Του Σωτήρη Κολέλη,
Σύμφωνα με γενική αρχή του δικαίου της κοινωνικής ασφάλισης, απαγορεύεται η αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών (πρέπει να υπάρχει πλημμέλεια στη χορήγηση της παροχής) από (καλόπιστο) ασφαλισμένο, μετά την πάροδο εύλογου χρόνου (ο οποίος κρίνεται κατά περίπτωση, αλλά, πάντως, δεν μπορεί να είναι μικρότερος από πέντε έτη) από την είσπραξή τους, λόγω των απρόβλεπτων οικονομικών συνεπειών που θα είχε το μέτρο αυτό σε βάρος του λήπτη. Η αναζήτηση των παροχών αυτών επιτρέπεται, καταρχήν χωρίς χρονικούς περιορισμούς, μόνο εφόσον κριθεί ότι αυτός που έχει εισπράξει τα αναζητούμενα ποσά τελούσε, κατά την είσπραξή τους, σε δόλο έναντι του οργανισμού.
Η ύπαρξη δόλου πρέπει να βεβαιώνεται με πλήρως αιτιολογημένη κρίση από τη διοίκηση, που φέρει το βάρος απόδειξης (θα πρέπει βέβαια να δίδεται η δυνατότητα άσκησης του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης στον ασφαλισμένο). Εξάλλου, δόλια ενέργεια νοείται όχι μόνο η θετική ενέργεια (π.χ. ψευδής δήλωση προς τον οργανισμό κοινωνικής ασφάλισης), αλλά και η εκ μέρους του ασφαλισμένου αποσιώπηση ουσιώδους πραγματικού γεγονότος, που θεμελιώνει τη διακοπή της περαιτέρω καταβολής των χορηγούμενων παροχών (για παράδειγμα απόκρυψη από τον συνταξιούχο της εργασιακής του απασχόλησης). Το ότι ο ασφαλιστικός φορέας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει τα ουσιώδη αυτά πραγματικά γεγονότα, δεν αίρει τον τυχόν υπάρχοντα δόλο του ασφαλισμένου.
Αντίθετα, επιβάλλεται η αναζήτηση των ποσών αυτών, αν το διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησης είναι μικρό, εκτός αν αυτός που έχει εισπράξει (παράνομα, αλλά πάντως καλή τη πίστει) τις παροχές αποδείξει ότι η επιστροφή τους θα επιφέρει σε βάρος του απρόβλεπτες και δυσμενείς για τη διαβίωσή του συνέπειες. Προς υπεράσπισή του θα πρέπει να προσκομιστούν εκκαθαριστικά σημειώματα φορολογικών δηλώσεων, ώστε από την περιουσιακή και εισοδηματική του κατάσταση να διαπιστωθεί αν η επιστροφή θα είχε πράγματι ως συνέπεια τον σοβαρό κλονισμό της οικονομικής του κατάστασης (το βάρος απόδειξης φέρει εδώ ο ασφαλισμένος).
Η αρχή της μη αναζήτησης αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών κάμπτεται στις εξής περιπτώσεις: α) υπάρχει ρητή περί του αντιθέτου ειδική διάταξη νόμου. Τέτοια αντίθετη ειδική διάταξη δεν συνιστούν, κατά τη νομολογία, διατάξεις που αφορούν απλώς τις προϋποθέσεις αναζήτησης των αχρεωστήτως καταβληθεισών, από την πλευρά του Φ.Κ.Α., παροχών. Βέβαια, υπάρχει και το άρθρο 103 του ν. 4387/16. Ωστόσο, η συγκεκριμένη ρύθμιση δεν είναι ειδική, καθώς δεν αναφέρεται στην πάροδο του εύλογου χρόνου, και ως εκ τούτου δεν αναιρεί την γενική αρχή, αλλά συμπορεύεται με αυτήν (η εν λόγω γενική αρχή έχει ευρύτερο περιεχόμενο), β) στηρίζεται σε ρητό αίτημα του λήπτη της παροχής, γ) βασίζεται σε δικαστική απόφαση που ανατρέπει, ύστερα από άσκηση ενδίκου μέσου, προηγούμενη δικαστική ή διοικητική απόφαση, σε συμμόρφωση προς την οποία είχε καταβληθεί η παροχή, ακόμα και αν μεσολάβησε σημαντικός (εύλογος) χρόνος μεταξύ της είσπραξης και της αναζήτησής τους. Ωστόσο, ο κανόνας του επιτρεπτού της αναζήτησης δεν εφαρμόζεται, εξαιρετικά, όταν στο μεσοδιάστημα έχει παρέλθει πολύ μακρός χρόνος που υπερβαίνει τον εύλογο, εφόσον, επιπλέον, η υποχρέωση του ασφαλισμένου να επιστρέψει, και μάλιστα με τόκο, τις παροχές αυτές θα κλόνιζε σοβαρά την οικονομική του κατάσταση.
