Μια Γερμανίδα γραμματέας, athinorama.gr, διαθέσιμο εδώ.
- Μια Γερμανίδα Γραμματέας, του Κρίστοφερ Χάμπτον στο θέατρο Αυλαία, culturenow.gr, διαθέσιμο εδώ.
- «Μια Γερμανίδα γραμματέας» έρχεται τον Οκτώβριο στο Θέατρο Ιλίσια-Βολανάκης, ertnews.gr, διαθέσιμο εδώ.