Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Ο Δεύτερος Μεσσηνιακός Πόλεμος έληξε με ήττα των επαναστατημένων Μεσσήνιων και την υποδούλωσή τους για δεύτερη φορά από τους Λακεδαιμονίους. Η ήττα στο πεδίο των μαχών συνοδεύτηκε και από μία μαζική έξοδο των ηττημένων από την εύφορη πεδιάδα της νοτιοδυτικής Πελοποννήσου. Η φυγή αυτή συντελέστηκε, προκειμένου να αποφύγουν οι Μεσσήνιοι τη μετατροπή τους σε είλωτες για άλλη μία φορά. Όπως είναι λογικό, μία από τις συνέπειες της παραπάνω ενέργειας ήταν η αποδυνάμωση του πνεύματος αποτίναξης του σπαρτιατικού δεσμού. Με την επαναστατική φλόγα να έχει σβήσει και να μην υπάρχει κάποιος ικανός να την ανάψει, ένας νέος Αριστομένης, υπήρξε μία μεγάλη χρονική περίοδος, κατά την οποία δεν σημειώθηκε κάποια επαναστατική ενέργεια.
Όμως, όπως αποδείχθηκε, οι Μεσσήνιοι δεν είχαν «πει την τελευταία τους λέξη». Αντιθέτως, περίμεναν καρτερικά, αναμένοντας την κατάλληλη στιγμή, τη συγκυρία εκείνη που θα τους εξασφάλιζε τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας, κατά την εκδήλωση ενός νέου επαναστατικού κινήματος. Η στιγμή αυτή έρχεται το 462 π.Χ. Συγκεκριμένα, λίγα χρόνια μετά την απόκρουση της περσικής εισβολής, ένας ισχυρός σεισμός πλήττει την περιοχή της Λακωνίας. Όπως είναι φυσικό, το ισχυρό αυτό φυσικό φαινόμενο έπληξε βαριά την πολιτεία των Λακεδαιμονίων.
Τη σπάνια αυτή στιγμή αδυναμίας έσπευσαν να εκμεταλλευθούν οι είλωτες, οι οποίοι κι εξεγέρθηκαν. Μεταξύ των εξεγερθέντων βρίσκονταν και οι Μεσσήνιοι. Οι τελευταίοι, προκειμένου να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τα σπαρτιατικά στρατεύματα, επισκεύασαν το φρούριο της Ιθώμης, στο οποίο είχαν οχυρωθεί για πολλά χρόνια οι Μεσσήνιοι στη διάρκεια του Πρώτου Μεσσηνιακού Πολέμου.
Οι Λακεδαιμόνιοι κατάφεραν να αντιμετωπίσουν επιτυχώς τους υπόλοιπους είλωτες και μπορούσαν πλέον να επικεντρωθούν στους Μεσσήνιους. Ωστόσο, είχαν αντιληφθεί και οι ίδιοι ότι παρουσίαζαν σοβαρές αδυναμίες, οι οποίες ενδεχομένως να μην τους έδιναν τη δυνατότητα να καθυποτάξουν τους εναπομείναντες εξεγερθέντες. Για τον λόγο αυτό, έκαναν έκκληση στους συμμάχους τους να στείλουν στρατιωτική βοήθεια.
Ένας από τους συμμάχους, που ανταποκρίθηκαν στο άνωθεν κάλεσμα, υπήρξε η Αθήνα. Την περίοδο αυτή, οι σχέσεις των 2 ελληνικών υπερδυνάμεων δεν θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν εγκάρδιες, όμως δεν υπήρχε η αντιπαλότητα που ακολούθησε τις επόμενες δεκαετίες. Οι Αθηναίοι, λοιπόν, έστειλαν στρατιωτική αποστολή με επικεφαλής τον, πρωταγωνιστή στα αθηναϊκά πολιτικά και στρατιωτικά δρώμενα την περίοδο εκείνη, Κίμωνα. Ωστόσο, η άφιξη των αθηναϊκών δυνάμεων έξω από τα τείχη της Ιθώμης δεν έγινε δεκτή με ενθουσιασμό, αλλά με καχυποψία.
Η δίχως αμφιβολία περίεργη στάση των Λακεδαιμονίων δεν έχει ξεκάθαρη εξήγηση μέχρι και σήμερα. Οι κυρίαρχοι λόγοι αυτής της στάσης είναι δύο. Ο πρώτος είναι ο φόβος των Λακεδαιμονίων ότι το ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα των Αθηναίων θα προσέφερε, τελικά, βοήθεια στους εξεγερμένους Μεσσήνιους, κάτι το οποίο θα υπέγραφε την ήττα των Λακεδαιμονίων. Ο δεύτερος λόγος είναι η ανησυχία διατάραξης του σπαρτιατικού πολιτεύματος από τους Αθηναίους στρατιώτες. Συγκεκριμένα, υπήρχε ο φόβος ότι οι Αθηναίοι θα μετέδιδαν τα ιδανικά του δημοκρατικού πολιτεύματος στους Λακεδαιμόνιους, με τη συνοχή των τελευταίων να διασπάται ή, ακόμη χειρότερα, να εξεγείρονται και αυτοί.