Περαιτέρω, η υπό εξέταση αρχή εφαρμόζεται και στην περίπτωση των κληρονόμων θανόντος, στους οποίους καταλογίζονται, μετά το θάνατό του, αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές, τις οποίες είχε λάβει ο τελευταίος. Οι κληρονόμοι αγνοούν την οφειλή, κι έτσι, όταν αυτή καταλογίζεται για πρώτη φορά σε αυτούς, βεβαιώνεται στο πρόσωπό τους ένα χρέος, το οποίο ουσιαστικά αγνοούσαν. Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1710 και 1901 ΑΚ, οι κληρονόμοι ευθύνονται για τα χρέη της κληρονομίας. Αντικείμενο, όμως, της κληρονομίας αποτελεί και η αξίωση των Φ.Κ.Α. έναντι του κληρονομούμενου προς επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, ανεξάρτητα αν η σχετική καταλογιστική πράξη δεν έχει εκδοθεί μέχρι τον θάνατο αυτού, καθώς η αντίστοιχη αξίωση του Φ.Κ.Α. είχε ήδη γεννηθεί από την καταβολή των εν λόγω παροχών. Επομένως, μετά το θάνατο του τελευταίου, η καταλογιστική πράξη πρέπει να εκδοθεί στο όνομα των νόμιμων κληρονόμων του, εφόσον βέβαια η αναζήτηση τους δεν αντίκειται στην αρχή της χρηστής διοίκησης.
Γενικά, ο δόλος πρέπει —προφανώς— να συντρέχει στο πρόσωπο του εισπράξαντος από τον οποίο αναζητείται κατ’ αρχήν η αχρεωστήτως καταβληθείσα παροχή. Εάν, όμως, η αναζήτηση στρέφεται κατά τρίτου προσώπου, διαφορετικού από τον εισπράξαντα, τότε τίθεται ζήτημα αναφορικά με το αν ο δόλος αρκεί να υπάρχει μόνο στο πρόσωπο του κληρονομούμενου ή πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο του κληρονόμου. Αν και νομολογιακά έχουν διατυπωθεί και οι δύο απόψεις, η μάλλον κρατούσα υποστηρίζει ότι, αν η αναζήτηση στρέφεται κατά τρίτου προσώπου, διαφορετικού από τον εισπράξαντα, ο δόλος πρέπει να συντρέχει και στο πρόσωπο αυτού, και ειδικότερα πρέπει να αποδεικνύεται ότι αυτός γνώριζε, επεδίωκε και συμμετείχε στην παράνομη είσπραξη της παροχής. Ωστόσο, ενόψει του ότι πρακτικά είναι δυσχερής —έως ανέφικτη πολλές φορές— η απόδειξη από τη διοίκηση του δόλου του κληρονομούμενου, φαίνεται να είναι πειστικότερη η εξής θέση: εφόσον ο ασφαλισμένος είχε αποβιώσει κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης του αρμοδίου οργάνου, νόμιμα καταλογίζονται, με απόφαση του συγκεκριμένου διοικητικού οργάνου, οι οφειλόμενες από τον αποβιώσαντα ασφαλισμένο, ως αχρεωστήτως εισπραχθείσες διαφορές συντάξεων, σε βάρος των κληρονόμων του —αφού αυτοί ευθύνονται για τα χρέη της κληρονομίας του, εφόσον δεν την έχουν αποποιηθεί, εντός της τασσόμενης από το νόμο προθεσμίας— χωρίς να απαιτείται διαπίστωση ότι συντρέχει και στο πρόσωπο αυτών η ύπαρξη δόλου κατά την είσπραξη της παράνομης παροχής. Σε αυτήν την περίπτωση, είναι αυτονόητο ότι, αν δεν αποδεικνύεται δόλος του αποβιώσαντος, η αναζήτηση είναι νόμιμη μόνο μέσα σε εύλογο χρόνο από την είσπραξη των σχετικών ποσών.
Από την ανωτέρω ανάλυση δύνανται να γίνουν εύληπτες τόσο η σημασία όσο και οι ιδιαιτερότητες της αρχής της μη αναζητήσεως αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών, ιδίως ως προς τους κληρονόμους του θανούντος ασφαλισμένου. Εναπόκειται, επομένως, στη νομολογία το κομβικό έργο ερμηνείας και εξειδίκευσής της, ούτως ώστε να προστατευθούν οι διοικούντες και εν γένει φορολογούμενοι από ατασθαλίες της διοίκησης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόφαση Μονομελούς Διοικητικού Εφετείου Λάρισας υπ’ αριθμ. 1/2019
- Πετροπουλάκος Σ. Αναζήτηση αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών. Εφημερίδα Διοικητικού Δικαίου 3/2019 (Μελέτες – Απόψεις)
- Στεργίου, Άγγελος Σ. Δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης. 3η εκδ. Θεσσαλονίκη: Σάκκουλας, 2020