Της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,
Αν ενώσεις το βροχόνερο με το δάκρυ σου
το γέλιο σου με τον ήλιο
το σίφουνα, τον αγέρα με την ξεσηκωμένη αγανάκτησή σου.
Αν κλάψεις για τα παιδάκια με τις ρόδινες ανταύγειες
του δειλινού στο πρόσωπο, που πλαγιάζουν
με τα χεριά αδειανά, με τα πόδια γυμνά
θα βρεις τη μοναξιά σου.
Αν σκύψεις στους συνανθρώπους σου
μες στα αδιάφορα μάτια τους θα ‘ναι γραμμένη
απελπιστική, ολοκληρωτική η μοναξιά σου.
[…]
Το παραπάνω απόσπασμα από το ποίημα «Μοναξιά», που έγραψε η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ, μόλις στα 16 της χρόνια, αποτυπώνει παραστατικά μία από τις πιο υπόκωφες και ύπουλες μάστιγες του καιρού μας: τη μοναξιά. Τα παγερά και καχύποπτα βλέμματα των ανθρώπων στις μεγαλουπόλεις, ανθρώπων που έχουν απολέσει την πίστη τους στην αγνότητα της ανθρώπινης ψυχής. Το απελπισμένο βλέμμα του ζητιάνου που τρέμει στη γωνιά του δρόμου μια βροχερή μέρα. Το πικρό χαμόγελο του παππού που θα υποδεχτεί το νέο έτος σε ένα άδειο σπίτι. Το αίσθημα της εγκατάλειψης που υποβόσκει στις ανθρώπινες ψυχές, κι ας κοσμούνται πολλές φορές από φωτεινά χαμόγελα. Το αίσθημα ότι η αγκαλιά είναι το πιο σπάνιο και πολύτιμο δώρο που θα μπορούσες να λάβεις, αλλά προς το παρόν το νιώθεις μόνο στα όνειρά σου. Το αίσθημα ότι σε αυτόν τον απέραντο κόσμο, με τα δισεκατομμύρια ανθρώπινα πλάσματα, είσαι μόνο εσύ και η μοναξιά σου.
Το παράδοξο αυτής της νόσου, που κατατρύχει το άτομο, είναι ότι δεν εμφανίζεται μόνο όταν είσαι πραγματικά μόνος σε έναν φυσικό χώρο. Μας ξεγελά με το όνομά της, μα μοναξιά μπορεί να βιώσει κανείς ακόμα και όταν περιστοιχίζεται από πλήθος κόσμου. Και αυτό είναι το πιο αλγεινό, το πιο απηνές πρόσωπό της. Γιατί τότε μοιάζει αναπόδραστη, ανίατη και αιώνια. Γιατί η λύτρωση δεν είναι ορατή στον ορίζοντα. Ο ανθρώπινος νους βρίσκεται μπροστά σε έναν γρίφο, τον οποίο η λογική αδυνατεί να λύσει: πώς είναι δυνατόν να νιώθω μόνος μου, ενώ βρίσκομαι μαζί με άλλους; Και πώς είναι δυνατόν να νιώσω ξανά πληρότητα, ασφάλεια, συντροφικότητα, αγάπη; Αυτό το γρίφο μόνο η ψυχή μπορεί να το λύσει. Γιατί πρόκειται για βαθιά, ουσιαστική επικοινωνιακή μέθεξη ψυχών, κι όχι για απλή εγκεφαλική συζήτηση. Μόνο όταν ακουμπάνε οι ψυχές, όταν αγκαλιάζονται τα όνειρα, μόνο τότε το τέρας της μοναξιάς ηττάται σαν άλλη Σφίγγα.
Ας γίνει, όμως, λόγος και για ένα πρόσωπο της μοναξιάς που δεν μας έρχεται συχνά στο νου. Το δημιουργικό της πρόσωπο. Πόσοι μονήρεις δεν μετουσίωσαν τη μοναξιά σε συγκλονιστικές, μελαγχολικές μελωδίες, σε νοσταλγικά ερωτικά ποιήματα, σε σπαραχτικές ζωγραφιές; Η μοναξιά θα μπορούσε να γίνει όχημα της τέχνης, αλλά και της φιλοσοφίας, του ελεύθερου στοχασμού, της αυτογνωσίας.
Η απουσία των άλλων μπορεί εύκολα να καταστεί δυσάρεστη, βαρετή, απελπιστική. Μα τρομακτική, εφιαλτική γίνεται, όταν δεν αντέχουμε να μένουμε μόνοι με τον εαυτό μας. Όταν δεν υπάρχει κανένας να μας σώσει, με μία έστω επιδερμική κουβέντα από τις Ερινύες, τις ανασφάλειες, τις έγνοιες, τις μνήμες, την απώλεια. Και τότε γινόμαστε μία Μέδουσα που πετρώνει μόλις αντικρίζει τον εαυτό της. Ο μόνος τρόπος να μην πεθαίνουμε κάθε φορά που αναπόφευκτα αντικρίζουμε το πρόσωπο αυτής της Μέδουσας, είναι να μάθουμε να βλέπουμε την ομορφιά που κάπου υπάρχει σε αυτή. Πάντα υπάρχει, όσο καλά κρυμμένη κι αν είναι.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το διπλό πρόσωπο της μοναξιάς, tovima.gr, διαθέσιμο εδώ
- Μοναξιά: Μια φιλοσοφική προσέγγιση, psychologynow.gr, διαθέσιμο εδώ