Του Αρσένιου Σακελλάρη,
Στη σύγχρονη εποχή, η σημασία του νομικού μορφώματος της εταιρίας για την καθημερινή επιχειρηματική και συναλλακτική ζωή των ανθρώπων είναι αδιαμφισβήτητη. Λόγω, όμως, της ολοένα και μεγαλύτερης διεθνοποίησης της αγοράς, η δράση των εταιριών αρχίζει και συνδέεται με ολοένα και περισσότερες της μιας έννομες τάξεις. Αυτό έχει ως άμεσο επακόλουθο να έχουν αναπτυχθεί διάφορες θεωρίες, σε πλαίσιο διεθνούς νομικής φιλολογίας, σχετικά με τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου που διέπει τη λειτουργία της κάθε εταιρίας.
Μια πρώτη βασική θεωρία που οφείλει να αναφερθεί είναι η θεωρία της ιδρύσεως ή συσσωματώσεως του νομικού προσώπου. Με βάση αυτήν, η εταιρία διέπεται από το δίκαιο του κράτους, του οποίου οι δικαιικές διατάξεις εφαρμόσθηκαν για τη σύστασή του, έχοντας, κατά κανόνα, προσδιορίσει στο καταστατικό του, ως έδρα, τόπο του κράτους αυτού. Αυτή είναι μια θεωρία που εκφράζει την επικρατούσα τάση στα κράτη, κυρίως, του αγγλοσαξονικού κύκλου δικαίου και έχει το πλεονέκτημα να προάγει την ασφάλεια του δικαίου, οδηγώντας στην ευχερή εξακρίβωση του ουσιαστικού δικαίου που διέπει μια σχέση.
Ωστόσο, οδηγεί παράλληλα, πολλές φορές, στην εφαρμογή του δικαίου μιας έννομης τάξης με την οποία το νομικό πρόσωπο, αφού συσταθεί, δεν θα εξακολουθήσει να έχει στενούς δεσμούς. Δεν είναι λίγες, άλλωστε, οι περιπτώσεις εταιριών που ιδρύονται σε πολύ μικρά κράτη, αποκλειστικά και μόνο για να επωφεληθούν της ευμενούς, προς αυτές, τους νομοθεσίας, ιδίως φορολογικής. Μειονεκτήματα αυτής της θεωρίας προσπαθεί να διορθώσει η θεωρία της επικαλύψεως. Βάσει αυτής, το νομικό πρόσωπο διέπεται από το εθνικό δίκαιο σύμφωνα με το οποίο έχει συσταθεί, η εφαρμογή του, όμως, υποχωρεί και επικαλύπτεται από διατάξεις αναγκαστικού δικαίου του δικάζοντος δικαστή (άλλως ονομαζόμενου forum), οι οποίες προστατεύουν έννομα συμφέροντα τρίτων, όταν αυτοί τις επικαλούνται.
Στη δική μας εθνική έννομη τάξη, όπως και στις περισσότερες των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών, θέση εφαρμογής λαμβάνει η θεωρία της έδρας. Ειδικότερα, το άρθρο 10 του δικού μας Αστικού Κώδικα ορίζει ότι: «Η ικανότητα του νομικού προσώπου ρυθμίζεται από το δίκαιο της έδρας του». Καθίσταται φανερό, όμως, ότι δεν διευκρινίζεται εάν η έδρα που πρέπει να ληφθεί υπόψη είναι η πραγματική ή η καταστατική. Πλέον, όλες οι εταιρίες αναγράφουν, κατά κανόνα, στο καταστατικό τους την έδρα τους. Αυτή, όμως, η «καταστατική» έδρα μπορεί να μην είναι ίδια με τον τόπο όπου λειτουργούν τα βασικά όργανα του νομικού προσώπου, συνάπτονται οι μετά τρίτων δικαιοπραξίες και ασκείται η επιμέλεια, εν γένει, των υποθέσεων του νομικού προσώπου, την «πραγματική» του δηλαδή έδρα.
Η νομολογία και η κρατούσα γνώμη στη θεωρία έχουν πάρει σαφή προσανατολισμό σχετικά με το ερμηνευτικό αυτό πρόβλημα και, έτσι, έχει καθιερωθεί η θεωρία της «πραγματικής έδρας διοίκησης». Η θεώρηση αυτή, μάλιστα, έχει επηρεάσει και τις επιχειρούμενες ερμηνείες του γράμματος του νόμου, στο άρθρο 24 του ΑΚ, για τη μεταχείριση των εταιριών χωρίς νομική προσωπικότητα. Φυσικά, είναι φανερό, επίσης, πως το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 10 ΑΚ είναι ιδιαίτερα ευρύ. Πληθώρα ζητημάτων εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του, τα οποία θα μπορούσαν να διακριθούν σε αυτά που σχετίζονται με την έναρξη της νομικής προσωπικότητας της εταιρίας, τη λειτουργία, την εκπροσώπηση και τη διοίκησή της, όπως και τη λήξη της νομικής του προσωπικότητας.
