Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Τις τελευταίες μέρες, ένεκα της δυσάρεστης επικαιρότητας, με την υπόθεση της κατηγορούμενης «Μήδειας» της Πάτρας, σάλος έχει προκληθεί λόγω της είδησης ότι η φερόμενη ως δράστρια για το θάνατο της 9χρονης κόρης της ζήτησε να περάσει από ανιχνευτή ψεύδους, προκειμένου να αποδείξει ότι δεν ευθύνεται η ίδια για το θάνατο του παιδιού της.
Τι είναι, όμως, ο ανιχνευτής ψεύδους και ποια η αντιμετώπισή του από το Ποινικό Δίκαιο; Αρχικά, ο ανιχνευτής ψεύδους είναι μια συσκευή που καταγράφει τις υποσυνείδητες ψυχικές εκδηλώσεις, βάσει των μεταβολών της αναπνοής, του σφυγμού, των κινήσεων των βλεφάρων, της εφίδρωσης κ.α. Τελειοποιήθηκε από τον Leonard Keeler, ο οποίος ήταν εργαζόμενος στο Εργαστήριο Επιστημονικής Ανίχνευσης του Εγκλήματος στο Πανεπιστήμιο Northwestern, το 1925 και της έδωσε το όνομα «πολύγραφος», λόγω των ταυτόχρονων πολλαπλών εγγραφών διαφόρων αντιδράσεων.
Συνήθως, η ανάπτυξη τεχνικών ανίχνευσης ψεύδους περιλαμβάνει τρεις κύριες προσεγγίσεις, ήτοι την ανίχνευση μη λεκτικών ενδείξεων ψεύδους, την εξέταση ψυχοβιολογικών ενδείξεων ψεύδους και την ανάλυση λεκτικών ενδείξεων ψεύδους. Ανεξαρτήτως, ωστόσο, της χρησιμοποιούμενης μεθόδου, η επιστημονική αξία του ανιχνευτή ψεύδους αμφισβητείται, καθώς δεν εγγυάται ότι παρέχει έγκυρα αποτελέσματα ως προς το αν έχει ειπωθεί πράγματι η αλήθεια.
Πέραν, όμως, από τους επιστημονικούς ενδοιασμούς, υφίστανται ακόμη και νομικοί ενδοιασμοί, δεδομένου ότι η χρησιμοποίηση του ανιχνευτή ψεύδους προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Ο εξαναγκασμός ενός κατηγορουμένου να υποστεί τη δοκιμασία υποβολής του σε ανιχνευτή ψεύδους, παρά τη θέλησή του, ισοδυναμεί με χρήση βίας και προσβάλλει τα δικαιώματα υπεράσπισής του. Ενώ, αν τεθεί ως προϋπόθεση υποβολής στην εν λόγω δοκιμασία η συναίνεση του κατηγορουμένου, πάλι αυτή η «συναίνεση» δεν είναι τελείως ελεύθερη, αφού η άρνηση, ενδεχομένως, κινήσει υποψίες για την ενοχή του.
Πάντως, στην ελληνική έννομη τάξη η χρήση ανιχνευτών ψεύδους στην ποινική δίκη δεν γίνεται αποδεκτή, καθώς ο Έλληνας νομοθέτης έχει χαρακτηρίσει ρητά τη χρησιμοποίηση ανιχνευτών ψεύδους (ή «ανιχνευτών της αλήθειας» όπως διατυπώθηκε από τον Ν. 1500/1984 για τον ποινικό κολασμό των βασανιστηρίων) ως προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που τιμωρείται, σύμφωνα με το άρθρο 137Α παρ. 3 του Ποινικού Κώδικα. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι η χρήση ανιχνευτή αλήθειας συμπεριλαμβάνεται στους τρόπους απόσπασης της ομολογίας του κατηγορουμένου με βασανιστήρια, κάτι το οποίο απαγορεύεται.
Μάλιστα, τόσο στο άρθρο 5 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου όσο και στο άρθρο 7 παρ. 2 του ελληνικού Συντάγματος, τα βασανιστήρια καταδικάζονται και τιμωρούνται βαριά, έτσι ώστε να λαμβάνεται υπόψιν προσβολή από αυτά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ειδικότερα, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του άρθρου 7 του Συντάγματος, απαγορεύεται απόλυτα να χρησιμοποιηθεί ως ανακριτική μέθοδος για την απόκτηση μιας προσωπικής κατάθεσης κατηγορουμένου, μάρτυρα ή πραγματογνώμονα, κάθε άλλη προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, δηλαδή επεμβάσεις που δεν επιφέρουν βλάβη της υγείας ή δεν αποτελούν άσκηση ψυχολογικής βίας, αλλά θίγουν τον πυρήνα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Επομένως, ακόμα και στις περιπτώσεις που ο κατηγορούμενος λειτουργεί ως αποδεικτικό μέσο, και συνακόλουθα ως αντικείμενο της ποινικής δίκης, δεν παύει ποτέ να είναι κυρίως υποκείμενό της. Αυτό σημαίνει ότι επ’ ουδενί δεν επιτρέπεται να προσβληθεί η ανθρώπινη αξιοπρέπειά του, ακόμα και όταν θίγεται ή περιορίζεται η ελευθερία του, αφού είναι απολύτως απαράδεκτη η απόσπαση μιας εκβιασθείσας «ομολογίας».
Αντιλαμβανόμαστε, έτσι, ότι η χρήση του ανιχνευτή ψεύδους συνιστά προσβολή της αρχής της αξίας του ανθρώπου, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αλλά και της ελευθερίας της συνειδήσεως, της σκέψεως και της εκφράσεως του ανθρώπου, προσκρούοντας έτσι και στο άρθρο 14 παρ. 1 του Συντάγματος. Με αυτόν τον τρόπο, το εγχώριο νομοθετικό πλαίσιο αποσκοπεί στο να μην υποβιβάζεται ο άνθρωπος και να αντιμετωπίζεται ως αντικείμενο –μέσο για την εξυπηρέτηση οποιωνδήποτε σκοπών.
Συνδυαστικά, λοιπόν, από τα παραπάνω συνάγεται ότι η χρήση του ανιχνευτή ψεύδους, ως τρόπος προσβολής της ανθρώπινης αξιοπρέπειας που δεν σέβεται την αξία του ανθρώπου, συνιστά αποδεικτικό μέσο που αποκτάται με αντισυνταγματικό τρόπο. Άρα, απαγορεύεται η χρήση του ως παράνομου αποδεικτικού μέσου, δυνάμει του άρθρου 137Α παρ. 3 εδ. β’ του Ποινικού Κώδικα, παρά το γεγονός ότι συμβάλλει στη διάγνωση της αλήθειας των ισχυρισμών του κατηγορουμένου ή του μάρτυρα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