Η προαναφερθείσα κατάσταση είχε ως αποτέλεσμα την απομάκρυνση των Αθηναίων. Σε αυτό το περιστατικό μπορούμε να διακρίνουμε την αμφιβολία και τη διατάραξη των συμμαχικών δεσμών μεταξύ των δύο πόλεων. Η αποχώρηση αυτή και η συνακόλουθη μείωση της σπαρτιατικής δυναμικής είχε ως αποτέλεσμα την αναπτέρωση του μεσσηνιακού ηθικού. Όμως, με το πέρασμα των ημερών, δημιουργήθηκε μία κατάσταση, κατά την οποία κανένα από τα δύο στρατόπεδα δεν μπορούσε να επιβληθεί.
Η πολιορκία συνεχιζόταν, ωστόσο, ήταν πλέον φανερό ότι καμία από τις δύο πλευρές δεν έβγαινε κερδισμένη. Η μοναδική λύση έμοιαζε να είναι ο «δρόμος» της διπλωματίας. Έτσι, λοιπόν, το 462 π.Χ. οι δύο αντίπαλοι κατέληξαν σε συμφωνία. Σύμφωνα με αυτήν, οι Μεσσήνιοι θα εγκατέλειπαν το φρούριο της Ιθώμης, με τους Λακεδαιμόνιους να τους αφήνουν να διαφύγουν ασφαλείς από την περιοχή. Όμως, οι Μεσσήνιοι δεν μπορούσαν να υποδουλωθούν για τρίτη φορά στους Λακεδαιμονίους. Η «δίψα» για ελευθερία ήταν μεγάλη και θα έκαναν τα πάντα για να την αποκτήσουν.
Σε αυτό σημείο, επεμβαίνει για άλλη μία φορά η Αθήνα. Η πόλη της Αττικής, εξετάζοντας διπλωματικά το ζήτημα, θεωρεί σωστό να προσεγγίσει τους εχθρούς της ανταγωνίστριας δύναμης. Με αυτό τον τρόπο, θα εξασφάλιζε έναν σύμμαχο, ο οποίος έχει αποδεδειγμένα δυσκολέψει τους Σπαρτιάτες στις στρατιωτικές αναμετρήσεις. Έτσι, λοιπόν, η Αθήνα προσφέρει στους ξεριζωμένους Μεσσήνιους την περιοχή της Ναυπάκτου, στην οποία και εγκαθίστανται. Η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να λειτουργήσει επιβεβαιωτικά στις αμφιβολίες, που είχαν οι Λακεδαιμόνιοι για την παρουσία των αθηναϊκών στρατευμάτων έξω από το φρούριο της Ιθώμης. Πέρα από τη Ναύπακτο, Μεσσήνιοι εγκαταστάθηκαν σε περιοχές της Νότιας Ιταλίας και στη Σικελία, ακολουθώντας μία διαδρομή που ήταν γνωστή από τον Δεύτερο Μεσσηνιακό Πόλεμο.
Παρά το γεγονός ότι ο κύκλος των Μεσσηνιακών Πολέμων βρήκε τους κατοίκους της Μεσσηνίας ηττημένους και διασκορπισμένους σε διάφορες περιοχές, οι ίδιοι επιθυμούσαν διακαώς να επιστρέψουν στη γη των προγόνων τους και να ζήσουν ελεύθεροι σ’ αυτή. Χρειάστηκε να περάσουν πολλές δεκαετίες, να χάσουν τη δυναμική τους οι παραδοσιακές δυνάμεις του ελλαδικού χώρου και να αναδειχθεί μία νέα στρατιωτική δύναμη, η Θήβα. Έτσι, λοιπόν, μετά τη μάχη των Λεύκτρων και τη συντριβή των Λακεδαιμονίων, οι Λακεδαιμόνιοι αποχώρησαν από τη Μεσσηνία. Έτσι, οι Μεσσήνιοι είλωτες απόλαυσαν την ελευθερία τους και πολλοί από αυτούς, που είχαν καταφύγει σε άλλες περιοχές, κατόρθωσαν να πραγματοποιήσουν την επιθυμία τους και να επιστρέψουν στη Μεσσηνία.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Στρατίκης, Πότης (1990), Σπάρτη: Οι Μεσσηνιακοί Πόλεμοι, Αθήνα: Εκδόσεις Στρατίκη
- Duncan, Ryan (2016), Sparta: The Warrior State of Ancient Greece, Goodreads