Όπως και σε άλλες θεματικές, έτσι και σε αυτήν του δικαίου της πραγματικής έδρας, δεν ελλείπουν οι εξαιρέσεις. Χαρακτηριστικό παράδειγμα παρέκκλισης από αυτό αποτελεί η ειδικότερη διάταξη της Συνθήκης φιλίας, εμπορίου και ναυτιλίας, μεταξύ της χώρας μας και των Η.Π.Α., η οποία κυρώθηκε με τον ν. 2893/1954. Επισημαίνεται, στο άρθρο 24 παρ. 3 εδ. β΄ ότι: «εταιρείαι συσταθείσαι δυνάμει των εντός των εδαφών εκάστου των συμβαλλομένων Μερών ισχυόντων νόμων και κανονισμών, θα θεωρούνται εταιρείαι του Μέρους τούτου και θα αναγνωρίζεται η νομική αυτών υπόστασις εντός των εδαφών του ετέρου Μέρους». Ανάλογοι όροι προβλέφθηκαν και στις κυρωθείσες, αντίστοιχα με τους νόμους 3574/1927 και 1548/1985, διμερείς συνθήκες εμπορίου και συμβάσεις νομικής συνεργασίας μεταξύ Ελλάδας και Νορβηγίας και Ελλάδας και Κύπρου.
Εξαίρεση, ακόμα, προβλέπεται στις ναυτιλιακές εταιρίες. Ο ν. 791/1978 ορίζει ότι οι εταιρίες αυτές θα διέπονται, ως προς την ικανότητα δικαίου, αλλά και τη σύστασή τους, όχι από το δίκαιο της χώρας μας, όπου ασκείται η διοίκησή τους, αλλά από το δίκαιο της χώρας της καταστατικής τους έδρας, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αυτές είναι, ή αποτέλεσαν στο παρελθόν, πλοιοκτήτριες ή διαχειρίστριες πλοίων υπό ελληνική σημαία, ή είναι εγκατεστημένες, ή πρόκειται να εγκατασταθούν στην Ελλάδα. Τελευταίο παράδειγμα εξαίρεσης από τον κανόνα του 10 ΑΚ αποτελεί η λειτουργία της Ι.Κ.Ε., για την οποία ο νόμος (45 παρ. 3, ν.4072/2012) ορίζει ότι: «δεν έχει υποχρέωση να έχει την πραγματική της έδρα στην Ελλάδα». Όλες αυτές οι εξαιρέσεις σκοπό δεν έχουν άλλον από την εξισορρόπηση των έντονα αντικρουόμενων συμφερόντων που προκύπτουν.
Σε πλαίσιο του κοινοτικού δικαίου, αμφισβητείται ακόμα από κάποιες μερίδες της θεωρίας η συμβατότητα εφαρμογής της θεωρίας της πραγματικής έδρας με κοινοτικές διατάξεις, όπως οι 49 και 54 ΣΛΕΕ, οι οποίες, σχετικά με το δικαίωμα εγκαταστάσεως, εξομοιώνουν, προς τα φυσικά πρόσωπα που είναι υπήκοοι κρατών-μελών, τις εταιρίες που έχουν συσταθεί σύμφωνα με τη νομοθεσία ενός κράτους-μέλους και έχουν την καταστατική τους έδρα σε αυτό. Έρεισμα για τη θεώρησή τους αυτή αποτελεί η παλαιότερη νομολογία που είχε αναπτυχθεί από το Δικαστήριο της Ένωσης. Ωστόσο, η νεότερη νομολογία του τάσσεται περισσότερο υπέρ της εφαρμογής της θεωρίας της πραγματικής έδρας. Σταθμό στη στροφή αυτή της νομολογίας αποτέλεσε η υπόθεση Cartesio (ΔΕΚ, 16.12.2008, C-210/06), όπου το Δικαστήριο της Ένωσης διέψευσε όσους προσδοκούσαν ότι θα προχωρούσε σε οριστική εγκατάλειψη της θεωρίας της πραγματικής έδρας. Και τα εθνικά δικαστήρια των περισσότερων κρατών μελών, άλλωστε, δεν δείχνουν διατεθειμένα να αλλάξουν τη θεώρησή τους αυτή.
Συμπερασματικά, μπορεί να λεχθεί ότι η πραγματική έδρα είναι για τις εταιρίες ό,τι είναι η ιθαγένεια για τα φυσικά πρόσωπα. Αυτός, άλλωστε, είναι ο λόγος που και για τις εταιρίες υφίσταται η διάκριση μεταξύ αλλοδαπών και ημεδαπών. Δεν είναι, μάλιστα, λίγοι εκείνοι που, πολλές φορές, μιλούν ακόμα και για «ιθαγένεια» του νομικού προσώπου. Η χρήση αυτού του όρου, εν προκειμένω, αν και νομικά ανακριβής, αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα «επικοινωνιακής» διευκόλυνσης. Ας παραμένουμε, όμως, στην ουσία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΔΙΚΑΙΟ, Α. Γραμματικάκη-Αλεξίου, Ζ. Παπασιώπη-Πασιά, Ε. Βασιλακάκης
- ΔΙΚΑΙΟ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ, Σπυρίδων Δ. Ψυχομάνης