Της Κατερίνας Σφυράκη,
Η σύγχρονη/μοντέρνα τέχνη είναι συνυφασμένη στο μυαλό των περισσοτέρων με την έννοια της προόδου, της εξεζητημένης μορφής τέχνης που οι περισσότεροι/ες δεν μπορούν να εξηγήσουν και να κατανοήσουν. Χωρίς αυτή η απόδοση της έννοιας να είναι απαραίτητα ρεαλιστική, μπορούμε να πούμε ότι η εξήγησή της ορισμένες φορές εμπίπτει στην έννοια των “found objects”, των «βρεθέντων αντικειμένων».
Στη σύγχρονη τέχνη, ο όρος “found object” (μετάφραση της γαλλικής φράσης “objet trouvé”) χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα αντικείμενο που βρέθηκε από έναν καλλιτέχνη, το οποίο -με ελάχιστη τροποποίηση- στη συνέχεια παρουσιάζεται ως έργο τέχνης. Συμβατικά, τα αντικείμενα αυτά δεν θα περιγραφόντουσαν ως αντικείμενα τέχνης, ιδίως όταν η αρχική τους μορφή εξακολουθεί να παραμένει αναγνωρίσιμη και σχεδόν απαράλλαχτη. Η ιδέα είναι ότι ο καλλιτέχνης πιστεύει ότι το αντικείμενο που ανακαλύφθηκε έχει μια ορισμένη αισθητική ποιότητα -που πηγάζει από την εμφάνισή του, την κοινωνική ή προσωπική του ιστορία- και ως εκ τούτου το εμφανίζει για την εκτίμηση των άλλων.
Τα «αντικείμενα που βρέθηκαν» μπορούν να τροποποιηθούν από τον καλλιτέχνη και να παρουσιαστούν ως τέχνη, είτε λίγο ή πολύ άθικτα, όπως συχνά συμβαίνει στα έργα των καλλιτεχνών που ασπάζονται το ντανταϊστικό κίνημα, είτε ως μέρος μιας συναρμολόγησης. Μεταξύ αυτών των αντικειμένων περιλαμβάνονται φυσικά υλικά, όπως άμμος, πέτρες, κοχύλια, κομμάτια ξύλου σε τυχαία σχήματα, ανθρώπινα κρανία ή τεχνητά αντικείμενα, όπως αποκόμματα εφημερίδων, φωτογραφίες, κομμάτια γυαλιού, θραύσματα παλιοσίδερων, κομμάτια υφάσματος, τιμόνια ποδηλάτων κ.λ.π. Τα «αντικείμενα που βρέθηκαν» έχουν χρησιμοποιηθεί σε πολλούς διαφορετικούς τύπους τέχνης, συμπεριλαμβανομένης της ζωγραφικής, διαφόρων μορφών γλυπτικής, της συναρμολόγησης και των εγκαταστάσεων.
Παρά το γεγονός ότι ο όρος “found object” επινοήθηκε τον 20ό αιώνα, υπάρχουν ορισμένα στοιχεία που υποδηλώνουν ότι τέτοια αντικείμενα χρησιμοποιήθηκαν στην προϊστορική τέχνη, κατά την εποχή του παλαιολιθικού πολιτισμού. Για την ακρίβεια, ενδείξεις φανερώνουν ότι ήδη από την Παλαιολιθική Εποχή, ορισμένα κρανία χρησιμοποιούνταν ως “found objects”, διακοσμητικά, δηλαδή στοιχεία, καθώς ανακαλύφθηκαν σε σπηλιές στις οποίες δεν ανήκαν. Η συγκεκριμένη παράδοση συνεχίστηκε μέσω των μεταπολεμικών κινημάτων μοντέρνας τέχνης.
Εκτεταμένη χρήση των «αντικειμένων που βρέθηκαν» έγινε από ντανταϊστές, σουρεαλιστές και pop καλλιτέχνες, αλλά και από μεταγενέστερους καλλιτέχνες, όπως ο Carl Andre, ο Tony Cragg, ο Bill Woodrow, ο Damien Hirst, η Sarah Lucas και ο Michael Landy μεταξύ πολλών άλλων. Μεταξύ των καλλιτεχνών που ακολούθησαν τη “found art” μπορούν ακόμη να ενταχθούν καλλιτέχνες, όπως ο Pablo Picasso με το έργο του «Νεκρή φύση με καρέκλα από μπαμπού» (“Still Life with Chair Caning”) το 1912 και ο Salvador Dali με το έργο του «Τηλέφωνο-Αστακός» (“Lobster Telephone”) σε συνεργασία με τον Edward James.
Η αισθητική που αποπνέουν τα συγκεκριμένα αντικείμενα μπορούμε να πούμε ότι προκαλεί ποικίλες αντιδράσεις. Από τη μία, ορισμένοι/ες εκτιμούν την προοδευτική, σύγχρονη και μη γραμμική πορεία της τέχνης ως μια «γροθιά» σε πεπαλαιωμένες τεχνικές, μια τρομερά εκκωφαντική κραυγή απέναντι σε αυτό που παραδοσιακά οριζόταν ως τέχνη, ενώ άλλοι νιώθουν πως βιώνουν ένα είδος «νοητικής κράμπας», μην μπορώντας να ερμηνεύσουν αυτό που βλέπουν, ακούν ή αισθάνονται. Κάθε αντίδραση θα πρέπει να είναι σεβαστή από τη στιγμή που δεν υπονομεύει τη δουλειά των καλλιτεχνών, ακόμη κι αν η αισθητική της αξία δεν βρίσκει σύμφωνους όλους τους αποδέκτες της, και, σε κάθε περίπτωση οφείλουμε να θυμόμαστε ότι η τέχνη είναι εκεί για να δώσει χειροπιαστή πνοή σε κάθε σκέψη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Found Objects (20th Century), visual-art-cork.com, διαθέσιμο εδώ.
- Found Object, tate.org.uk, διαθέσιμο εδώ.
- The Use of Found Objects, theartguide.com, διαθέσιμο εδώ.